Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τις χρεώσεις χρήσης του δικτύου καλεί τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις η διοίκηση του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ).
Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τις χρεώσεις χρήσης του δικτύου καλεί τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις η διοίκηση του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ).
Απευθύνοντας πρόσκληση σε όλους τους συμμετέχοντες στο σιδηρόδρομο (ΣΤΑΣΥ ΑΕ, ΤΡΑΙΝΟΣΕ ΑΕ και Rail Cargo Logistics Goldair (RCLG)) να συζητήσουν το μέλλον της σιδηροδρομικής αγοράς, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ΟΣΕ, κ. Σπύρος Πατέρας, μιλώντας στο AΠΕ -ΜΠΕ , σημειώνει ότι «αναζητείται η χρυσή τομή ώστε η σιδηροδρομική αγορά να είναι συγχρόνως βιώσιμη για τον δημόσιο διαχειριστή της υποδομής και ελκυστική για τις ιδιωτικές εταιρείες».
Η ισορροπία μεταξύ των τελών που πληρώνουν οι εταιρείες και των εσόδων που χρειάζεται ο ΟΣΕ για να καλύψει το άμεσο κόστος συντήρησης και αναβάθμισης της υποδομής συνιστά μια δύσκολη εξίσωση, είπε ο πρόεδρος του Οργανισμού, προσθέτοντας ότι η ελληνική αγορά, στην οποία κυριαρχεί η ιταλικών συμφερόντων ΤΡΑΙΝΟΣΕ, παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη.
Τα έσοδα του ΟΣΕ από τέλη υποδομής ανήλθαν το 2019 σε 16 εκατ. ευρώ (προερχόμενα από τη ΤΡΑΙΝΟΣΕ και τη ΣΤΑΣΥ), με την κρατική επιχορήγηση σταθερή στα 45 εκατ. ευρώ. Μια αύξηση είναι απαραίτητη για να ισοσκελίσει έσοδα και άμεσο κόστος αλλά αυτό προϋποθέτει μια minimum συνεννόηση με τη σιδηροδρομική αγορά. Ο εκσυγχρονισμός των υποδομών αναμένεται να βοηθήσει προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των σιδηροδρομικών μεταφορών και κατ' επέκταση των εσόδων.
Με το βλέμμα στα τέλη του 2022
«Η μεγάλη άσκηση είναι η ρύθμιση της σχέσης του διαχειριστή της υποδομής με τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις. Δεν μπορούμε κάθε τόσο να θέτουμε νέες βάσεις. Αυτό το ζήτημα πρέπει να λυθεί για τα επόμενα 5-7 χρόνια, ώστε και οι εταιρείες να γνωρίζουν τα δεδομένα της αγοράς, τις απαιτήσεις του διαχειριστή, τα ζητήματα εκσυγχρονισμού και συντήρησης του δικτύου, αλλά αντίστοιχα να θέσει και ο διαχειριστής μέσω μιας αναπτυξιακής πολιτικής τα δεδομένα για το άνοιγμα της αγοράς» αναφέρει ο επικεφαλής του ΟΣΕ.
Τέλος, όπως υπογραμμίζει ο κος Πατέρας, οι συζητήσεις θα αφορούν τα τέλη υποδομής του 2022 με όλους τους παίκτες να καλούνται να διαμορφώσουν από κοινού, μέσα στους επόμενους 2-3 μήνες, ένα πλαίσιο λειτουργίας, με στόχο τη συνολική ανάπτυξη του κλάδου πριμοδοτώντας ειδικά τις εμπορευματικές μεταφορές.
Ο σχεδιασμός για το 2022 και ο καθορισμός συγκεκριμένων τελών είναι η προϋπόθεση για υψηλότερα έσοδα από τέλη χρήσης υποδομής από αυτά του 2019, βάσει της αρχής της προοδευτικότητας. Σημειώνεται ότι για τα έτη 2020 και 2021 δόθηκε το πράσινο φως από την Ευρωπαϊκή Ένωση για ελάφρυνση των εταιρειών με την κάλυψη από το κράτος της μείωσης των εσόδων που δημιούργησε η πανδημία, που για τη χώρα μας εκτιμάται περίπου 20%.
Αρχές του 2023 στις ράγες το ΣΔΙΤ για τη συντήρηση
Όσον αφορά δε στο τεράστιο project της συντήρησης του σιδηροδρομικού δικτύου μέσω ΣΔΙΤ, συνδυάζοντας ευρωπαϊκές ενισχύσεις και ιδιωτική χρηματοδότηση, όπως λέει ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Οργανισμού Σπ. Πατέρας, η συμβασιοποίηση αναμένεται στις αρχές του 2023. Εν τω μεταξύ, το έργο αυτό θα ενισχυθεί, βάσει του εθνικού σχεδίου που θα σταλεί στην Κομισιόν, με πόρους 130 εκατ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης.
Το συνολικό δεκαετές πλάνο του ΟΣΕ, ύψους 1,2 δισ. ευρώ, θα καλύπτει με μεγάλες εργολαβίες συντήρησης και αναβάθμισης όλο το δίκτυο της χώρας. Στην κρίσιμη διετία που μεσολαβεί, τα στοιχήματα για τον ΟΣΕ είναι δύο.
Αφενός να κρατηθεί σε ικανοποιητική κατάσταση το δίκτυο και αφετέρου να ολοκληρωθούν τα έργα που τρέχουν, προκειμένου η συντήρηση να πατήσει σε ένα «καθαρό» δίκτυο χωρίς επικαλύψεις εργολαβιών, όπως συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες.
Επί του παρόντος, υπογραμμίζει ο κ. Πατέρας, ΟΣΕ και ΕΡΓΟΣΕ δουλεύουν καθημερινά για να επιλυθούν χρονίζοντα προβλήματα και να ξεκολλήσουν «παγωμένες» συμβάσεις, όπως η 717, που αφορά την εγκατάσταση του ETCS (European Control Train System) στον άξονα Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Προμαχώνα, η ενεργοποίηση της οποίας εγκρίθηκε πρόσφατα και οδεύει προς υπογραφή η συμπληρωματική σύμβαση, ύψους 13,3 εκατ. ευρώ.