Οι προθέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν ξεκάθαρες από την πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων για το Brexit με το Λονδίνο για τον επίμαχο κλάδο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Το Σίτι του Λονδίνου αποκλείστηκε από τον μαραθώνιο των διαπραγματεύσεων μεταξύ Βρυξελλών και Λονδίνου που οδήγησαν στη συμφωνία για το Brexit κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή.
Από την έντυπη έκδοση
Της Ζωρζέτ Ζολώτα
[email protected]
Οι προθέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν ξεκάθαρες από την πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων για το Brexit με το Λονδίνο για τον επίμαχο κλάδο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Το Σίτι του Λονδίνου αποκλείστηκε από τον μαραθώνιο των διαπραγματεύσεων μεταξύ Βρυξελλών και Λονδίνου που οδήγησαν στη συμφωνία για το Brexit κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή.
Χθες, ο αρμόδιος επίτροπος για το Βrexit, Μισέλ Μπαρνιέ, δήλωσε πως οι αποφάσεις ισοδυναμίας, δηλαδή της παραχώρησης του δικαιώματος των χρηματοοικονομικών εταιρειών στο Σίτι να παρέχουν υπηρεσίες στην ενιαία αγορά χωρίς να μετακινηθούν από το Λονδίνο, θα ληφθούν μονομερώς και δεν είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης. «Δεν θα θέσουμε σε κίνδυνο τη χρηματοοικονομική σταθερότητα» της Ε.Ε., τόνισε ο Ευρωπαίος αξιωματούχος στο πλαίσιο επιχειρηματικού συνεδρίου που έλαβε χώρα χθες στις Βρυξέλλες. «Το Brexit σημαίνει Brexit. Θα πρέπει όλοι να υποστούν τις συνέπειες».
Από τη στιγμή που οι Βρετανοί αποφάσισαν να αποχωρήσουν από το κλαμπ των Βρυξελλών, το Σίτι του Λονδίνου δεν θα μπορούσε να ευελπιστεί σε ένα ειδικό καθεστώς που θα του επέτρεπε να έχει ελεύθερη πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίου της Ε.Ε. Μεμονωμένα κράτη-μέλη της Ε.Ε., όπως η Γερμανία και η Γαλλία, δεν έκρυψαν την επιθυμία τους να αποσπάσουν ένα κόμματι από το Σίτι του Λονδίνου που είναι το ισχυρότερο χρηματοοικονομικό κέντρο μετά τη Wall Street και αντιπροσωπεύει σχεδόν το ένα δέκατο των φορολογικών εσόδων για το βρετανικό δημόσιο.
Πρώτο το Άμστερνταμ
Από τα τέλη του 2020, η κυριαρχία του Σίτι του Λονδίνου στη διαπραγμάτευση ευρωπαϊκών μετοχών έχει εξαλειφθεί υπέρ του Άμστερνταμ που απέσπασε αυτόματα τον μεγαλύτερο όγκο συναλλαγών τον Ιανουάριο. Μέσα σε έναν μήνα, ο ημερήσιος τζίρος του χρηματιστηρίου στο Άμστερνταμ τετραπλασιάστηκε στα 9,2 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας τα αντίστοιχα 8,6 δι.σ ευρώ που είναι ο μέσος όρος στο Σίτι του Λονδίνου. Μέχρι τον Δεκέμβριο, δηλαδή προ Brexit, ο ημερήσιος τζίρος στο Άμστερνταμ περιοριζόταν στα 2,2 δισ. ευρώ, ενώ έφθανε τα 14,6 δισ. ευρώ στο Σίτι του Λονδίνου. Πρόκειται για μια απώλεια της τάξεως των 6 δισ. ευρώ σε χρηματιστηριακές συναλλαγές, ημερησίως, εις βάρος της Βρετανίας. Στα στοιχεία του Ιανουαρίου δεν περιλαμβάνεται η επάνοδος των ελβετικών μετοχών στο Σίτι του Λονδίνου, αν και πάλι ο ημερήσιος όγκος των συναλλαγών θα είναι χαμηλότερος σε σχέση με ιστορικά υψηλά επίπεδα, όπως επισημαίνουν και αναλυτές στο πρακτορείο Bloomberg. Παραδόξως, ένα μεγάλο κομμάτι του όγκου των interest-rate swaps -συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων- έχει διοχετευθεί στις ΗΠΑ που αναγνωρίζεται τόσο από τη Βρετανία όσο και την Ε.Ε.
Οπότε η μάχη συμφερόντων είναι μεγάλη για να επιτευχθεί ένα καθεστώς ισοδυναμίας μεταξύ Βρυξελλών και Λονδίνου που ουσιαστικά θα επιβεβαίωνε πως οι βρετανικοί κανόνες είναι αρκετά αξιόπιστοι για να μπορέσει να λειτουργήσει μια εταιρεία του Σίτι στον μπλοκ της Ε.Ε. Προς το παρόν, όμως, η Ε.Ε. δεν επιτρέπει στους επενδυτές να διαπραγματευθούν μετοχές της Airbus ή της BNP Paribas από τη Βρετανία. Ήδη από το 2020, οι χρηματοοικονομικές εταιρείες που επί σειρά ετών βρίσκονταν στο Λονδίνο μετακίνησαν 7.500 θέσεις εργασίας και περιουσιακά στοιχεία άνω του ενός τρισ. στερλινών στην Ε.Ε.
Προκειμένου να διατηρήσει το Λονδίνο τη θέση του ως παγκόσμιο χρηματοοικονομικό κέντρο επέτρεψε στις ευρωπαϊκές χρηματοοικονομικές εταιρείες να παραμείνουν μέχρι και μία τριετία. Ωστόσο, ο κ. Μπαρνιέ και η αρμόδια ευρωπαϊκή αρχή ESMA (European Securities and Markets Authority) προειδοποιήσαν τις βρετανικές εταιρείες να αποσπούν τη συναίνεση Ευρωπαίων πελατών για τη διεκπεραίωση επενδύσεων, προσπαθώντας να παρακάμψουν τους κανόνες της Mifid III.
Η Βρετανία δεν μετρά απώλειες μόνον από το Brexit, αλλά και από την πανδημία του κορονοϊού. Έπειτα από τρία lockdown χάθηκαν πωλήσεις 22 δισ. στερλινών από το λιανικό εμπόριο κατά τη διάρκεια του περσινού έτους. Οι επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης οδήγησαν στην κατάρρευση μεγάλων ομίλων όπως η Arcadia Group και η Debenhmas, αποτελώντας στόχους εξαγοράς αντίστοιχα από τους κολοσσούς ηλεκτρονικού εμπορίου Asos και Boohoo. Η κίνηση των καταναλωτών στους εμπορικούς δρόμους της Βρετανίας μειώθηκε πέρυσι πάνω από 40%, με την ένωση εμπόρων της χώρας να μιλά για το χειρότερο οικονομικό έτος στην ιστορία.