Οικονομία & Αγορές
Παρασκευή, 25 Ιουνίου 2021 23:02

Τα «στοιχήματα» του Μεσοπρόθεσμου

Δύσκολα «στοιχήματα» βάζει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης για την επόμενη πενταετία. Όπως αποτυπώνεται στις 88 σελίδες του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, μέχρι το τέλος του 2025 θα πρέπει ταυτόχρονα να αυξάνονται οι επενδύσεις με διψήφιο ποσοστό κάθε χρόνο, να «φουσκώνουν» τα φορολογικά έσοδα παρά τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, να ψαλιδίζονται τα ελλείμματα και να μετατρέπονται σε πλεονάσματα ακόμη και σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης χωρίς την επιβολή δημοσιονομικών μέτρων, να πέφτουν οι τόκοι εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους παρά την αύξηση των οφειλών της ελληνικής κυβέρνησης λόγω της πανδημίας και ταυτόχρονα να υποχωρεί ταχύτητα η αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ.

Από την έντυπη έκδοση

Του Θάνου Τσίρου
[email protected]

Δύσκολα «στοιχήματα» βάζει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης για την επόμενη πενταετία. Όπως αποτυπώνεται στις 88 σελίδες του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, μέχρι το τέλος του 2025 θα πρέπει ταυτόχρονα να αυξάνονται οι επενδύσεις με διψήφιο ποσοστό κάθε χρόνο, να «φουσκώνουν» τα φορολογικά έσοδα παρά τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, να ψαλιδίζονται τα ελλείμματα και να μετατρέπονται σε πλεονάσματα ακόμη και σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης χωρίς την επιβολή δημοσιονομικών μέτρων, να πέφτουν οι τόκοι εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους παρά την αύξηση των οφειλών της ελληνικής κυβέρνησης λόγω της πανδημίας και ταυτόχρονα να υποχωρεί ταχύτητα η αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ.

Το «κλειδί» για να κερδηθούν ταυτόχρονα όλα αυτά τα στοιχεία είναι ένα: να διασφαλιστεί ο ισχυρός ρυθμός ανάπτυξης με μέσο ποσοστό της τάξεως του 4%, καθώς μόνο με αυτό τον τρόπο μπορούν να υλοποιηθούν όλοι οι επιμέρους στόχοι. Υπάρχει βέβαια και η ανάποδη ανάγνωση: μόνο αν γίνει πραγματικότητα η επίτευξη των ακόλουθων στόχων θα καταστεί εφικτό και το να αναρριχηθεί το ΑΕΠ στα 217 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2025 (από τα 165,8 δισ. ευρώ που ήταν το κλείσιμο του 2020).

Πρώτον, να αυξάνονται οι επενδύσεις με διψήφια ποσοστά κάθε χρόνο. Ειδικά το 2022, έχει προβλεφθεί τεράστια αύξηση των επενδύσεων κατά 30%. Παράλληλα με την αύξηση των επενδύσεων, θα πρέπει να ενισχύονται και οι εξαγωγές. Εδώ εντάσσεται και ο τουρισμός, ο οποίος λογίζεται ως εξαγωγή υπηρεσιών. Από φέτος, πρέπει να επιτευχθεί αύξηση 10,4% (σ.σ.: έρχεται βέβαια ως συνέχεια της κατακόρυφης μείωσης του 21,7% που καταγράφηκε πέρυσι), ενώ αύξηση 13,8% προβλέπεται και για το 2022. Από το 2023 και μετά τα ποσοστά θα γίνουν μονοψήφια: +7,5% το 2023, +6,2% το 2024 και +5,2% το 2025.

Δεύτερον, να εξαλειφθεί το παραγωγικό κενό της ελληνικής οικονομίας. Απαιτείται πολύ μεγάλη προσπάθεια, καθώς το παραγωγικό κενό έφτασε στο 12,3% το 2020, αναμένεται να διαμορφωθεί στο 7,5% φέτος, ενώ θα πρέπει να μηδενιστεί έως το 2025.

Τρίτον, θα πρέπει να καλυφθούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα ήδη από το 2022. Ο στόχος είναι από το 2024 και μετά να παραχθούν πρωτογενή πλεονάσματα που όχι μόνο θα ισοσκελίσουν τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά θα «παραγάγουν» και πλεονάσματα σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης. Και τέταρτον -αλλά όχι έσχατο-θα πρέπει να δημιουργούνται συνεχώς νέες θέσεις εργασίας προκειμένου το ποσοστό της ανεργίας να υποχωρήσει από το 16,3% το 2020 και το 2021, στο 11,1% μέχρι το τέλος του 2025.

Οι κίνδυνοι

Το ίδιο το κείμενο του Μεσοπρόθεσμου αναφέρει ότι όλοι αυτοί οι στόχοι διακρίνονται από υψηλή μεταβλητότητα λόγω της χρονικής συγκυρίας στην οποία γίνονται οι προβλέψεις: «Η πανδημία διαμόρφωσε το τελευταίο ενάμισι έτος ένα περιβάλλον μεγάλων αβεβαιοτήτων εντός του οποίου οι μακροοικονομικές προβλέψεις διενεργούνται με μεγάλη επισφάλεια. Οι εξωτερικές μακροοικονομικές υποθέσεις εμφάνισαν σε όλο αυτό το διάστημα υψηλή μεταβλητότητα, ενώ συναρτήθηκαν πρωταρχικά με μη οικονομικούς παράγοντες που εκφεύγουν της σφαίρας επιρροής των κυβερνήσεων (εξάρσεις διασποράς του Covid-19, διαθεσιμότητα εμβολίων)», αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Όσον αφορά την περίοδο από εδώ και στο εξής:

Οι εξωγενείς κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές περιλαμβάνουν, αφενός, μία μεγαλύτερη επιμονή της πανδημίας (μεταλλάξεις, νέα έξαρση), η οποία θα ανέβαλλε εκ νέου την ανάκαμψη προς το 2022 και, αφετέρου, μεγαλύτερες ασυμμετρίες στην ανάκτηση των οικονομικών απωλειών μεταξύ χωρών, σε συνάρτηση με την έκθεση στον τουρισμό.

Πέραν αυτών, εξωτερικούς κινδύνους για την ελληνική οικονομία συνεχίζουν να αποτελούν τυχόν διαταραχές της γεωπολιτικής σταθερότητας, του προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος, και της υλοποίησης του Brexit.

Εν κατακλείδι, πρωτεύουσα σημασία έχει η υλοποίηση του σχεδιασμού του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με την οποία συνδέονται τόσο ευκαιρίες για μεγαλύτερη κινητοποίηση πόρων και δημιουργία τεχνολογικών συνεργειών, όσο και προκλήσεις αναφορικά με τη μεγιστοποίηση απορρόφησης των ροών.

Τι προβλέπουν τα εναλλακτικά σενάρια

Σύμφωνα με το βασικό μακροοικονομικό σενάριο, το 2021 προβλέπεται μερική ανάκαμψη της οικονομίας, με το πραγματικό ΑΕΠ να εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 3,6%, ενώ το 2022 η αναμενόμενη επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας θα επιτρέψει την ανάκτηση των απωλειών που επήλθαν λόγω της υγειονομικής κρίσης και θα επαναφέρει το πραγματικό ΑΕΠ σε επίπεδα ελαφρώς υψηλότερα από τα προ κρίσης επίπεδα.

Ωστόσο στο Μεσοπρόθεσμο ενσωματώνονται και εναλλακτικά σενάρια για τις περιπτώσεις πιθανών αβεβαιοτήτων.

Η ανάλυση ευαισθησίας εξετάζει δύο σενάρια που υποθέτουν απόκλιση από τις μακροοικονομικές προβλέψεις του ΜΠΔΣ σε σχέση με τον πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης του 2021.

Το πρώτο σενάριο βασίζεται στην υπόθεση ότι η οικονομική μεγέθυνση θα είναι χαμηλότερη κατά μία ποσοστιαία μονάδα το τρέχον έτος σε σχέση με την πρόβλεψη στο σενάριο βάσης.

Σύμφωνα με το δεύτερο σενάριο, η ανάκαμψη το 2021 θα είναι πιο ισχυρή από την αναμενόμενη και ο πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης θα είναι υψηλότερος κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με τον προβλεπόμενο στο σενάριο βάσης. Επισημαίνεται ότι ο προκαλούμενος αντίκτυπος στην οικονομική δραστηριότητα, από την επικράτηση είτε θετικών είτε αρνητικών αποκλίσεων, θεωρείται ότι θα είναι βραχυπρόθεσμος και ως εκ τούτου θα επιδράσει μόνο στον ρυθμό ανάπτυξης του τρέχοντος έτους, ενώ η οικονομία θα επιστρέψει στην πορεία ανάπτυξης που προβλέπει το βασικό σενάριο από το 2022 και εφεξής. Επιπλέον, εξετάζονται τα αποτελέσματα μιας ανάλυσης ευαισθησίας από ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων. Σε αντίθεση με τα εναλλακτικά σενάρια για τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, γίνεται η υπόθεση ότι η αύξηση στα επιτόκια δεν επιδρά μόνο στο έτος 2021, αλλά ότι έχει αντίκτυπο στο μεσοπρόθεσμο διάστημα.

Ειδικότερα, γίνεται η υπόθεση ότι θα υπάρξει μια σταδιακή αύξηση των επιτοκίων τα επόμενα τρία έτη, η οποία και θα οδηγήσει σε μια συνολική αύξηση σε περίοδο τριετίας κατά 100 μονάδες βάσης. Πιο συγκεκριμένα, το 2022 γίνεται η υπόθεση ότι τα επιτόκια θα αυξηθούν κατά 50 μονάδες βάσης, το 2023 κατά 30 περαιτέρω μονάδες βάσης και το 2024 κατά 20 περαιτέρω μονάδες βάσης.