Σε «επενδυτικό στοίχημα» μετατρέπεται η μεταρρύθμιση στην επικουρική ασφάλιση, καθώς η επιτυχία του εγχειρήματος, πέρα από αναπτυξιακή προοπτική και νέες θέσεις εργασίας, θα προσφέρει και την απαραίτητη «ασφαλιστική δικλίδα», ώστε να μην είναι δυσβάσταχτη η επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό.
Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Αγγελόπουλου
[email protected]
Σε «επενδυτικό στοίχημα» μετατρέπεται η μεταρρύθμιση στην επικουρική ασφάλιση, καθώς η επιτυχία του εγχειρήματος, πέρα από αναπτυξιακή προοπτική και νέες θέσεις εργασίας, θα προσφέρει και την απαραίτητη «ασφαλιστική δικλίδα», ώστε να μην είναι δυσβάσταχτη η επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό. Η αναλογιστική μελέτη που συνοδεύει το σχέδιο νόμου περιγράφει ένα «κόστος μετάβασης», το οποίο έως το 2070, που θα ισορροπήσει το νέο, κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης, θα ανέλθει στα 56 δισ. ευρώ. Το όποιο όμως ταμειακό κενό προκύψει θα καλυφθεί, σε σημαντικό βαθμό, από επιπρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα της μεταρρύθμισης, τα οποία υπολογίστηκαν σε μελέτη βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους από τον ΟΔΔΗΧ, σε 50 δισ. ευρώ.
Σε ένα τέτοιο ιδεατό σενάριο, η πραγματική επιβάρυνση του προϋπολογισμού για την περίοδο αναφοράς 48 ετών, από το 2022 έως και το 2070, θα ισούται με 6 δισ. ευρώ ή με μόλις 120 εκατ. ευρώ ετησίως! Απαραίτητη προϋπόθεση, λοιπόν, είναι να κερδηθεί το «επενδυτικό στοίχημα» της μεταρρύθμισης…
«Αργή ωρίμανση»
Σε κάθε περίπτωση, όπως αναδείχτηκε και κατά τη χθεσινή συνέντευξη Τύπου, όπου και παρουσιάστηκαν τα βασικά σημεία του νομοσχεδίου, το νέο σύστημα κεφαλαιοποιητικής ασφάλισης έχει μια «αργή ωρίμανση». Το στοιχείο αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι η εκκίνηση θα πραγματοποιηθεί την 1η Ιανουαρίου 2022 και το νεοσύστατο Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ) θα συμπεριλάβει στο χαρτοφυλάκιό του μόνο τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας. Προαιρετικά, θα μπορούν να ενταχθούν σε αυτό και όσοι ήδη εργάζονται και είναι έως 35 ετών.
Όπως τόνισαν οι κ.κ. Κωστής Χατζηδάκης και Πάνος Τσακλόγλου, οι αναλογιστικές μελέτες παρουσιάζουν ένα ποσοστό κάλυψης των ασφαλισμένων από το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης που το 2045 θα υπερβεί το 50%, για να φτάσει το 2065 στο 90% του συνόλου. Έτσι, για την πρώτη δεκαετία λειτουργίας του νέου συστήματος, το κόστος μετάβασης θα είναι κατά μέσο όρο στα επίπεδα των 300 εκατ. ευρώ ανά έτος. Επίσης, υπολογίζεται ότι στο τέλος της περιόδου αναφοράς, δηλαδή το 2070, θα έχει δημιουργηθεί αποθεματικό στο Ταμείο, ίσο με το 31% του ΑΕΠ της χώρας!
Δύο εγγυήσεις
Οι εγγυήσεις που προσφέρει το νέο σύστημα είναι δύο: Σε πρώτη φάση, η Πολιτεία δεσμεύεται ότι δεν θα υπάρξει αρνητική επίδραση στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις. Το ίδιο ισχύει και για όσες προκύψουν τα επόμενα έτη, με το ισχύον, αναδιανεμητικό σύστημα. Η δεύτερη εγγύηση αφορά τους νεοεισερχόμενους στην ασφάλιση. Ακόμα και στην περίπτωση που η επένδυσή τους δεν αποδώσει τα αναμενόμενα, υπάρχει η δέσμευση ότι στη λήξη του εργασιακού τους βίου, η σύνταξή τους δεν θα είναι μικρότερη από τις συνολικές εισφορές που κατέβαλαν.
Το σχέδιο νόμου, που ακόμα και εντός της ημέρας είναι πιθανό να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, θα φέρει τον τίτλο «Ασφαλιστική μεταρρύθμιση για τη νέα γενιά». Βασική παράμετρός του είναι ότι με τη δημιουργία ενός «ατομικού κουμπαρά» και με την επένδυση των κεφαλαίων που θα δημιουργούνται από τις εισφορές, θα προκύψουν μελλοντικά υψηλότερες επικουρικές συντάξεις για τους ασφαλισμένους, σε σχέση με το ισχύον, αναδιανεμητικό καθεστώς ασφάλισης.
Για τον λόγο αυτό το υπουργείο Εργασίας παρουσίασε και τρία παραδείγματα. Σε αυτά προσαρμόζεται η εκτίμηση για την πορεία της επένδυσης, αλλά και η διεθνής εμπειρία από αντίστοιχα συστήματα που εφαρμόζονται σε άλλες χώρες του ΟΟΣΑ. Πιο αναλυτικά:
Παράδειγμα 1ο: Εργαζόμενος με μισθό 1.000 ευρώ (εισόδημα 14.000 ευρώ το έτος) & 40 έτη ασφάλισης
Με το ισχύον σύστημα θα λάβει 235 ευρώ ως επικουρική σύνταξη.
Με το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, αν υιοθετηθούν οι μέσες αποδόσεις του ΟΟΣΑ, τότε ο ασφαλισμένος θα λάβει 337 ευρώ επικουρική σύνταξη.
Με το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, αν υιοθετηθεί η μέση ετήσια απόδοση των αποθεματικών του ΕΦΚΑ που διαχειρίζεται το μικτό αμοιβαίο κεφάλαιο της ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών, ο ασφαλισμένος θα λάβει επικουρική σύνταξη 396 ευρώ.
Παράδειγμα 2ο: Εργαζόμενος που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό (650 ευρώ) για 40 χρόνια
Με το παλιό σύστημα θα λάβει 153 ευρώ.
Με το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, αν υιοθετηθούν οι μέσες αποδόσεις του ΟΟΣΑ, τότε ο ασφαλισμένος θα λάβει 219 ευρώ επικουρική σύνταξη (+43%).
Με το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, αν υιοθετηθεί η μέση ετήσια απόδοση των αποθεματικών του ΕΦΚΑ που διαχειρίζεται το μικτό αμοιβαίο κεφάλαιο της ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών, ο ασφαλισμένος θα λάβει επικουρική σύνταξη 257 ευρώ (+68%)
Παράδειγμα 3ο: Εργαζόμενος που αμείβεται με 1.500 ευρώ και έχει 40 έτη ασφάλισης
Με το ισχύον σύστημα θα λάβει 353 ευρώ επικουρική σύνταξη.
Με το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, αν υιοθετηθούν οι μέσες αποδόσεις του ΟΟΣΑ, τότε ο ασφαλισμένος θα λάβει 505 ευρώ (+43%).
Με το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, αν υιοθετηθεί η μέση ετήσια απόδοση των αποθεματικών του ΕΦΚΑ που διαχειρίζεται το μικτό αμοιβαίο κεφάλαιο της ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών, ο ασφαλισμένος θα λάβει επικουρική σύνταξη 594 ευρώ (+68%).
Τι είναι το ΤΕΚΑ
Σε ό,τι αφορά το Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης, θα είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και θα απαρτίζεται από ειδικούς, οι οποίοι θα αναλάβουν και τη διαχείριση των κεφαλαίων που θα ανακύπτουν μέσω των εισφορών των ασφαλισμένων. Εισφορές που θα παραμείνουν αμετάβλητες (σήμερα στο 6,5% και από τα μέσα της επόμενης χρονιάς στο 6% ισομερώς για εργοδότη και εργαζόμενο).
Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, με την προτεινόμενη μεταρρύθμιση επιδιώκεται:
* Η μείωση του δημογραφικού κίνδυνου στο σύνολο της κοινωνικής ασφάλισης.
* Η εξασφάλιση υψηλότερων επικουρικών συντάξεων στους μελλοντικούς συνταξιούχους.
* Η μετατροπή του ασφαλιστικού συστήματος σε μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας.
* Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των νέων ασφαλισμένων στο δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα με την παροχή ισχυρών κινήτρων για νόμιμη εργασία.
Στόχος της μεταρρύθμισης είναι να απαντήσει στην πρόκληση της γήρανσης του πληθυσμού «κεφαλαιοποιώντας» την εμπειρία από επιτυχημένα μοντέλα ευρωπαϊκών χωρών που φημίζονται για την αποτελεσματικότητα του κοινωνικού τους κράτους, όπως η Σουηδία, η Δανία, η Ολλανδία. Τα στοιχεία δείχνουν ότι τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 όταν «χτιζόταν» το ασφαλιστικό σύστημα της Ελλάδας, η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους ήταν 4 προς 1. Σήμερα η αναλογία είναι 1,7 προς 1, δηλαδή αισθητά χειρότερη. Η Eurostat εκτιμά ότι το 2030 η Ελλάδα αναμένεται να πάρει από την Ιταλία τα σκήπτρα της πιο γερασμένης χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ειδικά όσον αφορά την επικουρική ασφάλιση, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, σήμερα 1,2 εκατ. δικαιούχοι επικουρικής σύνταξης μοιράζονται τις εισφορές 3,3 εκατ. ασφαλισμένων. Το 2050 υπολογίζεται ότι 1,9 εκατ. συνταξιούχοι θα μοιράζονται τις εισφορές 3,2 εκατ. ασφαλισμένων. Ως αποτέλεσμα, προβλέπεται ότι η μέση επικουρική σύνταξη θα μειωθεί από 16% του μέσου μισθού που είναι σήμερα σε λιγότερο από 10% το 2050.