Συνολικά 6 δισ. ευρώ προσέλκυσαν συνολικά οι ελληνικές επιχειρήσεις κατά το 2020, εκ των οποίων τα 4,1 δισ. ευρώ αφορούν σε εξαγορές και συγχωνεύσεις (Ε&Σ), 1,7 δισ. σε εταιρικά ομόλογα, 45 εκατ. σε ιδιωτικοποιήσεις και 600 εκατ. ευρώ σε συναλλαγές μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις ελληνικές τράπεζες, σύμφωνα με την ετήσια μελέτη της PwC «Εξαγορές και Συγχωνεύσεις στην Ελλάδα 2020».
Συνολικά 6 δισ. ευρώ προσέλκυσαν συνολικά οι ελληνικές επιχειρήσεις κατά το 2020, εκ των οποίων τα 4,1 δισ. ευρώ αφορούν σε εξαγορές και συγχωνεύσεις (Ε&Σ), 1,7 δισ. σε εταιρικά ομόλογα, 45 εκατ. σε ιδιωτικοποιήσεις και 600 εκατ. ευρώ σε συναλλαγές μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις ελληνικές τράπεζες, σύμφωνα με την ετήσια μελέτη της PwC «Εξαγορές και Συγχωνεύσεις στην Ελλάδα 2020».
Όπως σημειώνεται σχετικά, το 2020 ήταν μια δύσκολη χρονιά σε παγκόσμιο επίπεδο, λόγω της επίδρασης της πανδημίας, η οποία ανέκοψε την αναπτυξιακή πορεία τόσο της παγκόσμιας, όσο και της ελληνικής οικονομίας, με τη χώρα μας να αποδεικνύεται ανθεκτική και να συρρικνώνεται κατά 8,2% σε ετήσια βάση, έναντι δυσμενέστερων προβλέψεων.
Ο Κυριάκος Ανδρέου, partner και advisory leader της PwC Ελλάδας, δήλωσε πως «η χώρα μας, παρά τις δημοσιονομικές επεκτάσεις που απαιτήθηκαν λόγω της πανδημίας, κατάφερε να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των αγορών που είχε χτίσει την τελευταία περίοδο, σε συνέχεια της οικονομικής κρίσης. Αυτό αποτυπώνεται στην άντληση ρευστότητας μέσω 5 εκδόσεων ομολόγων, με ιδιαίτερα ευνοϊκές αποδόσεις».
Όπως προκύπτει από τη μελέτη, ο αριθμός των Ε&Σ μειώθηκε κατά 31% το 2020, όμως η μέση αξία συναλλαγής αυξήθηκε κατά 19 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2019, αντανακλώντας μια μεταστροφή προς μεγαλύτερες συναλλαγές. Συγκεκριμένα, το 2020, παρά τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες, υλοποιήθηκαν 10 συναλλαγές μεγάλης κεφαλαιοποίησης (> 100 εκατ. ευρώ), έναντι 8 το 2019. Από τις 10 μεγαλύτερες σε αξία συναλλαγές, στις 8 συμμετείχαν ξένοι επενδυτές, αναδεικνύοντας την τάση προσέλκυσης ξένων επενδυτών στο ελληνικό επιχειρηματικό περιβάλλον.
Διαφοροποίηση σημειώνεται και στην κατεύθυνση των συναλλαγών σε σχέση με το 2019, με τις εισερχόμενες συναλλαγές να μειώνονται σε αριθμό κατά 22 συναλλαγές, αλλά να αυξάνονται σε όρους μέσης αξίας κατά 46 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, οι εγχώριες συναλλαγές αυξήθηκαν οριακά σε αριθμό (κατά 2 συναλλαγές), ενώ διπλασιάστηκε η μέση αξία τους. Συνολικά, η αγορά Ε&Σ οδηγήθηκε από εγχώριες συναλλαγές, οι οποίες ήταν κατά μέσο όρο μικρές και οδηγούμενες από ελληνικά κεφάλαια, ενώ οι εισερχόμενες και εξερχόμενες συναλλαγές ήταν λιγότερες σε αριθμό αλλά με υψηλότερο μέσο μέγεθος.
Σε αντίθεση με το 2019 όπου υπήρξε έντονη διακλαδική δραστηριότητα, το 2020 κυριάρχησε ο κλάδος των ΤΜΤ (Τηλεπικοινωνίες, ΜΜΕ, Τεχνολογία), όπου πραγματοποιήθηκαν 14 συναλλαγές, γεγονός που οφείλεται και στις ανάγκες που δημιούργησε η πανδημία. Στο πλαίσιο αυτό, παρατηρείται η εξαγορά εταιρειών που ασχολούνται με το ηλεκτρονικό εμπόριο (π.χ. Skroutz, Instashop, caremarket) με υψηλό τίμημα συναλλαγής, ως απόρροια της αυξημένης τους αξίας, εξαιτίας της πανδημικής κρίσης. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται ο κλάδος της Ενέργειας με 9 συναλλαγές, ως αποτέλεσμα της ευρύτερης μετάβασης που επιχειρείται προς έναν βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης.
Για το 2021, βάσει των ήδη συμφωνηθέντων και των σχετικών ανακοινώσεων, η αξία των συναλλαγών προβλέπεται να ξεπεράσει τα 2 δισ. ευρώ με επιπλέον 1,5 δισ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις.
Ο Κυριάκος Ανδρέου σημειώνει πως «οι προβλέψεις για μετά το πέρας της πανδημίας είναι θετικές. Η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης είναι υψίστης σημασίας, καθώς χρειάζεται να κατευθυνθούν προς παραγωγικές επενδύσεις και μεταρρυθμιστικές δράσεις, δημιουργώντας δυνατότητες για ισχυρή ανάκαμψη και ενδυνάμωση της παραγωγικής δομής της χώρας. Η πανδημία επιτάχυνε την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων αναφορικά με την ψηφιοποίηση και τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα, αναδεικνύοντας τον δρόμο που χρειάζεται να ακολουθήσει η χώρα και μετά την πανδημική κρίση, συμβάλλοντας στην επίτευξη του στόχου της βιώσιμης ανάπτυξης και της προσέλκυσης νέων επενδύσεων».
Ο Θανάσης Πανόπουλος, partner και επικεφαλής του τμήματος Deals της PwC Ελλάδας, σχολίασε πως «το 2020, ήταν μια διαφορετική χρονιά με πολλές δυσκολίες σε όλα τα επίπεδα. Αναπόφευκτα, οι συνθήκες της πανδημίας, οι οποίες και αναχαίτισαν την πορεία ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, επηρέασαν την αγορά των E&Σ, καταγράφοντας μείωση του αριθμού των συναλλαγών. Ωστόσο, η αξία των συναλλαγών αυξήθηκε, δίνοντας την ευκαιρία για διατήρηση του momentum της προηγούμενης χρονιάς, παρά το γεγονός της μη ολοκλήρωσης των προγραμματισμένων αποκρατικοποιήσεων, λόγω της πανδημίας. Οι προβλέψεις για το 2021 είναι θετικές, καθώς αναμένεται το άνοιγμα των αγορών και η ολοκλήρωση των αποκρατικοποιήσεων που "πάγωσαν" κατά το 2020».
Από την πλευρά του, ο Γιώργος Μακρυπίδης, partner και επικεφαλής Corporate Finance της PwC Ελλάδας, επισήμανε πως «το 2020 παρατηρήσαμε εξαιρετική δυναμική συναλλαγών σε κλάδους που σχετίζονται με την πράσινη ενέργεια, την τεχνολογία, τις τηλεπικοινωνιακές υποδομές καθώς και τον ευρύτερο τραπεζικό κλάδο. Η χώρα μας πλέον αντιμετωπίζεται ως περιβάλλον χαμηλού ρίσκου με αποδόσεις οι οποίες ακόμα υπερβαίνουν τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Η διαφοροποίηση αυτή των αποδόσεων τείνει να εξαλειφθεί οδηγώντας σε υψηλότερες αποτιμήσεις. Το 2021 αναμένουμε εξίσου υψηλό συναλλακτικό ενδιαφέρον στους ίδιους κλάδους καθώς και στον τομέα των τροφίμων, με άνοδο του επιπέδου των συναλλαγών τόσο σε αριθμό αλλά και σε αξία».
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η PwC αναδείχθηκε πρώτος χρηματοοικονομικός σύμβουλος για Ε&Σ βάσει αριθμού συναλλαγών και βάσει αξίας συναλλαγών σε συναλλαγές μεταξύ 10-300 εκατ. δολαρίων.