Σε «κόκκινο συναγερμό» τέθηκε χθες το πρωί η Ακτή Μιαούλη, μετά τις δηλώσεις του προέδρου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά Βασίλη Κορκίδη σε κινεζικό μέσο σχετικά με τις προθέσεις της Cosco να ανοιχτεί και στις τροφοδοσίες πλοίων στο λιμάνι του Πειραιά.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αντώνη Τσιμπλάκη
[email protected]
Σε «κόκκινο συναγερμό» τέθηκε χθες το πρωί η Ακτή Μιαούλη, μετά τις δηλώσεις του προέδρου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά Βασίλη Κορκίδη σε κινεζικό μέσο σχετικά με τις προθέσεις της Cosco να ανοιχτεί και στις τροφοδοσίες πλοίων στο λιμάνι του Πειραιά.
Κίνηση που θεωρήθηκε, στην αγορά του Πειραιά, ως μία ακόμα απόπειρα του κινεζικού ναυτιλιακού κολοσσού να «μπει σε ξένα χωράφια».
Ωστόσο πηγές από την Cosco επεσήμαναν κατηγορηματικά στη «Ν» ότι η πρόθεσή τους δεν είναι να ασχοληθούν με τις τροφοδοσίες πλοίων, αλλά αντίθετα σε επιστολή τους προς το τελωνείο ζήτησαν να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες υιοθέτησης όλων των προβλεπόμενων σε επίπεδο Ε.Ε. για τους εφοδιασμούς πλοίων, ώστε να μπορέσει ο Πειραιάς να καταστεί hub εφοδιασμού πλοίων για τα κρουαζιερόπλοια.
Όπως εξήγησαν στη «Ν», τα επόμενα χρόνια -αφού ολοκληρωθούν τα έργα στη νέα βάση κρουαζιέρας και η συγκεκριμένη βιομηχανία βάλει ξανά πρόσω τις μηχανές, αφού σήμερα βρίσκεται στο ναδίρ εξαιτίας των παρενεργειών που έχουν σημειωθεί από την πανδημία του κορονοϊού- όταν γίνει ο Πειραιάς hub κρουαζιέρας, μπορεί να εξελιχθεί και σε hub εφοδιασμού κρουαζιερόπλοιων, αφού μέχρι σήμερα τα μεγάλα κρουαζιερόπλοια εφοδιάζονται με containers που έρχονται κυρίως από τη Βόρεια Ευρώπη.
Τι προηγήθηκε
Στις δηλώσεις του προς το κινεζικό μέσο ο κ. Κορκίδης δήλωσε ότι: «Τη νέα φωτιά που ανάβει η Cosco καλείται να σβήσει η ελληνική κυβέρνηση. Φαίνεται ότι η Cosco Shipping ετοιμάζει μια ακόμη θυγατρική εμπορική εταιρεία για τη γενική προμήθεια πλοίων, προκαλώντας και αγνοώντας τις εκατοντάδες μικρές και μεσαίες ελληνικές εταιρείες εφοδιασμού πλοίων στο λιμάνι του Πειραιά, οι οποίες πιστεύουν ότι η κινεζική εταιρεία έχει έρθει να τα πάρει όλα. Αυτό δεν είναι μια συμφωνία λιμενικών επενδύσεων, όπως θα έπρεπε, αλλά μια μονοπωλιακή συμπεριφορά που δημιουργεί αθέμιτο ανταγωνισμό σε μια χώρα της Ε.Ε.».
Η «φωτιά» μπήκε όταν από την Cosco Shipping Agency έφυγε επιστολή προς τις ελληνικές αρχές με την οποία ζητούσε να γίνουν όλα τα απαραίτητα βήματα προκειμένου να γίνει ανταγωνιστικός ο τομέας του εφοδιασμού πλοίων.
Η πληροφορία έφτασε στα ναυτιλιακά γραφεία του Πειραιά και θεωρήθηκε άμεσα ως μια ακόμα κίνηση των Κινέζων να ανοιχτούν σε μια νέα αγορά.
Σύμφωνα με τη ναυτιλιακή κοινότητα του μεγάλου λιμανιού, έχει προηγηθεί η προσπάθεια των Κινέζων να πάρουν άδεια ναυπηγείου για τη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Περάματος, η προσπάθεια να καταρτίσουν δικό τους μητρώο ναυπηγοεπισκευαστών, αλλά και να δημιουργήσουν ηλεκτρονική πλατφόρμα για την κίνηση όλων των εμπορευμάτων από το λιμάνι του Πειραιά, καλύπτοντας με αυτό τον τρόπο το κενό, που μέχρι πρόσφατα υπήρχε, από την απουσία δημόσιου συστήματος.
Η βάση κρουαζιέρας
Ζητήματα έχουν ανακύψει και με την κατασκευή της νέας βάσης κρουαζιέρας, ώστε να γίνει ο Πειραιάς hub κρουαζιέρας. Κάτοικοι της περιοχής ωστόσο ζητούν να σταματήσει το έργο γιατί ζημιώνει το περιβάλλον, ενώ υπάρχουν και θέματα που αφορούν τη μεταφορά των όγκων προκειμένου να «μπαζωθεί» η περιοχή και να γίνει η νέα προβλήτα.
Θέμα τέθηκε και με το αίτημα των Κινέζων να κατασκευάσουν και τέταρτο προβλήτα στον Σταθμό Εμπορευματοκιβωτίων, ώστε το λιμάνι του Πειραιά να αναρριχηθεί στην πρώτη θέση της Ευρώπης σταδιακά, εκτοπίζοντας τα μεγάλα ευρωπαϊκά λιμάνια του Βορρά.
Οι περιοχές που συνορεύουν με τον Σταθμό Εμπορευματοκιβωτίων αντιδρούν, διότι θεωρούν ότι θα επιβαρυνθεί περιβαλλοντικά η πόλη, αλλά η Cosco υποστηρίζει ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί διότι τα containers θα είναι transit. Επίσης αντιδρούν και οι ναυπηγοεπισκευαστές, διότι πιστεύουν ότι προκειμένου να γίνει ο νέος προβλήτας κρουαζιέρας θα χάσουν σημαντικό χώρο ναυπηγοεπισκευής.
Ταυτόχρονα πολλοί είναι και οι χρήστες του λιμανιού που διαμαρτύρονται, διότι υποστηρίζουν ότι οι χρεώσεις στο λιμάνι είναι ιδιαίτερα υψηλές σε σχέση με τον ανταγωνισμό, και ειδικότερα σε σχέση με την Τουρκία.