Για το νέο πλαίσιο λειτουργίας των τραπεζών και των Εταιρειών Διαχείρισης Επενδύσεων, σε εφαρμογή κοινοτικών οδηγιών, ενημέρωσε σήμερα την Κυβερνητική Επιτροπή ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, Γιώργος Αλογοσκούφης. Όπως είπε ο υπουργός, το νέο πλαίσιο θα οδηγήσει σε πολύ μεγαλύτερη διαφάνεια στη λειτουργία και του τραπεζικού συστήματος αλλά και του τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών.
Για το νέο πλαίσιο λειτουργίας των τραπεζών και των Εταιρειών Διαχείρισης Επενδύσεων, σε εφαρμογή κοινοτικών οδηγιών, ενημέρωσε σήμερα την Κυβερνητική Επιτροπή ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, Γιώργος Αλογοσκούφης.
Όπως είπε ο υπουργός, το νέο πλαίσιο θα οδηγήσει σε πολύ μεγαλύτερη διαφάνεια στη λειτουργία και του τραπεζικού συστήματος αλλά και του τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών.
Σύμφωνα με τον κ. Αλογοσκούφη, το νέο πλαίσιο «θα οδηγήσει σε μεγαλύτερο ανταγωνισμό και, ασφαλώς, σε μεγαλύτερη μείωση των περιθωρίων μεταξύ των επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων, κάτι που αφορά όλους τους καταναλωτές και όλες τις επιχειρήσεις στη χώρα μας».
Είναι ένα πλαίσιο που έχει υιοθετηθεί από την Ε.Ε. ως οδηγία και με την προσαρμογή του στη χώρα μας ο κ. Αλογοσκούφης εκτιμά ότι και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και όλη η λειτουργία της οικονομίας θα γίνουν πολύ πιο αποτελεσματικά.
Ακολουθεί η εισήγηση του υπουργού στην Κυβερνητική Επιτροπή.
«Με το σχέδιο νόμου “Ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων από τα πιστωτικά ιδρύματα, επάρκεια ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και λοιπές διατάξεις” -γνωστού και ως «Βασιλεία ΙΙ» - ενσωματώνονται στην ελληνική νομοθεσία οι διατάξεις των κοινοτικών Οδηγιών 2006/48, 2006/49 και 2000/46 και αντικαθίστανται και συμπληρώνονται υφιστάμενες διατάξεις της τραπεζικής νομοθεσίας, με σκοπό την προσαρμογή στις τρέχουσες εξελίξεις. Με τη συγκέντρωση των τριών αυτών Οδηγιών σε ένα ενιαίο σχέδιο νόμου διευκολύνονται τόσο οι εποπτικές αρχές όσο και οι εποπτευόμενες επιχειρήσεις, ενώ ταυτόχρονα υλοποιούνται και οι σχετικές συστάσεις διεθνών οργανισμών.
Το σχέδιο Νόμου περιλαμβάνει θέματα κεφαλαιακής επάρκειας των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και των πιστωτικών ιδρυμάτων και προτείνονται νέες μέθοδοι άσκησης της εποπτείας από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές, σε ατομική και ενοποιημένη βάση. Ο ορισμός των ιδίων κεφαλαίων και των μεθόδων εποπτείας γίνεται με βάση κοινούς κανόνες, στο πλαίσιο μίας ενιαίας ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής αγοράς. Επιδιώκεται, επίσης, η υποχρεωτική ανάλυση και παρακολούθηση των κινδύνων από τη διαχείριση του ενεργητικού των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και των πιστωτικών ιδρυμάτων καθώς και η αποφυγή ιδιαίτερα ριψοκίνδυνων επενδύσεων. Προβλέπεται, ακόμη, η ρύθμιση θεμάτων σχετικών με τις προβλέψεις και τις επισφάλειες. Οι διατάξεις αυτές συμβαδίζουν με την επιδιωκόμενη διαφάνεια και την προστασία των επενδυτών, αλλά και με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης.
Λόγω των εξαιρετικά εξειδικευμένων και τεχνικών διατάξεων των κοινοτικών Οδηγιών, όσον αφορά τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων και των σχετικών δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, τα θέματα αυτά προβλέπεται να ρυθμιστούν με αποφάσεις των αρμόδιων εποπτικών αρχών. Οι αποφάσεις θα εκδοθούν με ειδικές εξουσιοδοτήσεις που προβλέπονται από το σχέδιο νόμου. Στο σχέδιο νόμου περιλαμβάνονται, επίσης, διατάξεις που αφορούν τις κυρώσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Οι διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες στη λειτουργία της διεθνούς και της εγχώριας χρηματοπιστωτικής αγοράς επιβάλλουν την καθιέρωση σχετικής ευελιξίας, ώστε οι αρμόδιες εποπτικές αρχές να μπορούν να προσαρμόζουν την πολιτική τους στις επικρατούσες συνθήκες και στις απαιτήσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, χωρίς, βέβαια, η ευχέρεια αυτή να αποβαίνει σε βάρος του σχεδιασμού της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Συνέπεια της εφαρμογής των κανόνων της «Βασιλείας ΙΙ», είναι η στενή παρακολούθηση από τον εγχώριο τραπεζικό τομέα των γενικότερων εξελίξεων στην εγχώρια αλλά και την παγκόσμια οικονομία, με συνέπεια την παροχή πιο σύγχρονων και ανταγωνιστικών προϊόντων.
Στα πλαίσια του σχεδίου νόμου διατηρείται η δυνατότητα αποδοχής καταθέσεων αποκλειστικά και μόνο από τις επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος. Οι επιχειρήσεις αυτές εποπτεύονται με βάση ειδικούς κανόνες, προκειμένου να διασφαλίζεται η προστασία των καταθετών και γενικότερα της χρηματοπιστωτικής αγοράς.
Εγγύηση για τους καταθέτες κατά το αρχικό στάδιο λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων αποτελεί το επαρκές ύψος του αρχικού κεφαλαίου τους και η καταβολή του κατά κανόνα σε μετρητά - ή με άλλο τρόπο που ορίζει σε ειδική απόφασή της η Τράπεζα της Ελλάδος - και ο παράλληλος έλεγχος των κυριότερων μετόχων και στελεχών της διοίκησης. Ο τακτικός έλεγχος του πλαισίου διακυβέρνησης και του εσωτερικού ελέγχου των πιστωτικών ιδρυμάτων συμβάλλει επίσης στη διασφάλιση των συναλλασσόμενων με αυτά.
Καθιερώνεται επίσης διαδικασία διασυνοριακής συνεργασίας της Τράπεζας της Ελλάδος με τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των άλλων κρατών-μελών - αλλά και με τις άλλες εποπτικές αρχές της χώρας – καθώς ασκούν εποπτεία και σε πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα και έχουν υποκαταστήματα σε άλλο κράτος-μέλος. Για το σκοπό αυτό προβλέπονται οι διαδικασίες ανταλλαγής πληροφοριών που αφορούν τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τη συγκέντρωση κινδύνων, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.
Ορίζονται, επίσης, οι έννοιες του «ηλεκτρονικού χρήματος» και του «ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος» που εισήχθησαν με την Οδηγία 2000/46/EK, η οποία έθεσε και το γενικό πλαίσιο για την άσκηση των σχετικών δραστηριοτήτων. Στόχος είναι η αμοιβαία αναγνώριση της άδειας λειτουργίας των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να εδραιωθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών σε σχέση με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν και στη διευκόλυνση λειτουργίας των επιχειρήσεων, καθώς με αυτές θεσμοθετείται η χρήση σύγχρονων χρηματοπιστωτικών εργαλείων.
Επιπλέον, οι διατάξεις της «Βασιλείας ΙΙ» αναμένεται να ευνοήσουν ιδιαίτερα τα πιστωτικά ιδρύματα με ορθολογική διαχείριση κινδύνου των χαρτοφυλακίων τους, καθώς αυτό θα σημαίνει ταυτόχρονα τη μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων τους, με συνέπεια τη δυνατότητα να προσφέρουν χαμηλότερα επιτόκια ή γενικότερα ευνοϊκότερους όρους δανεισμού. Το γεγονός αυτό θα βελτιώσει τον ανταγωνισμό στο τραπεζικό σύστημα.
Στα πλαίσια επίσης των διατάξεων του εν λόγω σχεδίου νόμου, τα πιστωτικά ιδρύματα που εφαρμόζουν συστήματα εσωτερικού ελέγχου, υποχρεώνονται, εφόσον τους ζητηθεί, να παρέχουν στους πελάτες τους που είναι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, επεξηγήσεις σχετικά με την πιστοληπτική τους διαβάθμιση. Έτσι, επιβάλλονται όροι μεγαλύτερης διαφάνειας, οι οποίοι θα έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών δανειοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους. Επίσης, περιλαμβάνονται και διατάξεις για την «τιτλοποίηση» που δημιουργεί επιπλέον διαθέσιμα κεφάλαια, με σκοπό την αποδοτική επανεπένδυσής τους».