Ευοίωνες είναι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, διαπιστώνει στο Οικονομικό και Χρηματο-οικονομικό Δελτίο Ιανουαρίου - Φεβρουαρίου 2001 η Εθνική Τράπεζα.
Στο εν λόγω δελτίο, το οποίο προορίζεται για την ενημέρωση των επενδυτών του εξωτερικού, επισημαίνεται, ότι ο ρυθμός της οικονομικής μεγέθυνσης αναμένεται να υπερκεράσει, για έκτο κατά σειρά χρόνο, το μέσο όρο της Ευρωζώνης, δεδομένης, μάλιστα, της μείωσης των επιτοκίων κατά 700 μονάδες βάσης τους τελευταίους 24 μήνες. Η εξομάλυνση της αγοράς πετρελαίου και η ενίσχυση της ισοτιμίας του ευρώ, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της Τράπεζας, αντικατοπτρίζονται στην πτωτική τάση του επιπέδου τιμών το τελευταίο δίμηνο, ενώ στους επόμενους μήνες θα βοηθήσει πιθανότατα και η επιβράδυνση της διεθνούς οικονομίας.
Σε ό,τι αφορά στην πορεία του Χρηματιστηρίου, η Εθνική Τράπεζα εκτιμά, ότι η κάμψη των τιμών των μετοχών δημιούργησε συνθήκες "καταφυγής σε ποιότητα" με συνέπεια η κεφαλαιοποίηση των 15 σημαντικότερων εταιρειών μεγάλης κεφαλαιοποίησης της αγοράς να αποτελεί το 55% της συνολικής κεφαλαιοποίησης σε σχέση με 33% που ήταν πριν από ένα χρόνο. Η εκτίμηση της «ορθής αποτίμησης της αγοράς» βάσει ενός υποδείγματος αξιολόγησης, αναδεικύει, σύμφωνα με την τράπεζα, ένα εύρος μεταξύ 3.400 και 4.050 μονάδων του γενικού δείκτη ως εύλογη αποτίμηση της αγοράς.
Αναφορικά με τη σύγκλιση των ελληνικών επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων, επισημαίνεται ότι αυτή επιταχύνθηκε μετά την ένταξη της χώρας μας στην ΟΝΕ. Η διαφορά μεταξύ των δύο επιτοκίων εκτιμάται ότι μειώθηκε από εξήμιση ποσοστιαίες μονάδες το Νοέμβριο 2000 σε 5 1/4 τον επόμενο Ιανουάριο, ενώ στην ευρωζώνη εκτιμάται στις 4,8 μονάδες.
Το ελληνικό φορολογικό σύστημα, τέλος, σύμφωνα πάντα με την τράπεζα, χαρακτηρίζεται από προοδευτικότητα αλλά με χαμηλότερο επίπεδο φορολογικής επιβάρυνσης των νοικοκυριών σε σχέση με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ ως ποσοστό του εισοδήματος, ενώ, αν ληφθούν υπόψη και οι ασφαλιστικές εισφορές, η σχετική επιβάρυνση στην Ελλάδα είναι υψηλότερη.