Επιτυγχάνοντας τη μεγαλύτερη οικονομική δραστηριότητα εν μέσω πανδημίας -το 1ο τρίμηνο της φετινής χρονιάς έκλεισε με ΑΕΠ 44,425 δισ. ευρώ, που είναι και η καλύτερη τριμηνιαία επίδοση συγκριτικά με τα τρία προηγούμενα τρίμηνα που μεσολάβησαν από το ξέσπασμα της πανδημίας-, η ελληνική οικονομία δείχνει να κλείνει τον υφεσιακό κύκλο που προκάλεσε η υγειονομική κρίση από τον ιό SARS-CoV-2.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Επιτυγχάνοντας τη μεγαλύτερη οικονομική δραστηριότητα εν μέσω πανδημίας -το 1ο τρίμηνο της φετινής χρονιάς έκλεισε με ΑΕΠ 44,425 δισ. ευρώ, που είναι και η καλύτερη τριμηνιαία επίδοση συγκριτικά με τα τρία προηγούμενα τρίμηνα που μεσολάβησαν από το ξέσπασμα της πανδημίας-, η ελληνική οικονομία δείχνει να κλείνει τον υφεσιακό κύκλο που προκάλεσε η υγειονομική κρίση από τον ιό SARS-CoV-2.
Στο διάστημα Ιανουαρίου - Μαρτίου 2021, το αρνητικό ποσοστό περιορίστηκε στο -2,3% συγκριτικά με το α’ τρίμηνο του 2020, ενώ παρουσίασε αύξηση κατά 4,4%, σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2020. Αν και πρόκειται για συνέχιση της ύφεσης για 5ο διαδοχικό τρίμηνο, η συγκεκριμένη επίδοση κρίνεται ως καλύτερη των προσδοκιών, καθώς έγινε σύγκριση του φετινού πρώτου τριμήνου κατά το οποίο κυριάρχησαν τα περιοριστικά μέτρα με το α’ τρίμηνο του 2020 κατά το οποίο το lockdown επιβλήθηκε μετά τα μέσα Μαρτίου του 2020. Το μικρό αρνητικό ποσοστό αποτυπώνει την «προσαρμοστικότητα» της αγοράς. Παρά τα κλειστά μαγαζιά, η ιδιωτική κατανάλωση εμφάνισε συγκρατημένη μείωση.
Σε συνδυασμό μάλιστα με την αυξημένη δημόσια κατανάλωση, απόρροια της απόφασης της κυβέρνησης να διπλασιάσει τον προϋπολογισμό των φετινών μέτρων στήριξης, οι απώλειες στη συνολική κατανάλωση ήταν εξαιρετικά περιορισμένες (περίπου 2,3%) για δεδομένα lockdown. Η μικρότερη «πειθαρχία» της αγοράς σε σχέση με το lockdown του Μαρτίου του 2020, αλλά και η απόλυτη εξοικείωση των καταναλωτών με το ηλεκτρονικό εμπόριο και τις ηλεκτρονικές πληρωμές φαίνεται ότι συνέβαλαν επίσης καθοριστικά στο να συγκρατηθεί η ζημιά από τα κατεβασμένα ρολά των καταστημάτων σχεδόν για ολόκληρο το πρώτο τρίμηνο (με εξαίρεση κάποιες ημέρες του Ιανουαρίου που δόθηκε «ανάσα» μέσω του click inside και του click away). Στήριγμα βρήκε το ΑΕΠ κατά το πρώτο τρίμηνο και στις επενδύσεις.
Με τον «ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου» να ξεπερνά για πρώτη φορά τα 5,1 δισ. ευρώ (κάτι που οφείλεται μεν και στην αρνητική μεταβολή των αποθεμάτων, αλλά δεν έχει ξαναγίνει τα τελευταία δύο χρόνια), το ΑΕΠ βρήκε επίσης στήριγμα και στις επενδύσεις. Όσον αφορά το ισοζύγιο «εισαγωγών - εξαγωγών», είχαμε βέβαια τη διψήφια μείωση των εξαγωγών (και λόγω τουρισμού και μεταφορών που επέδρασαν αρνητικά στο σκέλος των εξαγωγών υπηρεσιών), αλλά, από την άλλη, η συρρίκνωση των εισαγωγών «μάζεψε» το έλλειμμα. Όλα συγκλίνουν πλέον στο ότι το 1ο τρίμηνο του 2021 θα είναι και το τελευταίο με αρνητικό πρόσημο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας.
Το 2ο τρίμηνο της φετινής χρονιάς κυλάει ήδη χωρίς πολύ αυστηρούς περιορισμούς, καθώς το λιανεμπόριο λειτουργεί από τον Απρίλιο και η εστίαση από τον Μάιο. Επίσης, η σύγκριση θα γίνει με το περσινό β’ τρίμηνο που ήταν και το πιο «εφιαλτικό» ολόκληρης της πανδημικής περιόδου. Στο διάστημα Απριλίου-Ιουνίου 2020 είχαμε τριμηνιαίο ΑΕΠ μόλις 39 δισ. ευρώ. Ακόμη και αν δεν πιάσουμε τα επίπεδα του 2019 (που είναι και το πιθανότερο καθώς στο διάστημα Απριλίου-Ιουνίου 2019 το ΑΕΠ είχε φτάσει στα 46,24 δισ. ευρώ) υπάρχουν πολλές πιθανότητες να δούμε ακόμη και διψήφια ποσοστά ανάκαμψης κατά το επόμενο τρίμηνο.
Η επίδοση του πρώτου τριμήνου ήταν το αποτέλεσμα των ακόλουθων επιμέρους μεταβολών:
1. Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 8,6% σε σχέση με το 1o τρίμηνο του 2020.
2. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν μείωση κατά 13,4% σε σχέση με το 1o τρίμηνο του 2020. Οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 8,2%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 38,7%.
3. Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν μείωση κατά 5,0% σε σχέση με το 1o τρίμηνο του 2020. Οι εισαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 3,0% και οι εισαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 9,2%.
Να σημειωθεί ότι η τριμηνιαία πτώση του ΑΕΠ κατά το τέταρτο τρίμηνο έχει εκτιμηθεί πλέον σε -6,9%, για το τρίτο τρίμηνο της περυσινής χρονιάς σε -10% και για το δεύτερο τρίμηνο του 2020 σε
-13,9%.
Όσον αφορά τις τριμηνιαίες μεταβολές, η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε τις ακόλουθες επιδόσεις:
1. Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε κατά 0,6% σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2020.
2. Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 3,0% σε σχέση με το 4o τρίμηνο του 2020.
3. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν αύξηση κατά 4,0% σε σχέση με το 4o τρίμηνο του 2020. Οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 0,5%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 6,2%.
4. Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν αύξηση κατά 2,0% σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2020. Οι εισαγωγές αγαθών παρέμειναν αμετάβλητες, ενώ οι εισαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 16,3%.
Άντεξε η ελληνική οικονομία
Για ηπιότερη μείωση σε σχέση με τις προβλέψεις, παρότι κατά το συγκεκριμένο -φετινό- διάστημα η χώρα βρισκόταν σε καθεστώς ολικού lockdown, λόγω της πανδημίας, έκανε λόγο ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας και πρόσθεσε: «Η ελληνική οικονομία, παρά το υψηλό κόστος που υπέστη εξαιτίας της αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης, επέδειξε ανθεκτικότητα και αντοχή. Η ελληνική οικονομία φαίνεται να ξεπερνά με απώλειες, αλλά όρθια και σε λειτουργικό επίπεδο, αυτή την πρωτοφανή καταιγίδα. Από δω και εμπρός, με αυτοπεποίθηση και υπευθυνότητα, χωρίς να παραγνωρίζουμε τις μεγάλες προκλήσεις που έχουμε ακόμη μπροστά μας, θα καταφέρουμε να διασφαλίσουμε την ταχύτερη δυνατή ανάταξη της οικονομίας και την επίτευξη ισχυρής, διατηρήσιμης, έξυπνης και κοινωνικά δίκαιης ανάπτυξης».
Μεγαλύτερο πρόβλημα από την ύφεση
Για «συνέχιση της ύφεσης και της κυβερνητικήw αυταρέσκειας» έκανε λόγο από την πλευρά της η Έφη Αχτσιόγλου, τομεάρχης Οικονομικών της κοινοβουλευτικής ομάδαw του ΣΥΡΙΖΑ. Και πρόσθεσε: «Μετά τη βαθιά ύφεση του 2020, το πρώτο τρίμηνο του 2021 καταγράφηκε εκ νέου ύφεση κατά 2,3%, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Μεγαλύτερο βέβαια πρόβλημα από την ύφεση είναι οι πανηγυρικοί τόνοι του υπουργού Οικονομικών και η έλλειψη ενσυναίσθησης για τη σχέση της κυβερνητικής πολιτικής με τα αποτελέσματα στην οικονομία και την κοινωνία. Μια πολιτική που εμμένει εδώ και πάνω από έναν χρόνο στη μη ουσιαστική στήριξη των εργαζομένων, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των νοικοκυριών».