ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
«ΠΩΛΗΣΗ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗ ΜΙΣΘΩΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ, ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
ΠΩΛΗΣΗ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗ ΜΙΣΘΩΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ, ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ
¶ρθρο 1
1. Το Δημόσιο δύναται να συνάπτει τις ακόλουθες συμβάσεις:
α) Σύμβαση μεταβίβασης κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος ή παραχώρησης ενοχικού δικαιώματος επί ακινήτου έναντι ανταλλάγματος με ταυτόχρονη μίσθωση του ιδίου ακινήτου.
Αντικείμενο της εν λόγω σύμβασης είναι η έναντι ανταλλάγματος μεταβίβαση της κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος ή η παραχώρηση ενοχικού δικαιώματος χρήσης ή και εκμετάλλευσης επί ολόκληρου ή μέρους ακινήτου του Δημοσίου με ταυτόχρονη συμφωνία με τον αγοραστή ή φορέα του δικαιώματος χρήσης ή και εκμετάλλευσης του ακινήτου να εκμισθώνει το ίδιο ακίνητο προς το Δημόσιο. Η σύμβαση δύναται να έχει διάρκεια μέχρι ενενήντα εννέα (99) έτη.
β) Σύμβαση μεταβίβασης κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος ή παραχώρηση ενοχικού δικαιώματος επί ακινήτου έναντι ανταλλάγματος, με ταυτόχρονη συμφωνία κατασκευής επ’ αυτού κτιρίου ή επισκευής ήδη υφιστάμενου επ’ αυτού κτιρίου και μίσθωσης του ίδιου ακινήτου.
Αντικείμενο της εν λόγω σύμβασης είναι η έναντι ανταλλάγματος μεταβίβαση της κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος ή η παραχώρηση ενοχικού δικαιώματος χρήσης ή και εκμετάλλευσης επί ολόκληρου ή μέρους ακινήτου του Δημοσίου με ταυτόχρονη συμφωνία με τον αγοραστή ή τον φορέα του δικαιώματος χρήσης ή και εκμετάλλευσης του ακινήτου να κατασκευάσει επί του ακινήτου αυτού κτίριο ή να ανακαινίσει ή να επισκευάσει ήδη υφιστάμενο κτίριο ή άλλη κατασκευή με βάση τις λειτουργικές προδιαγραφές, τις προδιαγραφές κτιρίου ή άλλες ειδικές προδιαγραφές και με ταυτόχρονη συμφωνία μίσθωσης του συνόλου ή τμήματος του ακινήτου από το Δημόσιο. Η σύμβαση δύναται να έχει διάρκεια έως ενενήντα εννέα (99) έτη. Στην έννοια της κατασκευής υπάγεται και η σχετική μελέτη αυτής, καθώς και οι περιπτώσεις ανακατασκευής, αποπεράτωσης, ανακαίνισης, επέκτασης ή πραγματοποίησης μετατροπών σε υφιστάμενο κτίριο και οι σχετικές μελέτες αυτών.
γ) Σύμβαση μακροχρόνιας μίσθωσης
Αντικείμενο της εν λόγω σύμβασης είναι η εκ μέρους του Δημοσίου μίσθωση ακινήτου ή κτιρίου προς κατασκευή, με διάρκεια άνω των δώδεκα (12) ετών και μέχρι ενενήντα εννέα (99) έτη.
δ) Μικτή σύμβαση
Το αντικείμενο της εν λόγω σύμβασης συνίσταται σε συνδυασμό των προβλεπομένων στις παραπάνω περιπτώσεις α έως και δ ή σε συνδυασμό αυτών με ανταλλαγή ή/και αντάλλαγμα σε είδος.
2. Η σύναψη των συμβάσεων της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον το αντικείμενό τους περιλαμβάνει μεταβίβαση ή παραχώρηση δικαιώματος του Δημοσίου επί ακινήτου, αποφασίζεται από την Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων (Δ.Ε.Α.), του άρθρου 3 του ν. 3049/2002 (ΦΕΚ Α΄ 212) εφαρμοζομένων αναλογικά των διατάξεων του ν. 3049/2002. Ως εποπτεύων Υπουργός, κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3049/2002, νοείται ο Υπουργός στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται το προς αξιοποίηση ακίνητο και, εφόσον η σύμβαση συνάπτεται και για τη στέγαση δημόσιας υπηρεσίας, ο Υπουργός στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η εν λόγω δημόσια υπηρεσία. Η Δ.Ε.Α. ή η Ειδική Γραμματεία Αποκρατικοποιήσεων του άρθρου 3 του ν. 3049/2002 (Ε.Γ.Α.) δύναται να ζητά από την Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου (Κ.Ε.Δ.) έκθεση, στην οποία θα παρουσιάζονται λεπτομερώς ακίνητα του Δημοσίου και θα εξετάζεται η δυνατότητα αξιοποίησής τους κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου.
3. Την σύναψη των συμβάσεων που αποφασίζει η Δ.Ε.Α. κατά την παρ. 2 του παρόντος άρθρου δύναται να αποφασίζει και η Κ.Ε.Δ., για τα ακίνητα του Δημοσίου των οποίων η διοίκηση και διαχείριση της έχει ανατεθεί βάσει των άρθρων 3 παρ. 1 και το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 973/1979 (ΦΕΚ Α 226) ή άλλης ειδικής διάταξης. Η Κ.Ε.Δ. οφείλει να γνωστοποιεί στην Δ.Ε.Α., μέσω της Ε.Γ.Α., την πρόθεσή της να προβεί στην αξιοποίηση ακινήτου του Δημοσίου με την σύναψη των ανωτέρω συμβάσεων. Μέσα σε διάστημα δύο (2) μηνών από την εν λόγω γνωστοποίηση, η Δ.Ε.Α. δύναται να αποφασίσει ότι για την γνωστοποιηθείσα αξιοποίηση θα υιοθετηθεί η διαδικασία της παρ. 2 του παρόντος άρθρου. Η προθεσμία αυτή των δύο μηνών δύναται να παραταθεί με απόφαση της Δ.Ε.Α.
Οι λοιπές συμβάσεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου είτε συνάπτονται από την αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, εφαρμοζόμενων αναλογικά των διατάξεων των άρθρων 3, 5, 6, 8 έως 14, των παρ. 2 και 3 του άρθρου 15, των παρ. 1, 3 και 4 του άρθρου 16, των παρ. 2 και 3 του άρθρου 24 και του άρθρου 25 του ν. 3130/2003 και υπογράφονται από τον προϊστάμενο της Κτηματικής Υπηρεσίας ή τον νόμιμο αναπληρωτή του είτε, κατόπιν σχετικής απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, από την Κ.Ε.Δ., η οποία ενεργεί ως πληρεξουσία του Δημοσίου.
4. Tα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ν.π.ι.δ.) που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου Α του ν. 3429/2005 (ΦΕΚ ¶ 314), δύνανται να συνάπτουν για λογαριασμό τους τις συμβάσεις της παρ. 1, με την προϋπόθεση ότι σχέδιό τους έχει συμπεριληφθεί στα εγκρινόμενα κάθε φορά από την Διυπουργική Επιτροπή Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών κατά το άρθρο 6 του ν. 3429/2005 επιχειρησιακά τους σχέδια. Η κατάρτιση και σύναψη των ως άνω συμβάσεων θα γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τα ανωτέρω ν.π.ι.δ. Εναλλακτικά, τα ως άνω ν.π.ι.δ. δύνανται να παρέχουν πληρεξουσιότητα στην Κ.Ε.Δ.
5. Τις συμβάσεις της παρ. 1 δύνανται να συνάπτουν για λογαριασμό τους και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) εξαιρουμένων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης καθώς και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης. Στην περίπτωση αυτή, η διαδικασία κατάρτισης και η σύναψη των συμβάσεων γίνεται κατά τις διατάξεις που διέπουν τα οικεία ν.π.δ.δ. Εναλλακτικά, τα ν.π.δ.δ. δύνανται να παρέχουν πληρεξουσιότητα στην Κ.Ε.Δ., με την επιφύλαξη της έγκρισης του τελικού σχεδίου της σύμβασης προς υπογραφή από το αρμόδιο όργανο των οικείων ν.π.δ.δ..
¶ρθρο 2
1. Σε όλες τις συμβάσεις της παρ. 1 του άρθρου 1 δύναται να συμφωνείται ενδεικτικά ότι ο εκμισθωτής με δαπάνες, φροντίδες και ευθύνη του αναλαμβάνει τη συντήρηση, λειτουργία, ασφάλιση του μισθίου και των εγκαταστάσεών του εν όλω ή εν μέρει, την παροχή της χρήσης επίπλων και λοιπού εξοπλισμού του ακινήτου, καθώς και την παροχή εκ μέρους του και άλλων υπηρεσιών έναντι ανταλλάγματος, το οποίο είτε καταβάλλεται επιπλέον του μισθώματος, είτε περιλαμβάνεται στο μίσθωμα.
Ως μίσθωμα δύναται να συμφωνείται οποιαδήποτε παροχή, όπως η καταβολή στον εκμισθωτή χρηματικού ανταλλάγματος ή παροχή σ’ αυτόν της εκμετάλλευσης μέρους του μισθίου ή η παροχή άλλου ανταλλάγματος ή ο συνδυασμός αυτών.
2. Στις συμβάσεις της παρ. 1 του άρθρου 1 μπορεί να περιλαμβάνεται και όρος κατά τον οποίο ο μισθωτής έχει το δικαίωμα ή την υποχρέωση αγοράς του ακινήτου κατά τη διάρκεια ή κατά τη λήξη της σύμβασης ή και το δικαίωμα παράτασης αυτής.
3. Στις συμβάσεις της παρ.1 του άρθρου 1 μπορεί να προβλέπεται η δυνατότητα του μισθωτή να υπεκμισθώνει το μίσθιο.
4. Οι συμβάσεις των περιπτώσεων της παρ. 1 του άρθρου 1 διέπονται από τις διατάξεις του νόμου αυτού και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί μισθώσεων του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. και από τις διατάξεις περί εμπορικών μισθώσεων.
¶ρθρο 3
1. Για τη διαδικασία σύναψης και η εκτέλεσης των συμβάσεων της παρ. 1 του άρθρου 1 δεν εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις για την εκποίηση, μίσθωση ή εκμίσθωση ακινήτων από το Δημόσιο, ως και οι διατάξεις περί δημοσίων έργων.
2. Σε περίπτωση που η σύναψη των συμβάσεων της παρ.1 του άρθρου 1 εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων των προεδρικών διαταγμάτων 59/2007 και 60/2007 για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων εφαρμόζονται και οι διατάξεις αυτές.
3. Σε περίπτωση που οι συμβάσεις της παρ. 1 του άρθρου 1 συνάπτονται από την Κ.Ε.Δ., ως πληρεξουσία του Δημοσίου, και δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των προεδρικών διαταγμάτων 59/2007 και 60/2007 για την σύναψη δημοσίων συμβάσεων, ακολουθείται διαδικασία διαγωνισμού. Για το διαγωνισμό συντάσσεται προκήρυξη, η οποία δημοσιεύεται σε διαδικτυακό τόπο της ΚΕΔ, και περίληψη αυτής δημοσιεύεται σε δύο (2) τουλάχιστον ημερήσιες πολιτικές ή οικονομικές εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής του διαγωνισμού.
4. Στην περίπτωση της ως άνω παρ. 3, ο διαγωνισμός διενεργείται σύμφωνα με τον οικείο κανονισμό της Κ.Ε.Δ. από πενταμελή επιτροπή διαγωνισμού που ορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο της Κ.Ε.Δ., στην οποία μετέχουν ένας εκπρόσωπος της προς στέγαση δημόσιας υπηρεσίας και ένας εκπρόσωπος του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
5. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των προεδρικών διαταγμάτων 59/2007 και 60/2007, είναι δυνατή η απευθείας σύναψη μιας των συμβάσεων της παρ. 1 του άρθρου 1, εφόσον οι εν λόγω συμβάσεις συνάπτονται μεταξύ Δημοσίου και ν.π.δ.δ. ή μεταξύ διαφορετικών ν.π.δ.δ.
¶ρθρο 4
Η παραλαβή εκ μέρους του Δημοσίου του ακινήτου και η παρακολούθηση της τήρησης των συμβατικών υποχρεώσεων του εκμισθωτή γίνεται από ειδική προς τούτο επιτροπή που ορίζεται από το όργανο εκπροσώπησης του Δημοσίου που συνάπτει τη σύμβαση. Εφόσον η σύμβαση αποσκοπεί στη στέγαση δημόσιας υπηρεσίας συμμετέχει σε αυτή και εκπρόσωπος της προς στέγαση δημόσιας υπηρεσίας.
¶ρθρο 5
Είναι δυνατόν να συμφωνείται ότι η λύση των συμβάσεων της παρ. 1 του άρθρου 1 μπορεί να επέλθει μόνο με τη συνδρομή λόγων που αναφέρονται ρητά σε αυτές, κατ’ αποκλεισμό τυχόν άλλων λόγων που προβλέπονται σε κείμενες διατάξεις.
¶ρθρο 6
Τα εκ των συμβάσεων της παρ.1 του άρθρου 1 δικαιώματα και απαιτήσεις δύνανται να ενεχυράζονται ή να εκχωρούνται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα μη εφαρμοζόμενων των διατάξεων του άρθρου 95 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ Α-247) και του άρθρου 53 ν.δ. 496/1974 (ΦΕΚ Α). Είναι δυνατό να συμφωνείται ότι ο μισθωτής δεν δικαιούται να προβάλλει σε συμψηφισμό έναντι του ενεχυρούχου δανειστή ή εκδοχέα απαιτήσεις που τυχόν έχει κατά του εκμισθωτή.
¶ρθρο 7
Οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 6 εφαρμόζονται για ακίνητα κείμενα στην Ελλάδα. Για ακίνητα κείμενα στην αλλοδαπή οι παραπάνω διατάξεις μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικά με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εξωτερικών με την επιφύλαξη των ζητημάτων που σύμφωνα με το άρθρο 12 και 27 του Αστικού Κώδικα ή με τη Σύμβαση της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (ν. 1792/1988) διέπονται από αλλοδαπό δίκαιο.
¶ρθρο 8
Το Δημόσιο, μετά από σχετική απόφαση της Δ.Ε.Α. και ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3049/2002, με την σύνθεση της παρ. 2 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, ή η Κ.Ε.Δ. δύναται να ιδρύει εταιρίες είτε ως μόνος μέτοχος ή εταίρος είτε από κοινού με ν.π.δ.δ., ή με οποιαδήποτε νομικά πρόσωπα, οι οποίες θα δύνανται ενδεικτικά να προβαίνουν στην απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου ή ενοχικού δικαιώματος επί ακινήτων, τα οποία στη συνέχεια θα μισθωθούν κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 από το Δημόσιο, ν.π.δ.δ., ή ν.π.ι.δ. της παρ. 4 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου. Η ιδρυθείσα κατά το άρθρο αυτό εταιρεία θα δύναται να προβαίνει ενδεικτικά στην έκδοση και διάθεση ομολογιών ως και στη σύναψη συμβάσεων δανείων ή πιστώσεων, κατά τις ισχύουσες διατάξεις. Η κατά το άρθρο αυτό ίδρυση από την Κ.Ε.Δ. εταιριών από κοινού με ιδιώτες γίνεται με προκήρυξη εκδήλωσης ενδιαφέροντος συμμετοχής και το πρόσωπο του ιδιώτη θα επιλέγεται με βάση τα κριτήρια που θα αναφέρονται στη σχετική προκήρυξη.
¶ρθρο 9
Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, η εκτίμηση της αξίας ακινήτων που εισφέρονται ή πωλούνται σε ν.π.ι.δ. της παρ. 4 του άρθρου 1 που είναι ανώνυμες εταιρίες δύναται να γίνεται είτε από δύο Ορκωτούς Εκτιμητές είτε από την επιτροπή του άρθρου 9 ν. 2190/1920 (ΦΕΚ Α-37). Το Διοικητικό Συμβούλιο της Κ.Ε.Δ. ή το όργανο εκπροσώπησης του φορέα που συνάπτει σύμβαση της παρ. 1 του άρθρου 1 δύναται επίσης να αναθέτει σε Ορκωτούς Εκτιμητές και την κοστολόγηση οποιουδήποτε τεχνικού, κατασκευαστικού ή μελετητικού έργου.
¶ρθρο 10
O Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών δύναται να ορίζει με απόφασή του συνολικά ή ανά περίπτωση την αμοιβή που καταβάλλεται στην Κ.Ε.Δ. για την εκτέλεση από αυτή των εργασιών του παρόντος κατά παρέκκλιση από τα προβλεπόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 12 του ν. 973/1979. Σε περίπτωση που η Κ.Ε.Δ. ενεργεί ως πληρεξούσιος ν.π.ι.δ. της παρ. 4 του άρθρου 1 ή ν.π.δ.δ., η αμοιβή της καθορίζεται με σύμβαση μεταξύ της Κ.Ε.Δ. και του ν.π.ι.δ. της παρ. 4 του άρθρου 1 ή του ν.π.δ.δ.
¶ρθρο 11
1. Στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 12 του ν. 973/1979, μετά τις λέξεις «Πόροι του Δημοσίου, των οποίων την διαχείρισιν έχει η Εταιρία είναι: α. Τα προβλεπόμενα κατ’ έτος χρηματικά ποσά εις βάρος του Τακτικού Προϋπολογισμού και του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων, δια την αγοράν ή απαλλοτρίωσιν ακινήτων...», προστίθεται η φράση «ή δια την σύναψιν συμβάσεων του άρθρου 1 του ν. .......».
2. Τα έσοδα και οι δαπάνες του Δημοσίου από τις συμβάσεις της παρ. 1 του άρθρου 1 αποτελούν έσοδα και έξοδα αντίστοιχα του Κρατικού Προϋπολογισμού. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ρυθμίζεται ο τρόπος εκκαθάρισης, ενταλματοποίησης και πληρωμής των δαπανών αυτών καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια εφαρμογής της παραγράφου αυτής.
3. Για τα ν.π.δ.δ. και ν.π.ι.δ. της παρ. 4 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, τα έσοδα και τα έξοδα από τις συμβάσεις της παρ. 1 του άρθρου 1 αποτελούν αντίστοιχα δικά τους έσοδα και έξοδα .
¶ρθρο 12
Προστίθεται περίπτωση στ. στην παράγραφο 1 του άρθρου 21 ν. 973/1979 ως εξής:
«στ. στη σύναψη και εκτέλεση των συμβάσεων του άρθρου 1 ν. ......».
¶ρθρο 13
1. Οι συμβάσεις της παρ. 1 του άρθρου 1, του άρθρου 8 καθώς και όλες οι συνδεόμενες με αυτές πράξεις, περιλαμβανομένων των μεταγραφών, απαλλάσσονται από κάθε φόρο, περιλαμβανομένου και του φόρου εισοδήματος λόγω υπεραξίας, τέλος, τέλος χαρτοσήμου, εισφορά ή άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου, με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 2859/2000 (ΦΕΚ Α 248) και του ν. 1676/1986 (ΦΕΚ Α 204) καθώς και με την επιφύλαξη, στην περίπτωση που αποφασίζει η Δ.Ε.Α., των ευρύτερων φορολογικών απαλλαγών του άρθρου 10 του ν. 3049/2002 και, στην περίπτωση που η εταιρία του άρθρου 8 του παρόντος νόμου ή άλλη εταιρία προβαίνει σε τιτλοποίηση απαιτήσεων από ακίνητα σύμφωνα με το άρθρο 11 του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ Α 157), με την επιφύλαξη των ευρύτερων φορολογικών απαλλαγών του άρθρου 14 του ν. 3156/2003.
2. Στην περίπτωση που απαιτείται, στο πλαίσιο των προηγουμένων άρθρων του παρόντος κεφαλαίου, η σύνταξη οποιουδήποτε συμβολαιογραφικού εγγράφου εφαρμόζεται αναλογικά η παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3156/2003. Για κάθε εγγραφή σύστασης ή μεταβίβασης ή άρση ή διαγραφή εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή σημειώσεων σε οποιοδήποτε δημόσιο βιβλίο, μητρώο ή κτηματολόγιο στο πλαίσιο των προηγουμένων άρθρων εφαρμόζεται αναλογικά η παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 3156/2003.
3. Ο αντισυμβαλλόμενος του Δημοσίου και του ν.π.δ.δ. στις συμβάσεις της παρ. 1 του άρθρου 1 απαλλάσσεται από τον ειδικό φόρο επί των ακινήτων που επιβλήθηκε με το άρθρο 15 ν. 3091/2002 (ΦΕΚ Α 330).
4. Οι διατάξεις των παρ. 1, 2 και 3 εφαρμόζονται μόνο στις συμβάσεις που συνάπτουν το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ.
¶ρθρο 14
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου.
¶ρθρο 15
Μέσα σε χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών από την δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η Κ.Ε.Δ. οφείλει να κοινοποιήσει προς την Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών αναλυτική κατάσταση με το σύνολο των ακινήτων καθώς και το σύνολο τυχόν εμπραγμάτων και άλλων δικαιωμάτων, επί ακινήτων, των οποίων έχει τη διοίκηση και αξιοποίηση καθώς και αναλυτική κατάσταση η οποία να περιέχει συνολικά όλα τα ακίνητα τα οποία της έχουν κοινοποιηθεί δυνάμει του άρθρου 3 § 2 και 3 του ν. 973/1979 (ΦΕΚ Α’ 226). Η Κ.Ε.Δ. θα κοινοποιεί επικαιροποιημένες τις ανωτέρω καταστάσεις την 10η Ιανουαρίου και 10η Ιουνίου εκάστου έτους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ
¶ρθρο 16
Στο άρθρο 1 του ν. 1665/1986 (ΦΕΚ Α’ 194) προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος με τον αριθμό 5:
«5. Το Δημόσιο δύναται, μέσω της Κτηματικής Εταιρίας του Δημοσίου (Κ.Ε.Δ.), η οποία ενεργεί ως πληρεξουσία του, κατόπιν σχετικής απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, να συνάπτει, ως μισθωτής, συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης επί ακινήτων. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 3, του άρθρου 4, του άρθρου 10 και της παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. ……..».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
¶ρθρο 17
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 21 του ν. 2778/1999 (ΦΕΚ 295 Α’) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η εταιρία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία είναι ανώνυμη εταιρία με αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση και διαχείριση α) ακίνητης περιουσίας, δικαιώματος αγοράς ακινήτου δια προσυμφώνου και μετοχών ανώνυμης εταιρείας κατά την έννοια των περιπτώσεων α-γ της παρ. 2 του άρθρου 22 του παρόντος και β) μέσων χρηματαγοράς κατά την έννοια του άρθρου 3 του ν. 3283/2004 (ΦΕΚ 210 Α’)».
2. Οι περιπτώσεις α και β της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του ν. 2778/1999 αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Σε ακίνητη περιουσία κατά την έννοια τη παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου σε ποσοστό τουλάχιστον 80% του ενεργητικού τους.
β) Σε μέσα χρηματαγοράς κατά την έννοια του άρθρ. 3 του ν. 3283/2004 .»
3. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 22 του ν. 2778/1999 προστίθεται παράγραφος 2α ως εξής:
«2α. Ως ακίνητη περιουσία στην οποία μπορεί να επενδύει η εταιρία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία νοούνται επίσης:
α) Απαιτήσεις προς απόκτηση των ανωτέρω ακινήτων βάσει προσυμφώνων, υπό την προϋπόθεση ότι έχει συμβατικώς διασφαλισθεί ο χρόνος αποπεράτωσής τους, το μέγιστο τίμημά τους, η προκαταβολή τιμήματος, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% του τιμήματος, η ποινική ρήτρα του πωλητή, η οποία δεν μπορεί να υπολείπεται του 150% της προκαταβολής, και η χρησιμοποίησή τους ως επαγγελματικής στέγης ή για άλλο εμπορικό ή βιομηχανικό σκοπό εντός 6 μηνών από την απόκτησή τους.
β) Τουλάχιστον το 90% των μετοχών ανώνυμης εταιρίας με μοναδικό σκοπό την εκμετάλλευση ακινήτων, το σύνολο του παγίου κεφαλαίου της οποίας είναι επενδεδυμένο σε ακίνητα της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 22 του Ν.2778/1999».
4. Η παράγραφος 8 του άρθρου 22 του ν. 2778/1999 αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Η κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου επένδυση των διαθεσίμων της εταιρίας σε ακίνητα ή σε δικαίωμα επί ακινήτου, ή σε εταιρίες της περίπτωσης β της παραγράφου 2α, προϋποθέτει προηγούμενη εκτίμηση της αξίας τους ή της αξίας των μετοχών των ανωτέρω εταιρειών από τον εκτιμητή του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών της προηγούμενης παραγράφου. Η αμοιβή του Σώματος συμφωνείται ελευθέρως με την εταιρεία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία. Ο εκτιμητής διενεργεί εκτίμηση της αξίας του ακινήτου ή των ανωτέρω μετοχών πριν από την απόκτησή τους από την εταιρία. Προκειμένου περί απαιτήσεων εκ προσυμφώνων του άρθρου 22 παρ. 2α περ. α΄ η εκτίμηση των ακινήτων πραγματοποιείται πριν από την οριστική μεταβίβαση τους στην εταιρία, στα οποία αφορούν οι απαιτήσεις αυτές. Η εκτίμηση λαμβάνει υπόψη κάθε γεγονός, το οποίο μέχρι την ημερομηνία ένταξης της κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου ακίνητης περιουσίας στα ίδια κεφάλαια της εταιρίας επενδύσεων μπορεί να επηρεάσει την αξία της συγκεκριμένης ακίνητης περιουσίας. Η εκτίμηση αυτή είναι δεσμευτική. Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται και στη μεταβίβαση στοιχείων της ακίνητης περιουσίας, τα οποία έχουν ενταχθεί στις επενδύσεις της εταιρίας. Το τίμημα που καταβάλλεται ή εισπράττεται από την εταιρία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία για την απόκτηση ή την εκποίηση της ακίνητης περιουσίας ή του δικαιώματος επί ακινήτου ή των ανωτέρω μετοχών επιτρέπεται να είναι υψηλότερο ή χαμηλότερο αντιστοίχως μέχρι πέντε τοις εκατό (5%) από την αξία τους, όπως αυτή έχει προσδιοριστεί από τον εκτιμητή. Σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση των ανωτέρω μετοχών ή ακινήτου, στα οποία έχουν επενδυθεί τα διαθέσιμα της εταιρίας, πριν από την πάροδο δώδεκα (12) μηνών από την απόκτησή τους».
5. Η παράγραφος 1 του άρθρου 26 του ν. 2778/1999 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Επιτρέπεται η σύναψη δανείων από την εταιρία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία και η παροχή πιστώσεων σε αυτή, για ποσά τα οποία, στο σύνολό τους, δεν θα υπερβαίνουν το πενήντα τοις εκατό (50%) του ενεργητικού της. Τα δάνεια συνάπτονται και οι πιστώσεις παρέχονται από πιστωτικό ίδρυμα. Τα δάνεια αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και οι πιστώσεις μπορούν να δοθούν τόσο για την απόκτηση όσο και για την αξιοποίηση ακινήτων στα οποία επενδύονται ή έχουν επενδυθεί τα διαθέσιμα της εταιρίας ή των εταιριών της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2α του άρθρου 22 του παρόντος νόμου. Το σύνολο των δανείων που λαμβάνονται για την αποπεράτωση ακινήτων της εταιρίας ή των εταιριών της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2α του άρθρου 22 δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ποσοστό που αναγράφεται στο πρόγραμμα της παραγράφου 2 περίπτωση β΄ του άρθρου 22 του παρόντος νόμου».
6. Η παράγραφος 4 του άρθρου 31 του ν. 2778/1999 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 11 του άρθρου 7 του ν. 2386/1996 (ΦΕΚ 43 Α΄) και των διατάξεων του άρθρου 1ε και του άρθρου 4 του ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α’) , οι διατάξεις του ν. 2166/1993 εφαρμόζονται και επί εταιρίας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, η οποία: α) συνιστάται είτε με συγχώνευση δύο ή περισσότερων εταιριών οι οποίες διαθέτουν ακίνητη περιουσία, είτε από διάσπαση ή απόσχιση κλάδου εταιρίας, που διαθέτει ακίνητη περιουσία ή β) αποκτά ακίνητη περιουσία είτε λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση άλλης εταιρίας που διαθέτει ακίνητη περιουσία είτε λόγω διάσπασης ή απόσχισης κλάδου εταιρίας που διαθέτει ακίνητη περιουσία.»
7. Στο άρθρο 31 του ν. 2778/1999 προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:
«8. Οι διατάξεις των ανωτέρω παραγράφων 1 έως 6 εφαρμόζονται και στις εταιρίες της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2α του άρθρου 22 του παρόντος νόμου».
8. Στο άρθρο 7 του ν. 3427/2005 (ΦΕΚ 312 Α΄) προστίθεται περίπτωση στ ως εξής:
«στ) Η μεταβίβαση ακινήτου από εταιρία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία του άρθρου 21 ή από κατά 100% θυγατρική της εταιρία της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 22 του ν. 2778/1999».
¶ρθρο 18
1. Το άρθρο 1 του ν. 2778/1999 αντικαθίσταται ως εξής:
«Το αμοιβαίο κεφάλαιο ακίνητης περιουσίας είναι ομάδα περιουσίας η οποία σχηματίζεται από α) ακίνητα, δικαιώματα αγοράς ακινήτων δια προσυμφώνων και μετοχών ανώνυμων εταιρειών κατά την έννοια των περιπτώσεων α έως γ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του παρόντος β) μέσα χρηματαγοράς κατά την έννοια του άρθρου 3 του ν. 3283/2004.»
2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 6 του ν. 2778/1999 τροποποιείται ως εξής:
«α) Σε ακίνητη περιουσία κατά την έννοια της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου
β) Σε μέσα χρηματαγοράς κατά την έννοια του άρθρου 3 του ν. 3283/2004, σε ποσοστό που δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 10% του κατά την παράγραφο 5 περίπτωση (α) του άρθρου 2 του παρόντος νόμου ελαχίστου ύψους του μετοχικού κεφαλαίου της Ανώνυμης Εταιρείας Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων»
3. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 2778/1999 προστίθεται παράγραφος 2α ως εξής:
«2α. Ως ακίνητη περιουσία στην οποία μπορεί να επενδύει το αμοιβαίο κεφάλαιο ακίνητης περιουσία νοούνται επίσης:
α) Απαιτήσεις προς απόκτηση των ανωτέρω ακινήτων βάσει προσυμφώνων, υπό την προϋπόθεση ότι έχει συμβατικώς διασφαλισθεί ο χρόνος αποπεράτωσής τους, το μέγιστο τίμημά τους, η προκαταβολή τιμήματος, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% του τιμήματος, η ποινική ρήτρα του πωλητή, η οποία δεν μπορεί να υπολείπεται του 150% της προκαταβολής και η χρησιμοποίησή τους ως επαγγελματικής στέγης ή για άλλο εμπορικό ή βιομηχανικό σκοπό εντός 6 μηνών από την απόκτησή τους.
β) Τουλάχιστον το 90% των μετοχών ανώνυμης εταιρίας με μοναδικό σκοπό την εκμετάλλευση ακινήτων, το σύνολο του παγίου κεφαλαίου της οποίας είναι επενδεδυμένο σε ακίνητα της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Ν.2778/1999».
4. Η παράγραφος 4 του άρθρου 6 του ν. 2778/1999 καταργείται.
5. Η παράγραφος 8 του άρθρου 6 του ν. 2778/1999 τροποποιείται ως εξής:
«8. Η ένταξη ακινήτου ή δικαιώματος επί ακινήτου ή των μετοχών εταιρειών της περίπτωσης β της παραγράφου 2α, στο ενεργητικό του αμοιβαίου κεφαλαίου προϋποθέτει προηγούμενη εκτίμηση της αξίας τους ή της αξίας των μετοχών των ανωτέρω εταιρειών από τον εκτιμητή του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών της προηγούμενης παραγράφου. Η αμοιβή του Σώματος συμφωνείται ελευθέρως με την Α.Ε.Δ.Α.Κ. Ο εκτιμητής διενεργεί εκτίμηση της αξίας του ακινήτου ή των ανωτέρω μετοχών πριν από την απόκτησή τους στο όνομα του αμοιβαίου κεφαλαίου. Προκειμένου περί απαιτήσεων εκ προσυμφώνων της παραγράφου 2α περίπτωσης α΄ η εκτίμηση πραγματοποιείται πριν από την οριστική μεταβίβαση στο όνομα του αμοιβαίου κεφαλαίου των ακινήτων, στα οποία αφορούν οι απαιτήσεις αυτές Η εκτίμηση θα λαμβάνει υπόψη κάθε γεγονός, το οποίο μέχρι την ημερομηνία ένταξης της κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου ακίνητης περιουσίας στο ενεργητικό του αμοιβαίου κεφαλαίου μπορεί να επηρεάσει την αξία της συγκεκριμένης ακίνητης περιουσίας. Η εκτίμηση αυτή είναι δεσμευτική. Οι διατάξεις των προηγουμένων εδαφίων εφαρμόζονται και στη μεταβίβαση στοιχείων της ακίνητης περιουσίας τα οποία έχουν ενταχθεί στις επενδύσεις του αμοιβαίου κεφαλαίου. Το τίμημα που καταβάλλεται ή εισπράττεται από το αμοιβαίο κεφάλαιο ακίνητης περιουσίας για την απόκτηση ή την εκποίηση της ακίνητης περιουσίας ή του δικαιώματος επί ακινήτου ή των ανωτέρω μετοχών επιτρέπεται να είναι υψηλότερο ή χαμηλότερο αντιστοίχως μέχρι πέντε τις εκατό (5%) από την αξία τους όπως αυτή έχει προσδιοριστεί από τον εκτιμητή.
Σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση των ανωτέρω μετοχών ή ακινήτου, που έχουν ενταχθεί στο ενεργητικό του αμοιβαίου κεφαλαίου, πριν από την πάροδο δώδεκα (12) μηνών από την απόκτησή τους.
Η αποτίμηση της αξίας του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας διενεργείται από την Α.Ε.Δ.Α.Κ., ως προς μεν τα στοιχεία της ακίνητης περιουσίας στο τέλος κάθε ημερολογιακού τριμήνου, ως προς δε τα λοιπό στοιχεία καθημερινά. Η Α.Ε.Δ.Α.Κ., για την αποτίμηση των στοιχείων της ακίνητης περιουσίας, δεσμεύεται από ειδική τακτική έκθεση, που συντάσσεται κάθε φορά για το σκοπό αυτόν, από εκτιμητή του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών του άρθρου 15 του ν. 820/1978, όπως εκάστοτε ισχύει. Ο εκτιμητής του προηγούμενου εδαφίου ορίζεται από την Α.Ε.Δ.Α.Κ.. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να ορίζονται περιπτώσεις κατά τις οποίες συντάσσονται και έκτακτες εκθέσεις εκτίμησης των στοιχείων της ακίνητης περιουσίας. Με την ίδια απόφαση μπορεί να ορίζεται η προθεσμία μέσα στην οποία μπορεί να περατωθεί η εκτίμηση αυτή και ρυθμίζεται κάθε άλλο ειδικότερο θέμα. Μέχρι να ολοκληρωθεί η έκτακτη εκτίμηση των στοιχείων της ακίνητης περιουσίας αναστέλλεται η εξαγορά των μεριδίων.
6. Η παράγραφος 1 του άρθρου 13 του ν. 2778/1999 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Επιτρέπεται η σύναψη δανείων για λογαριασμό αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας και η παροχή πιστώσεων σε αυτό, για ποσά τα οποία, στο σύνολό τους, δεν θα υπερβαίνουν το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνόλου των επενδύσεων του αμοιβαίου κεφαλαίου σε ακίνητη περιουσία. Τα δάνεια συνάπτονται και οι πιστώσεις παρέχονται από πιστωτικό ίδρυμα. Τα δάνεια αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και οι πιστώσεις μπορούν να δοθούν τόσο για την απόκτηση όσο και για την αξιοποίηση ακινήτων στην οποία επενδύονται ή έχουν επενδυθεί τα διαθέσιμα του αμοιβαίου κεφαλαίου ή των εταιριών της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2α του άρθρου 6. Το σύνολο των δανείων που λαμβάνονται για την αποπεράτωση ακινήτων της εταιρίας ή των εταιριών της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2α του άρθρου 6 δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ποσοστό που αναγράφεται στο πρόγραμμα της παραγράφου 2 περίπτωση β΄ του άρθρου 6 του παρόντος νόμου».