Το χρηματοπιστωτικό σύστημα αντιμετώπισε αποτελεσματικά την κρίση Covid-19 και παρέμεινε ανθεκτικό, διαπιστώνει η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για τον Ιούνιο 2021, που αναρτήθηκε σήμερα στον ιστοχώρο της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ). Σύμφωνα με αυτή, το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και η ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων παραμένουν οι μεγαλύτερες προκλήσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε συνδυασμό με την ενίσχυση της διασύνδεσής του με το κράτος.
Στα συμπεράσματά της διαπιστώνει πως η πανδημία Covid-19 επηρέασε καθοριστικά την οικονομική δραστηριότητα το 2020, οδηγώντας την οικονομία σε βαθιά ύφεση και προκαλώντας κλυδωνισμούς στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ωστόσο, μια σειρά μέτρων, που εφαρμόστηκαν από τις αρχές (ελληνική κυβέρνηση, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός) και καταγράφονται αναλυτικά στην παρούσα Έκθεση, περιόρισαν σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις της πανδημίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας καλείται να αντιμετωπίσει τόσο τις υπάρχουσες, όσο και τις νέες προκλήσεις που σχετίζονται με την πανδημία και να διασφαλίσει την αδιάκοπη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), μαζί με το νέο κύμα αθετήσεων που αναμένεται να προκύψει από την πανδημία, παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση για τον τραπεζικό τομέα. Οι σημαντικές πρωτοβουλίες εκ μέρους των τραπεζών και της ελληνικής κυβέρνησης με την εφαρμογή του Προγράμματος Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων (Hellenic Asset Protection Scheme) αναμφισβήτητα συνέβαλαν επιτυχώς στη μείωση των ΜΕΔ. Ωστόσο, το ποσοστό τους ως προς το σύνολο των χορηγήσεων εξακολουθεί να βρίσκεται σε επίπεδα πολλαπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα νέα ΜΕΔ που εν δυνάμει θα δημιουργηθούν από την πανδημία. Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες θα πρέπει να επισπεύσουν τη διαδικασία αναγνώρισης των νέων ΜΕΔ στους ισολογισμούς τους, καθώς, με τη κατάργηση των μέτρων στήριξης των δανειοληπτών, θα πρέπει να αποτυπώσουν με διαφάνεια τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών βρίσκεται σε ικανοποιητικά επίπεδα, λαμβάνοντας υπόψη τα εποπτικά μέτρα για την κεφαλαιακή ελάφρυνση. Ωστόσο, η ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων, δεδομένου του υψηλού μεριδίου της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης (Deferred Tax Credits), η οποία θα αυξηθεί περαιτέρω, καθώς οι τράπεζες εφαρμόζουν τις στρατηγικές μείωσης των ΜΕΔ, δημιουργεί αυξημένους κινδύνους μεσοπρόθεσμα.
Η επί μακρόν συνέχιση του περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων και τα υφιστάμενα μέτρα νομισματικής πολιτικής επηρέασαν ευνοϊκά τις συνθήκες ρευστότητας του τραπεζικού τομέα, συμβάλλοντας στο λειτουργικό του αποτέλεσμα για τη χρήση 2020. Ωστόσο, η οργανική κερδοφορία παρέμεινε χαμηλή, καθώς η αύξηση του μεγέθους των ισολογισμών των τραπεζών δεν αποδίδεται στην αυξημένη προσφορά πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία. Τέλος, η αυξανόμενη διασύνδεση του ελληνικού τραπεζικού τομέα με την κεντρική κυβέρνηση αποτελεί εν δυνάμει πηγή κινδύνων, καθώς η έκθεση των ελληνικών τραπεζών, μέσω τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, προγραμμάτων χορήγησης εγγυήσεων δανείων και της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης, θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για μακρό χρονικό διάστημα.
Καθώς η οικονομική ανάκαμψη θα εδραιώνεται σταδιακά, ο τραπεζικός τομέας θα κληθεί να διαδραματίσει ενεργά το διαμεσολαβητικό του ρόλο. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την Έκθεση, η επαγρύπνηση και οι πρόσθετες πρωτοβουλίες σχετικά με την επίλυση του προβλήματος των ΜΕΔ και την ενίσχυση της ποιότητας των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών εξακολουθούν να αναδεικνύονται ως προτεραιότητες για τον περιορισμό των κινδύνων και την ενίσχυση της παροχής πιστώσεων στην πραγματική οικονομία. Επίσης, καθίσταται σαφές ότι η απόσυρση των μέτρων στήριξης θα πρέπει να είναι σταδιακή και κρίνεται επιβεβλημένη η ενισχυμένη παρακολούθηση της διασύνδεσης του κράτους και του τραπεζικού τομέα.