Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε σήμερα στο Συμβούλιο Ecofin να τερματίσει τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος κατά της Ελλάδας, καθώς εκτιμά ότι η κατάσταση υπερβολικού ελλείμματος που παρουσίαζε αποκαταστάθηκε κατά τρόπο «αξιόπιστο και βιώσιμο». Η Κομισιόν προειδοποιεί ωστόσο ότι η χώρα μας πρέπει να μειώσει το διαρθρωτικό της έλλειμμα το οποίο παραμένει πάνω από 3%, ενώ κάνει λόγο για «υψηλό κίνδυνο από την αναμενόμενη αύξηση των συντάξεων και των λοιπών δαπανών που συνδέονται με τη δημογραφική γήρανση».
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ Επιτροπή αποφάσισε σήμερα να προτείνει στο Συμβούλιο Ecofin τον τερματισμό της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ) κατά της Ελλάδας της Γερμανίας, και της Μάλτας καθώς το δημοσιονομικό τους έλλειμμα για το 2006 μειώθηκε σε επίπεδο κάτω από το 3% του ΑΕΠ.
Για την Ελλάδα, ειδικότερα, η Κομισιόν αναφέρει στην έκθεσή της ότι πρότεινε σήμερα στο Συμβούλιο Ecofin να τερματίσει τη διαδικασία, καθώς εκτιμά ότι η κατάσταση υπερβολικού ελλείμματος που παρουσίαζε αποκαταστάθηκε κατά τρόπο αξιόπιστο και βιώσιμο.
Το έλλειμμα του ευρύτερου δημόσιου τομέα μειώθηκε στο 2,6% του ΑΕΠ το 2006 από 5,5% το 2005. Η διαρθρωτική προσαρμογή μεταξύ 2004 και 2006, ήτοι η βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου δημοσιονομικού ελλείμματος χωρίς έκτακτα ή άλλα προσωρινά μέτρα, ανήλθε στο 4,5% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής, το γενικό έλλειμμα αναμένεται να μειωθεί στο 2,4% του ΑΕΠ το 2007 (με τη συνέχιση των έκτακτων μέτρων που αντιστοιχούν στο 0,5% του ΑΕΠ) και, εφόσον δεν υπάρξει μεταβολή της πολιτικής της χώρας αναμένεται ελαφρά αύξηση στο 2,7% του ΑΕΠ το 2008, δίχως όμως περαιτέρω προσφυγή σε έκτακτα μέτρα. Αυτό υποδεικνύει ότι το έλλειμμα έχει μιεωθεί σε επίπεδο κάτω του ορίου αναφοράς που ορίζει η Συνθήκη κατά τρόπο αξιόπιστο και βιώσιμο.
Το μικτό χρέος του ευρύτερου δημόσιου τομέα της Ελλάδας μειώθηκε από το108,5% του ΑΕΠ το 2004 στο 104,5% το 2006 και αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 97,5% περίπου του ΑΕΠ έως το 2008, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής και εφόσον δε μεταβληθεί η πολιτική της χώρας. Συνεπώς, μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει μειωθεί επαρκώς το ποσοστό του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ. Η Ελλάδα σήμερα παρουσιάζει το δεύτερο μεγαλύτερο χρέος στη ζώνη του ευρώ μετά την Ιταλία.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Κομισιόν, η Ελλάδα πρέπει να εκμεταλλευθεί την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη την οποία γνωρίζει σήμερα (4,3% το 2006 και αναμένεται ποσοστό 3,7% το 2007), ώστε να μειώσει το διαρθρωτικό της έλλειμμα το οποίο, παρά τη σημαντική μείωση που σημείωσε την τελευταία διετία, εξακολουθεί να είναι άνω του 3% και να προχωρήσει προς την υλοποίηση του μεσοπρόθεσμου στόχου της ισοσκέλισης του προϋπολογισμού της. Ο στόχος αυτός είναι υψίστης σημασίας για την ταχεία μείωση του δημόσιου χρέους και για τη βελτίωση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών της που διατρέχουν σήμερα υψηλό κίνδυνο από την αναμενόμενη αύξηση των συντάξεων και των λοιπών δαπανών που συνδέονται με τη δημογραφική γήρανση.
Η Ελλάδα εντάχθηκε στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος το Μάιο του 2004 λόγω του ελλείμματος ύψους 3,2% επί του ΑΕΠ που παρουσίαζε το 2003. Το Φεβρουάριο του 2005 το Συμβούλιο αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 9, να ζητήσει από την Ελλάδα να διορθώσει το υπερβολικό της έλλειμμα το αργότερο έως το 2006. Το Συμβούλιο ζήτησε επίσης από την Ελλάδα να βελτιώσει τον τρόπο συλλογής και επεξεργασίας γενικών δημοσιονομικών στοιχείων. Οι ελληνικές στατιστικές αρχές βελτίωσαν τις διαδικασίες τους και κατά συνέπεια και την ποιότητα των στοιχείων γενικότερα. Ως συνέπεια της βελτίωσης αυτής η Επιτροπή (Eurostat) απέσυρε τις επιφυλάξεις της σχετικά με την ποιότητα των προσκομιζομένων στοιχείων.
«Το έλλειμμα της Ελλάδας μειώθηκε σε ποσοστό κάτω του 3% το 2006 και αναμένεται να παραμείνει κάτω από αυτό το όριο και φέτος και κατά το επόμενο έτος», δήλωσε ο Ευρωπαίος Επίτροπος αρμόδιος για τις οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις Χοακίν Αλμούνια.
«Ωστόσο, πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια για τη μείωση του διαρθρωτικού ελλείμματος, το οποίο εξακολουθεί να είναι πάνω από το 3%, για τη μείωση του χρέους που εξακολουθεί να είναι πάνω από το 100% του ΑΕΠ και για τη βελτίωση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο από την αναμενόμενη σημαντική αύξηση των δαπανών που συνδέονται με τη δημογραφική γήρανση».