Με προβλέψεις για ανάπτυξη οριακά άνω του 6%, πρωτογενές έλλειμμα χαμηλότερο της ποσοστιαίας μονάδας και εκτίμηση για διατήρηση του χρέους στο ίδιο επίπεδο με αυτό του τέλους του 2021 -ή και χαμηλότερα εφόσον το επιτρέψουν οι συνθήκες- σε απόλυτο ποσό, κάτι που σημαίνει ότι θα καταγραφεί σημαντική αποκλιμάκωση της αναλογίας χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, θα συνταχθεί ο προϋπολογισμός του 2022.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Με προβλέψεις για ανάπτυξη οριακά άνω του 6%, πρωτογενές έλλειμμα χαμηλότερο της ποσοστιαίας μονάδας και εκτίμηση για διατήρηση του χρέους στο ίδιο επίπεδο με αυτό του τέλους του 2021 -ή και χαμηλότερα εφόσον το επιτρέψουν οι συνθήκες- σε απόλυτο ποσό, κάτι που σημαίνει ότι θα καταγραφεί σημαντική αποκλιμάκωση της αναλογίας χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, θα συνταχθεί ο προϋπολογισμός του 2022.
Μετά τις διαβουλεύσεις με τους θεσμούς στο πλαίσιο της 10ης μεταμνημονιακής αξιολόγησης, αλλά και την απόφαση των Ευρωπαίων εταίρων για διατήρηση της «ρήτρας διαφυγής» και για την επόμενη χρονιά, η κυβέρνηση έχει πλέον τα περισσότερα δεδομένα στα χέρια της για να συντάξει το προσχέδιο του προϋπολογισμού της επόμενης χρονιάς.
Είναι προφανές ότι η αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη της πανδημίας δεν έχει εκλείψει, κάτι που μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανατρέψει τα δεδομένα. Ωστόσο, το «βασικό σενάριο» προβλέπει ότι από τον Μάιο θα αρχίσει η ομαλοποίηση των συνθηκών στην αγορά και ότι τα 15 δισ. που έχουν προβλεφθεί για τη χρηματοδότηση των φετινών μέτρων στήριξης της αγοράς θα αποδειχτούν αρκετά.
Το πρωτογενές έλλειμμα της φετινής χρονιάς εκτιμάται ότι θα είναι αντίστοιχο με αυτό του 2020 (θα ξεπεράσει δηλαδή τα 10-11 δισ.), ενώ το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα ανέλθει στα 15-16 δισ., καθώς για μια ακόμη χρονιά οι τόκοι προβλέπεται να διατηρηθούν στην περιοχή των 5 δισ. ευρώ.
Τόνωση δραστηριότητας
Αυτό σημαίνει ότι για το 2022 θα επιχειρηθεί να κερδηθεί το εξής στοίχημα: Να γίνει μια τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή με μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος ακόμη και κατά 10 δισ. με αύξηση των φορολογικών εσόδων, η οποία όμως δεν θα προέλθει από την αύξηση των φορολογικών συντελεστών, αλλά από τη σημαντική τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Σημαντικό ρόλο στην τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή θα παίξει και η υπερ-συγκράτηση των δημοσίων δαπανών, κάτι που θα επιτευχθεί αυτόματα σε έναν βαθμό λόγω της απόσυρσης των μέτρων στήριξης.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της επόμενης χρονιάς θα είναι και η ένταξη νέων μέτρων ελάφρυνσης, όπως η διατήρηση της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών (με κόστος περίπου 800 εκατ.), το πάγωμα της εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα για δεύτερη διαδοχική χρονιά (με κόστος επίσης 800 εκατ.), αλλά και η μείωση του συντελεστή φορολόγησης των νομικών προσώπων από το 24% στο 22%, η οποία ωστόσο θα «εξουδετερωθεί» σε δημοσιονομικό επίπεδο λόγω της αύξησης του συντελεστή υπολογισμού της προκαταβολής φόρου από το 70%, που θα ισχύσει για τα νομικά πρόσωπα φέτος, στο 80% του χρόνου.
Τα 15 δισ. των μέτρων στήριξης της φετινής χρονιάς δεν «χτυπούν» στο σύνολό τους το πρωτογενές αποτέλεσμα της κυβέρνησης, καθώς σημαντικό μέρος των μέτρων είναι χρηματοδοτικού χαρακτήρα.
Ωστόσο, το lockdown του πρώτου τριμήνου, αλλά και η παράταση μέτρων στήριξης όπως η αναστολή των συμβάσεων εργασίας -η οποία θα συνεχιστεί και για τον Μάιο όπως ανακοίνωσε ο υπουργός Οικονομικών στο Υπουργικό Συμβούλιο- θα «χτυπήσουν» τα φορολογικά έσοδα. Η κυβέρνηση περίμενε ότι φέτος θα καταγράψει σημαντική αύξηση φορολογικών εσόδων της τάξεως των 5 δισ. συγκριτικά με το 2020, με τα φορολογικά έσοδα να φτάνουν στα 43,6 δισ. από 37,6 δισ. μέσα στο 2020. Ωστόσο, αυτός ο στόχος δεν αναμένεται να επιτευχθεί.
Ήδη από το πρώτο τρίμηνο έχουν χαθεί σημαντικά φορολογικά έσοδα από τους έμμεσους φόρους, αλλά και από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων λόγω των αναστολών. Επίσης, δεν θα επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη για σημαντική αύξηση των εσόδων από τον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων (σ.σ.: είχε εκτιμηθεί ότι το 2021 οι επιχειρήσεις θα πληρώσουν 3,4 δισ. από 2,6 δισ. φέτος) μετά την απόφαση της κυβέρνησης να μειώσει και φέτος τους συντελεστές υπολογισμού της προκαταβολής φόρου στο 70%.
Αύξηση φορο-εσόδων
Αυτό όμως που δεν αναμένεται να γίνει μέσα στο 2021 (η σημαντική αύξηση των φορολογικών εσόδων) προβλέπεται ότι θα γίνει το 2022. Τα φορολογικά έσοδα μπορούν να αυξηθούν κατά τουλάχιστον 4-5 δισ. μέσα στο 2022, παρά τις φορολογικές ελαφρύνσεις που έχουν υιοθετηθεί και ανακοινωθεί ήδη για την επόμενη χρονιά. Οι αυξήσεις των φορολογικών εσόδων θα προέλθουν:
1. Από τους φόρους κατανάλωσης, καθώς του χρόνου -τουλάχιστον σύμφωνα με το βασικό σενάριο- δεν θα υπάρχουν lockdowns και κλεισίματα των καταστημάτων. Οι έμμεσοι φόροι μπορούν να αποδώσουν το 2022 όσα και το 2019, δηλαδή πάνω από 27-28 δισ. ευρώ. Στην εκτίμηση συνηγορεί και η πρόβλεψη ότι μπορούν να αξιοποιηθούν οι αποταμιεύσεις που συγκεντρώθηκαν εν μέσω πανδημίας.
2. Από τους φόρους εισοδήματος, κυρίως των νομικών προσώπων. Τα έσοδα μόνο από τα νομικά πρόσωπα μπορούν να αυξηθούν πάνω από 1 δισ. μέσα στο 2022. Πρώτον, διότι αναμένεται ότι η κερδοφορία των επιχειρήσεων θα είναι μεγαλύτερη μέσα στο 2021 συγκριτικά με το 2020 και δεύτερον, διότι θα αυξηθεί ο συντελεστής υπολογισμού της προκαταβολής φόρου από το 70% στο 80%. Αυξημένα έσοδα αναμένονται και από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, καθώς του χρόνου -καλώς εχόντων των πραγμάτων- δεν θα υπάρχει αναστολή συμβάσεων εργασίας όπως συνέβη και φέτος.
Η δημοσιονομική εξυγίανση του προϋπολογισμού μέσα στο 2022 θα στηριχθεί κατά κύριο λόγο στη μείωση των δημοσίων δαπανών. Φέτος οι δαπάνες ενδέχεται να ξεπεράσουν ακόμη και τα 70 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, για το 2022 μπορούν να υποχωρήσουν ακόμη και κατά 10 δισ., καθώς δεν θα υπάρχει πλέον η ανάγκη των επιστρεπτέων προκαταβολών και των υπόλοιπων μέτρων στήριξης που έχουν «χτυπήσει» τις δαπάνες, με σημαντικότερο αυτών τις αναστολές των συμβάσεων εργασίας.
«Κλειδί»για το χρέος η επενδυτική βαθμίδα
Το 2022 θα ξεκινήσει με το δημόσιο χρέος να αυξάνεται σημαντικά για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, φτάνοντας από τα επίπεδα των 341 δισ. που έκλεισε το 2020 ακόμη και στα 355 δισ. (σ.σ.: θα εξαρτηθεί από την απόφαση που θα λάβει το οικονομικό επιτελείο για το ύψος των ταμειακών διαθεσίμων που θα θελήσει να αφήσει στην άκρη). Για το 2022, με τα μέχρι τώρα δεδομένα δεν φαίνεται ανάγκη περαιτέρω αύξησης του δημοσίου χρέους σε απόλυτους αριθμούς. Ναι μεν ο προϋπολογισμός θα κλείσει με έλλειμμα σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης (της τάξεως των 6-7 δισ. λόγω τόκων και μικρού πρωτογενούς ελλείμματος), ωστόσο αυτό θα μπορεί να καλυφθεί σε μεγάλο βαθμό από την απόφαση για μείωση των ταμειακών διαθεσίμων. Το αν αυτό θα συμβεί ή όχι θα εξαρτηθεί από το πότε θα ανακτηθεί η επενδυτική βαθμίδα για τα ελληνικά ομόλογα. Με την επενδυτική βαθμίδα κρίνεται ότι δεν θα υπάρχει η ανάγκη για διατήρηση των ταμειακών διαθεσίμων στα επίπεδα των 25 δισ., όπου και αναμένεται να κλείσουν στο τέλος της φετινής χρονιάς.