Πριν την ψήφιση του νέου Πτωχευτικού Νόμου (ν. 4738/2020 «Ρύθμιση οφειλών και παροχή δεύτερης ευκαιρίας») είχαμε ασχοληθεί με το ζήτημα της διαφοροποίησης του παλαιού νομοθετικού πλαισίου με το προς ψήφιση νομοσχέδιο. Σήμερα, μπορούμε να καταγράψουμε τις επιμέρους διαφορές έχοντας μπροστά μας πλέον τον ψηφισθέντα νόμο. Μία από τις σημαντικές του ρυθμίσεις αφορά στη λεγόμενη «δεύτερη ευκαιρία» των οφειλετών, δηλαδή στη δυνατότητά τους να κάνουν μια νέα «καθαρή» αρχή. Στο παρόν σημείωμα θα προσπαθήσουμε να επισημάνουμε τα καίρια σημεία του νέου νόμου ως προς το ζήτημα αυτό, σε σχέση και με το παλαιό δίκαιο, μέσα από 9 ερωτοαπαντήσεις.
Του Γιώργου Ψαράκη*
Πριν την ψήφιση του νέου Πτωχευτικού Νόμου (ν. 4738/2020 «Ρύθμιση οφειλών και παροχή δεύτερης ευκαιρίας») είχαμε ασχοληθεί με το ζήτημα της διαφοροποίησης του παλαιού νομοθετικού πλαισίου με το προς ψήφιση νομοσχέδιο. Σήμερα, μπορούμε να καταγράψουμε τις επιμέρους διαφορές έχοντας μπροστά μας πλέον τον ψηφισθέντα νόμο. Μία από τις σημαντικές του ρυθμίσεις αφορά στη λεγόμενη «δεύτερη ευκαιρία» των οφειλετών, δηλαδή στη δυνατότητά τους να κάνουν μια νέα «καθαρή» αρχή. Στο παρόν σημείωμα θα προσπαθήσουμε να επισημάνουμε τα καίρια σημεία του νέου νόμου ως προς το ζήτημα αυτό, σε σχέση και με το παλαιό δίκαιο, μέσα από 9 ερωτοαπαντήσεις.
1. Ο θεσμός της «δεύτερης ευκαιρίας» εισάγεται για πρώτη φορά στο ελληνικό δίκαιο;
Όχι. Ουσιαστική υιοθέτηση του θεσμού έλαβε χώρα για πρώτη φορά το 2016, όταν και προβλέφθηκε η δυνατότητα παροχής «δεύτερης ευκαιρίας» στον έμπορο-οφειλέτη μέσω του θεσμού της «απαλλαγής του οφειλέτη φυσικού προσώπου» του Πτωχευτικού Κώδικα. Μάλιστα το 2018 οι εν λόγω διατάξεις τροποποιήθηκαν προς το ευμενέστερο (νόμος 4549/2018). Είναι πραγματικότητα, όμως, ότι, οι νέες ρυθμίσεις καθιστούν ευχερέστερη την απαλλαγή του οφειλέτη.
2. Ποιος αποφασίζει για την απαλλαγή του οφειλέτη;
H απαλλαγή, δηλαδή η «διαγραφή» των χρεών του οφειλέτη, με βάση το νέο πτωχευτικό νόμο επέρχεται αυτομάτως (αυτοδικαίως) μετά την παρέλευση 3 ετών (ή 1 έτους υπό αυστηρότερες προϋποθέσεις) από την πτώχευση, εκτός κι αν καταθέσει προσφυγή στο δικαστήριο κάποιος πιστωτής αντιτασσόμενος σε αυτή∙ σε αυτή την περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει τελικώς περί της απαλλαγής ή μη του οφειλέτη. Με βάση το παλαιό καθεστώς, επαφιόταν στο δικαστήριο να κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη όσα στοιχεία είχε στη διάθεσή του, αν θα απαλλάξει ή όχι τον οφειλέτη μετά από ειδικό αίτημα που υπέβαλε ο τελευταίος κατόπιν παρέλευσης της περιόδου απαλλαγής. Απαιτούνταν άρα για την απαλλαγή εκ νέου προσφυγή στο δικαστήριο εκ μέρους του οφειλέτη, υποχρέωση που αίρεται με το παρόντα νόμο. Η υιοθέτηση του θεσμού της «αυτόματης απαλλαγής» είχε προταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήδη από το 2014: «Μετά τη λήξη της περιόδου απαλλαγής, οι επιχειρηματίες θα πρέπει να απαλλάσσονται από τα χρέη τους, χωρίς να απαιτείται κατ’ αρχήν η εκ νέου προσφυγή τους στο δικαστήριο». Άρα στο σημείο αυτό η νέα ρύθμιση ήρθε να τροποποιήσει το παλαιό δίκαιο προς το ευμενέστερο για τον οφειλέτη.
3. Πόσα χρόνια μετά την πτώχευση έρχεται η απαλλαγή;
Η απαλλαγή από τα χρέη με βάση τον νέο νόμο έρχεται 3 έτη μετά την πτώχευση, εφόσον ο οφειλέτης δεν έχει περιουσία στο όνομά του (αν, όμως, ο οφειλέτης εισφέρει στην πτωχευτική περιουσία στοιχεία σημαντικής αξίας που υπερβαίνουν σε αξία το δέκα τοις εκατό (10%) των συνολικών του υποχρεώσεων και η ελάχιστη αξία τους δεν υπολείπεται των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, όπως π.χ. την κατοικία του, η περίοδος απαλλαγής μειώνεται στο 1 έτος από την πτώχευση). Βάσει του παλαιού δικαίου, η απαλλαγή μπορούσε να επέλθει κατόπιν αιτήσεως του οφειλέτη μετά την παρέλευση 2 ετών από την κήρυξη της πτώχευσης.
4. Ποιες είναι οι υποχρεώσεις του πτωχού κατά την περίοδο αυτή της απαλλαγής;
Στα 3 αυτά χρόνια της περιόδου απαλλαγής ο πτωχός θα υποχρεούται, με βάση τον νέο νόμο, να καταβάλει στους πιστωτές του μέρος του ετήσιου εισοδήματός του που υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης (εκτός κι αν ο οφειλέτης εισφέρει στην πτωχευτική περιουσία στοιχεία σημαντικής αξίας –βλ. παραπάνω-, όπου τότε δεν υποχρεούται σε καταβολή εκτός κι αν τα ετήσια εισοδήματά του υπερβαίνουν το πενταπλάσιο των ευλόγων δαπανών διαβίωσης). Να επισημάνουμε στο σημείο αυτό ότι αντίστοιχη υποχρέωση με βάση το παλαιό δίκαιο για την απαλλαγή των εμπόρων δεν υφίστατο. Η προτεινόμενη ρύθμιση αποτελεί ενσωμάτωση αντίστοιχης πρόβλεψης της ευρωπαϊκής οδηγίας (η οποία κάνει λόγο για «σχέδιο αποπληρωμής»). Η αιτιολογική έκθεση του νέου νόμου στηρίζει την επιλογή αυτή στην εξής σκέψη: «Η αλλαγή αυτή προτείνεται με σκοπό να αποφευχθούν φαινόμενα καταστρατήγησης της πτωχευτικής διαδικασίας, από πρόσωπα που, ενώ δεν έχουν αξιοσημείωτη κινητή ή ακίνητη περιουσία, αντίθετα έχουν μεγάλα εισοδήματα, με αποτέλεσμα, ενώ είναι πτωχοί και χωρίς επαρκή περιουσία να εξοφλήσουν τους πιστωτές τους, αυτοί να ζουν πλουσιοπάροχα». Φυσικά, στην πράξη, ο πτωχός επιχειρηματίας δεν αναμένεται να εμφανίζει εισοδήματα στο όνομά του καθώς για να επαναδραστηριοποιηθεί θα περιμένει πρώτα να πετύχει την απαλλαγή.
5. Είναι δυνατή η απαλλαγή όταν ο οφειλέτης δεν έχει περιουσία στο όνομά του αλλά ούτε εισοδήματα;
Σημαντική χρήση αναμένεται να γίνει του συγκεκριμένου νόμου από οφειλέτες-επιχειρηματίες που την παρούσα χρονική στιγμή δεν έχουν περιουσιακά στοιχεία στο όνομά τους, αλλά μόνο χρέη. Στον νέο νόμο διατηρείται η δυνατότητα του πτωχού που δεν έχει καθόλου περιουσία στο όνομά του να απαλλαγεί από τα χρέη του, αρκεί να παρέλθει 3ετία από την καταχώριση του ονόματός του στο οικείο ηλεκτρονικό μητρώο φερεγγυότητας. Η αντίστοιχη δυνατότητα είχε εισαχθεί στο ελληνικό δίκαιο το 2018 μετά και από εύστοχες παρατηρήσεις στο πλαίσιο κοινοβουλευτικού ελέγχου περί της μέχρι τότε αδυναμίας των εμπόρων-οφειλετών χωρίς περιουσία να απαλλαγούν (βλ. από 11/5/2018 ερώτηση του βουλευτή κ. Νικολόπουλου: «Αποκλείονται επίσης όσοι επιχειρηματίες δεν μπορούν να προχωρήσουν σε διαδικασία πτώχευσης διότι η επιχείρησή τους έχει μεν παύσει τις εργασίες της αλλά δεν διαθέτει περιουσιακά στοιχεία ικανά να καλύψουν τα έξοδα της πτώχευσης»). Μέχρι το 2018, δηλ., για να εκμεταλλευτεί ο επιχειρηματίας το θεσμό της «δεύτερης ευκαιρίας» έπρεπε να έχει κάποια περιουσία στο όνομά του, η οποία και ήταν απαραίτητη για τα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας.
6. Αν δεν είναι ο ίδιος ο οφειλέτης έμπορος αλλά μέτοχος ή μέλος Δ.Σ. ή διευθύνων σύμβουλος μιας Α.Ε. και έχει παράσχει εγγυήσεις σε πιστωτικά ιδρύματα για το δανεισμό της επιχείρησης, μπορεί να απαλλαγεί από τα τραπεζικά του χρέη;
Ναι, μπορεί. Αυτή είναι και μία εκ των μεγάλων διαφοροποιήσεων του νέου νόμου σε σχέση με τον παλαιό πτωχευτικό κώδικα. Εφόσον πλέον μπορούν να πτωχεύσουν και τα φυσικά πρόσωπα μη έμποροι, άρα και ο μέτοχος ή το μέλος του διοικητικού συμβουλίου μιας Α.Ε. που έχει παράσχει την προσωπική του εγγύηση σε ένα δάνειο της εταιρείας, μπορεί να ωφεληθούν και αυτά από το θεσμό της «δεύτερης ευκαιρίας». Με το παλαιό καθεστώς, για να επέλθει η απαλλαγή θα έπρεπε να κριθεί ότι ο μέτοχος ή το μέλος Δ.Σ. είχε αποκτήσει το ίδιο την εμπορική ιδιότητα (και άρα να χαρακτηριστεί το ίδιο ως έμπορος εξαιτίας π.χ. των αλλεπάλληλων εγγυήσεων και του άμεσου οικονομικού οφέλους που προσδοκούσε από αυτές κτλ.) ή να είχε ζητήσει να υπαχθεί στο νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Μάλιστα ο σχετικός προβληματισμός ήδη από το 2018 είχε τεθεί ενώπιον του Κοινοβουλίου ως εξής: «Το πρώτο πρόβλημα που προκύπτει από το νέο νόμο είναι ότι η 2η ευκαιρία, όπως νομοθετήθηκε με τον Ν 4446/2016, αφορά αποκλειστικά τους επιχειρηματίες που είχαν επιχείρηση προσωπική (Μη κεφαλαιουχική) δηλαδή Ο.Ε., Ε.Ε., ατομική, επειδή αυτοί συμπτωχεύουν μαζί με την επιχείρηση που πτωχεύει. Σε αντίθεση με τους επιχειρηματίες που είχαν Α.Ε., ΕΠΕ και ΙΚΕ (κεφαλαιουχικές) και δεν συμπτωχεύουν όταν πτωχεύει η επιχείρηση».
7. Υπάρχουν ειδικά κριτήρια απαλλαγής; Απαλλάσσονται όλοι οι οφειλέτες από τα χρέη τους;
Παραμένουν σε βασικές γραμμές και στον παρόντα νόμο τα ίδια κριτήρια για την απαλλαγή του πτωχού που ίσχυαν και με βάση το παλαιό καθεστώς. Ο πιστωτής που θα προσφύγει στο δικαστήριο με σκοπό να εμποδίσει την απαλλαγή του πτωχού οφειλέτη του, θα πρέπει να αποδείξει ότι η πτώχευση οφείλεται σε δόλιες ενέργειες του οφειλέτη ή ότι ο οφειλέτης δεν επέδειξε καλή πίστη είτε κατά την κήρυξη της πτώχευσης είτε και κατά τη διάρκειά της, ή ότι δεν έχει υπάρξει συνεργάσιμος με τα όργανα της πτώχευσης ή ότι έχει δολίως αποκρύψει εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας ή ότι εκκρεμεί ποινική δίωξη εναντίον του ή έχει καταδικαστεί για κάποια από τις πράξεις που αναφέρει ο νόμος (κλοπή, απάτη, υπεξαίρεση, καταδολίευση δανειστών κτλ). Μάλιστα πρόσφατα η Εκτελεστική Επιτροπή της Τράπεζας της Ελλάδος εξέδωσε σχετική απόφαση (Συνεδρίαση 185/09.03.2021) όπου αναφέρει διάφορους ενδείκτες κακοπιστίας, όπως π.χ. την εξαφάνιση ή απόκρυψη εμπορικών βιβλίων του πτωχού ή την παράλειψη της κατά τον νόμο σύνταξης των ισολογισμών ή της απογραφής ή κατάρτιση ισολογισμών κατά τρόπο που δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας του κοκ. Σε γενικές γραμμές, το δικαστήριο θα επικυρώσει την απαλλαγή του πτωχού όταν η πτώχευσή του οφείλεται σε ραγδαία αλλαγή οικονομικών συνθηκών (οικονομική κρίση), σε εμπορικό ατύχημα το οποίο δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί σε δόλια ενέργειά του (π.χ. πυρκαγιά), σε σοβαρά οικογενειακά προβλήματα, όπως π.χ. ασθένειες, εξαιτίας των οποίων υποβλήθηκε σε δαπάνη σημαντικών ποσών που επηρέασαν την εμπορική του δραστηριότητα, καθώς και σε άλλες περιστάσεις οι οποίες ήταν απρόβλεπτες, δεν οφείλονταν σε υπαιτιότητά του και οδήγησαν στην πτώχευση. Βάσει δε των όσων αναφέρει και η ευρωπαϊκή οδηγία 2019/1023: «Για να διακριβώσουν αν ο επιχειρηματίας επέδειξε ανέντιμη συμπεριφορά, οι δικαστικές ή διοικητικές αρχές μπορούν να λαμβάνουν υπόψη στοιχεία όπως η φύση και το ύψος των χρεών, ο χρόνος δημιουργίας των χρεών, οι προσπάθειες του επιχειρηματία να τα αποπληρώσει και να εκπληρώσει τις νόμιμες υποχρεώσεις του, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεών του για τη λήψη αδειών δημοσίας χρήσεως και την ορθή τήρηση λογιστικών στοιχείων, οι τυχόν ενέργειες του επιχειρηματία για να εμποδίσει τους πιστωτές να πετύχουν την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, η εκπλήρωση των καθηκόντων σε περίπτωση αφερεγγυότητας τα οποία υπέχουν οι επιχειρηματίες- μέλη του διοικητικού συμβουλίου εταιρείας, καθώς και η τήρηση της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού και της εργατικής νομοθεσίας».
Σημαντική επίσης διαφοροποίηση του νέου νόμου είναι και η εισαγωγή δυνατότητας μερικής απαλλαγής ή επιμήκυνσης της προθεσμίας απαλλαγής. Εάν το πτωχευτικό δικαστήριο κρίνει ότι δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις απαλλαγής, δύναται με αιτιολογημένη απόφασή του, να θέσει προθεσμία στον οφειλέτη για την ικανοποίησή τους, να περιορίσει την απαλλαγή ως προς ορισμένα μόνο χρέη ή να ορίσει εξαιρετικά μεγαλύτερη προθεσμία απαλλαγής (πέραν δηλ. της 3ετίας). Επομένως ακόμα και όταν διαπιστώνεται ότι η πτώχευση επήλθε λόγω δολίων ενεργειών του οφειλέτη, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να περιορίσει –και όχι να αποκλείσει- την απαλλαγή ανάλογα με τη βαρύτητα του πταίσματος του πτωχού.
8. Η απαλλαγή αφορά σε όλα τα χρέη του οφειλέτη;
Το σχέδιο νόμου προέβλεπε ότι ο πτωχός δεν απαλλάσσεται από οφειλές που δημιουργήθηκαν από αδίκημα που τελέσθηκε με δόλο ή βαρεία αμέλεια. Ίδια ρύθμιση περιεχόταν και στον παλαιό πτωχευτικό κώδικα. Η διατύπωση αυτή του νομοσχεδίου ενδέχεται να ερμηνευόταν ότι περιλαμβάνει και οφειλές των οποίων η μη καταβολή συνιστά ποινικό αδίκημα, όπως π.χ. φοροδιαφυγή, έκδοση ακάλυπτων επιταγών κτλ. Αν τελικά ψηφιζόταν με αυτή την διατύπωση ο νόμος, θα οδηγούμασταν σε «ακύρωση» στην πράξη της «δεύτερης ευκαιρίας» αφού μεγάλο μέρος των οφειλών των πτωχών-επιχειρηματιών σχετίζεται με αδικήματα φοροδιαφυγής, εισφοροδιαφυγής, μη καταβολής δεδουλευμένων και έκδοσης ακάλυπτων επιταγών. Τούτο είχε επισημανθεί και εντός του Κοινοβουλίου. Για τον λόγο αυτό ο νομοθέτης τελικά υιοθέτησε έναν πιο περιορισμένο αποκλεισμό και πλέον βάσει του νέου πτωχευτικού νόμου δεν απαλλάσσεται ο πτωχός μόνο από α) οφειλές που δημιουργήθηκαν μετά την υποβολή της αίτησης πτώχευσης, β) οφειλές από δόλο ή βαρεία αμέλεια που προκάλεσε θάνατο ή σωματική βλάβη προσώπου, γ) οφειλές από τα αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και δ) οφειλές διατροφής.
9. Τελικά είναι σκόπιμο να απαλλάσσονται οι πτωχοί από τα χρέη τους; Μήπως ο θεσμός αυτός συνιστά κίνητρο για αθέτηση πληρωμών;
Ο πτωχός βάσει των παλαιών νομοθετικών αλλά και κοινωνικών απόψεων ήταν ένας στιγματισμένος έμπορος, μη αποδεκτός από την πολιτεία για επανάσκηση οικονομικής δραστηριότητας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ωστόσο, επενέβη. Βάσει οικονομικών, κυρίως, μελετών που δίνουν μια άλλη διάσταση στο ζήτημα, σύστησε ήδη από το 2014 στα κράτη-μέλη να υιοθετήσουν διατάξεις που να δίνουν μια «δεύτερη ευκαιρία» στον πτωχό, μια ευκαιρία να επαναδραστηριοποιηθεί και εκμεταλλευόμενος την εμπειρία του από τα λάθη του παρελθόντος, να αναπτυχθεί αυτός και η τοπική οικονομία μαζί του. Οι οικονομικές μελέτες που είχαν στην διάθεσή τους τα αρμόδια νομοπαρασκευαστικά όργανα της Ε.Ε. έδιναν την εικόνα ότι λόγω της αδυναμίας επαναδραστηριοποίησης του πτωχού, οι οικονομίες των κρατών-μελών στερούνταν από έμπειρα μέλη της οικονομικής ζωής του τόπου και άρα από αποτελεσματικές αναπτυξιακές δράσεις. Τούτο διότι τις περισσότερες φορές ο μια φορά αποτυχών έμπορος έχει αποκτήσει τις γνώσεις και την εμπειρία ούτως ώστε να αποφύγει μια δεύτερη αποτυχία. Τούτο μάλιστα γλαφυρά περιέγραφε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε σχετικό έγγραφό της ως εξής: «Οι επιπτώσεις της πτώχευσης, ιδίως ο κοινωνικός στιγματισμός, οι νομικές συνέπειες και η συνεχιζόμενη αδυναμία αποπληρωμής των χρεών αποτελούν σημαντικά αντικίνητρα για τους επιχειρηματίες που επιθυμούν να συστήσουν επιχείρηση ή να αξιοποιήσουν μια δεύτερη ευκαιρία, έστω και αν τα στοιχεία δείχνουν ότι οι επιχειρηματίες που έχουν πτωχεύσει έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιτύχουν στη δεύτερη απόπειρά τους». Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η αιτιολογική έκθεση του παρόντος νέου νόμου: «Η παροχή δεύτερης ευκαιρίας στους οφειλέτες, πέραν της επιείκειας της έννομης τάξης προς αυτούς, εξυπηρετεί και την εθνική οικονομία, αφενός επειδή διευκολύνει την ανάληψη επιχειρηματικών κινδύνων και αφετέρου επειδή επιτρέπει στα υπερχρεωμένα πρόσωπα να έχουν κίνητρα να εργαστούν και να δημιουργήσουν περιουσία. Όταν δεν υπάρχει δυνατότητα των υπερχρεωμένων προσώπων να απαλλαγούν από τα χρέη τους, αυτά οδηγούνται στην παραοικονομία προς βλάβη του κοινωνικού συνόλου». Μέχρι την εισαγωγή, εξάλλου, του θεσμού της «δεύτερης ευκαιρίας», όποιος είχε πτωχεύσει αρκετές φορές συνέχιζε να δραστηριοποιείται εμπορικά μέσω συγγενικών του προσώπων, παρένθετων αλλοδαπών εταιρειών κοκ. Ενώ, δηλαδή, είχε διατεθεί όλη η περιουσία του πριν την κήρυξη της πτώχευσης για την εξόφληση των πιστωτών του, εκείνος άρχιζε ξανά από την αρχή, αποκτώντας ίσως και νέα περιουσιακά στοιχεία από τα κέρδη της νέας επιχείρησής του. Ήταν πρακτικά υποχρεωμένος, όμως, με σκοπό να θωρακίσει τα νέα περιουσιακά του στοιχεία από τους παλαιούς πιστωτές του, να τα αποκρύψει τεχνηέντως μέσω τρίτων προσώπων και περίτεχνων νομικών κατασκευών. Ακόμα και στην περίπτωση της κληρονομικής διαδοχής, ήταν υποχρεωμένος να προβεί σε αποποίηση υπέρ συνήθως συγγενικών του προσώπων (τέκνων, αδελφών κτλ.). Άρα το να μην αποδεχόμαστε το θεσμό της «δεύτερης ευκαιρίας» είναι σαν να κλείνουμε τα μάτια μας στην εμπορική πραγματικότητα. Εξάλλου, βάσει και του νέου νόμου ο πτωχός για να απαλλαγεί θα πρέπει πρώτα να έχει απολέσει όλα του τα περιουσιακά στοιχεία (μέσω της διαδικασίας της πτώχευσης), και κατόπιν να έχει περάσει η απαλλαγή του από δικαστικό έλεγχο, εφόσον φυσικά υπάρχουν πιστωτές του που προβάλλουν αντιρρήσεις σε αυτή.
* Ο Γιώργος Ψαράκης, ΜΔΕ, LL.M. (LSE), PgCert, είναι Δικηγόρος Αθηνών, Εταίρος της Δικηγορικής Εταιρείας «Ψαράκης & Κεφαλάς» (www.psarakislegal.com)