Θεαματική πτώση στα φορολογητέα εισοδήματα 3,5 εκατομμυρίων φυσικών προσώπων σημειώθηκε κατά τη διάρκεια του 2020, εξαιτίας των απαγορεύσεων και των περιορισμών που επιβλήθηκαν στη διεξαγωγή πλήθους επιχειρηματικών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων για την προστασία της δημόσιας υγείας απέναντι στην εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Θεαματική πτώση στα φορολογητέα εισοδήματα 3,5 εκατομμυρίων φυσικών προσώπων σημειώθηκε κατά τη διάρκεια του 2020, εξαιτίας των απαγορεύσεων και των περιορισμών που επιβλήθηκαν στη διεξαγωγή πλήθους επιχειρηματικών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων για την προστασία της δημόσιας υγείας απέναντι στην εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού.
Η παραπάνω εξέλιξη -σε συνδυασμό με τη σημαντική μείωση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων που ισχύει για τα εισοδήματα του 2020 και με την προσωρινή κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης που ισχύει επίσης για τα εισοδήματα του 2020- θα έχει ως συνέπεια να σημειωθεί φέτος μια πρωτοφανής πτώση στα έσοδα του Δημοσίου από τη φορολογία εισοδήματος. Ταυτόχρονα, εξαιτίας της πολύ μεγάλης μείωσης των φορολογητέων εισοδημάτων τόσο πολλών φυσικών προσώπων θα αυξηθούν υπέρμετρα οι υποχρεώσεις του κρατικού προϋπολογισμού για την καταβολή επιστροφών φόρου εισοδήματος και τη χορήγηση κοινωνικών επιδομάτων και παροχών.
Επιπροσθέτως, εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενοι που υπέστησαν πέρυσι πολύ μεγάλες μειώσεις στα εισοδήματά τους θα καταστούν φέτος αυτόματα και δικαιούχοι μερικής ή ολικής απαλλαγής από τον ΕΝΦΙΑ, με συνέπεια τα έσοδα που θα βεβαιωθούν φέτος από τον φόρο αυτό να εμφανίσουν σημαντική συρρίκνωση. Οι καραντίνες που επιβλήθηκαν εντός του προηγουμένου έτους είχαν ως συνέπεια περισσότεροι από 1.700.000 μισθωτοί εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα να τεθούν σε αναστολή συμβάσεων εργασίας για χρονικά διαστήματα από 3 έως και 10 μήνες, πάνω από 1.400.000 ατομικές επιχειρήσεις, ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι να αναστείλουν τη λειτουργία τους, για 5 έως και 7 μήνες τουλάχιστον μέσα στο 2020, ή να υπολειτουργούν τουλάχιστον για 9 μήνες μέσα στο προηγούμενο έτος, κατά τη διάρκεια των οποίων πραγματοποίησαν σημαντικά μειωμένους τζίρους. Επιπλέον, περισσότεροι από 400.000 ιδιοκτήτες εκμισθούμενων ακινήτων υποχρεώθηκαν για χρονικά διαστήματα από 6 έως και 10 μήνες μέσα στο 2020 να εισπράξουν ενοίκια μειωμένα κατά 40% ή και περισσότερο.
Όλοι αυτοί οι φορολογούμενοι επιβίωσαν οικονομικά χάρη στις έκτακτες οικονομικές ενισχύσεις που έλαβαν από το Δημόσιο, όπως οι αποζημιώσεις ειδικού σκοπού των 800 και των 534 ευρώ, τα ποσά της «επιστρεπτέας προκαταβολής», που κυμάνθηκαν από 1.000 έως και 350.000 ευρώ, και διάφορα άλλα έκτακτα και ειδικά επιδόματα. Όλες αυτές οι οικονομικές ενισχύσεις οι οποίες καταβλήθηκαν από το κράτος με σκοπό τη μερική ή και την ολική αναπλήρωση των απολεσθέντων εισοδημάτων τόσων πολλών εργαζομένων και επιχειρήσεων είναι αφορολόγητες, ακατάσχετες και δεν συνυπολογίζονται στα ετήσια φορολογητέα εισοδήματά τους, τα οποία λαμβάνονται υπόψη για να κριθεί εάν δικαιούνται ή όχι διάφορα άλλα τακτικά καταβαλλόμενα ποσά κοινωνικών επιδομάτων και παροχών.
Όπως γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, περισσότεροι από 3.500.000 φορολογούμενοι, στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που θα υποβάλουν φέτος την άνοιξη και το καλοκαίρι για το φορολογικό έτος 2020, θα εμφανίσουν ποσά ετήσιων φορολογητέων εισοδημάτων σημαντικά μειωμένα σε σύγκριση με αυτά που εμφάνισαν πέρυσι με τις δηλώσεις για τα εισοδήματα του 2019.
Οι μειώσεις στα ετήσια φορολογητέα εισοδήματα για πάνω από 3.500.000 φυσικά πρόσωπα θα είναι τουλάχιστον 30% και σε πολλές περιπτώσεις θα φθάνουν ή και θα υπερβαίνουν το 50%.
Εξαιτίας της αναμενόμενης αυτής εξέλιξης:
1. Εκατοντάδες χιλιάδες μισθωτοί φορολογούμενοι - εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα θα απαλλαγούν πλήρως από τον φόρο εισοδήματος και την ειδική εισφορά αλληλεγγύης για το 2020, λόγω πτώσης των ετησίων φορολογητέων εισοδημάτων του έτους αυτού κάτω από τα αφορολόγητα όρια των 8.636 ευρώ έως 12.000 ευρώ, που ισχύουν στη φορολογία εισοδήματος για τη συντριπτική πλειονότητα των φυσικών προσώπων και κάτω από το αφορολόγητο όριο των 12.000 ευρώ που ισχύει για την ειδική εισφορά αλληλεγγύης.
Για παράδειγμα, φορολογούμενος εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα με τέσσερα εξαρτώμενα τέκνα και ετήσιο φορολογητέο εισόδημα 20.000 ευρώ το 2019, κατά τη διάρκεια του 2020 εργάστηκε κανονικά μόνο τους 6 από τους 12 μήνες του έτους -λόγω αναστολής της λειτουργίας της επιχείρησης στην οποία εργάζεται- και ως εκ τούτου έλαβε μισθούς μόνο για έξι μήνες, καθώς επίσης και Δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων. Τους υπόλοιπους 6 μήνες του 2020 ήταν σε αναστολή σύμβασης εργασίας και έλαβε αποζημιώσεις ειδικού σκοπού 800 και 534 ευρώ, οι οποίες είναι αφορολόγητες και δεν συμπεριλαμβάνονται στο ετήσιο φορολογητέο εισόδημα. Ως εκ τούτου το ετήσιο φορολογητέο εισόδημά του μειώθηκε περίπου κατά 40% το 2020, και περιορίστηκε στα 12.000 ευρώ. Για το εισόδημα των 20.000 ευρώ του 2019 ο φορολογούμενος αυτός επιβαρύνθηκε με φόρο εισοδήματος 2.300 ευρώ, καθώς επίσης και με ειδική εισφορά αλληλεγγύης 176 ευρώ. Για το 2020, το εισόδημά του διαμορφώθηκε στο ίδιο επίπεδο με το αφορολόγητο όριο των εργαζομένων με τέσσερα εξαρτώμενα τέκνα, που είναι τα 12.000 ευρώ, και συνεπώς δεν θα πληρώσει φόρο εισοδήματος. Επιπλέον, το εισόδημά του για το 2020 διαμορφώθηκε στο ίδιο ύψος με το αφορολόγητο όριο των 12.000 ευρώ που ισχύει για την ειδική εισφορά αλληλεγγύης, οπότε θα απαλλαγεί και από την επιβάρυνση αυτή.
2. Θα αυξηθούν κατά πολύ οι περιπτώσεις μισθωτών εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα που θα είναι δικαιούχοι μεγάλων ποσών επιστροφών φόρου. Κι αυτό θα συμβεί επειδή κατά τη διάρκεια του 2020 οι μηνιαίες κρατήσεις φόρου εισοδήματος και ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης επί των μισθών των εργαζομένων αυτών υπολογίστηκαν, όσους μήνες αυτοί εργάζονταν κανονικά, ωσάν οι αποδοχές τους να ήταν σε ετήσια βάση ίδιες με τα επίπεδα στα οποία είχαν διαμορφωθεί πριν ξεσπάσει η πανδημία του κορονοϊού. Όμως τα ποσά των φόρων που αναλογούν στα -σημαντικά μειωμένα- ετήσια φορολογητέα εισοδήματα του 2020 είναι, τελικά, πολύ μικρότερα από αυτά που παρακρατήθηκαν συνολικά στη διάρκεια του 2020. Συνεπώς τα επιπλέον ποσά που παρακρατήθηκαν θα πρέπει να επιστραφούν από το Δημόσιο στους εργαζόμενους με την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων που θα υποβάλουν φέτος. Στα δύο παραδείγματα που παραθέσαμε παραπάνω οι φόροι που παρακρατήθηκαν το 2020 από τους μισθούς των εργαζομένων, τους μήνες κατά τους οποίους οι επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονταν δεν είχαν αναστείλει τη λειτουργία τους, είχαν υπολογιστεί με αναγωγή του κανονικού μηνιαίου μισθού σε ετήσιο ποσό μισθών όπως αυτό είχε διαμορφωθεί πριν από την κρίση του κορονοϊού, δηλαδή στα επίπεδα των 35.000 και των 36.000 ευρώ αντίστοιχα. Συνεπώς τα ποσά των φόρων που παρακρατήθηκαν όσους μήνες εργάστηκαν κανονικά οι παραπάνω μισθωτοί υπολογίστηκαν σε ετήσια βάση σε επίπεδο πολύ υψηλότερο από αυτό που τελικά αναλογεί στις τελικές ετήσιες φορολογητέες αποδοχές τους που ήταν μειωμένες κατά 50% και κατά 33% αντίστοιχα. Τα ποσά λοιπόν των φόρων που παρακρατήθηκαν ήταν πολύ μεγαλύτερα από τα τελικώς αναλογούντα ποσά φόρων, με αποτέλεσμα κατά την υποβολή και εκκαθάριση των φετινών φορολογικών τους δηλώσεων οι εν λόγω εργαζόμενοι να καταστούν δικαιούχοι είσπραξης μεγάλων ποσών επιστροφών φόρου.
3. Θα αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των φορολογουμένων που θα καταστούν αυτόματα δικαιούχοι κοινωνικών επιδομάτων και κοινωνικών παροχών, χορηγουμένων με βάση εισοδηματικά κριτήρια, όπως π.χ. τα επιδόματα τέκνων, το επίδομα θέρμανσης και η επιδότηση ενοικίου. Συγκεκριμένα, εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενοι που μέχρι πέρυσι δεν λάμβαναν κανένα από τα ισχύοντα κοινωνικά επιδόματα επειδή τα ετήσια φορολογητέα εισοδήματά τους ήταν υψηλότερα από τα ανώτατα όρια ετησίων εισοδημάτων μέχρι τα οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα είσπραξης των επιδομάτων αυτών και έτσι δεν πληρούσαν τα προβλεπόμενα εισοδηματικά κριτήρια, θα καταστούν ξαφνικά φέτος δικαιούχοι των επιδομάτων αυτών, επειδή θα φανούν με βάση τις φορολογικές τους δηλώσεις ως έχοντες πολύ χαμηλά ετήσια φορολογητέα εισοδήματα, κατώτερα από τα εισοδηματικά όρια που έχουν νομοθετηθεί για τη χορήγηση των επιδομάτων. Δηλαδή τα ποσά των ετήσιων φορολογητέων εισοδημάτων τους για το 2020 θα είναι τόσο πολύ μειωμένα σε σύγκριση με αυτά που έλαβαν το 2019 ώστε να είναι πλέον χαμηλότερα από τα ανώτατα όρια ετησίου εισοδήματος μέχρι τα οποία προβλέπεται η χορήγηση των επιδομάτων. Για να γίνει καλύτερα αντιληπτή η εξέλιξη αυτή παραθέτουμε τα παρακάτω παραδείγματα:
α) Έγγαμος μισθωτός εργαζόμενος σε ιδιωτική επιχείρηση, με δύο εξαρτώμενα ανήλικα τέκνα και ετήσιο φορολογητέο εισόδημα 35.000 ευρώ το 2019 δεν είχε δικαίωμα είσπραξης επιδόματος τέκνων από τον Οργανισμό Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ) το 2020. Ο λόγος είναι ότι το ετήσιο εισόδημά του για το 2019 ήταν υψηλότερο από το ανώτατο εισοδηματικό όριο καταβολής του επιδόματος αυτού στις οικογένειες με δύο εξαρτώμενα τέκνα, το οποίο ανέρχεται σε 30.000 ευρώ. Το 2020, λόγω αναστολής της λειτουργίας της επιχείρησης στην οποία εργάζεται για 6 μήνες συνολικά, η σύμβαση εργασίας του ανεστάλη και λάμβανε, αντί των κανονικών μισθών του, αποζημιώσεις ειδικού σκοπού αφορολόγητες και μη συνυπολογιζόμενες στο ετήσιο φορολογητέο του εισόδημα. Ως εκ τούτου, το ετήσιο φορολογητέο εισόδημά του μειώθηκε κατά 50% το 2020 και περιορίστηκε στα 17.500 ευρώ. Εξαιτίας της σημαντικής αυτής μείωσης του ετησίου φορολογητέου εισοδήματός του για το 2020, θα καταστεί φέτος, με βάση τη φορολογική δήλωση που θα υποβάλει για το 2020, δικαιούχος είσπραξης επιδομάτων τέκνων συνολικού ύψους 1.008 ευρώ σε ετήσια βάση ή 168 ευρώ σε διμηνιαία βάση ή 84 ευρώ σε μηνιαία βάση.
β) Έγγαμος μισθωτός εργαζόμενος σε ιδιωτική επιχείρηση με τρία εξαρτώμενα ανήλικα τέκνα και ετήσιο φορολογητέο εισόδημα 36.000 ευρώ το 2019 δεν είχε δικαίωμα είσπραξης επιδόματος τέκνων από τον ΟΠΕΚΑ το 2020. Ο λόγος είναι ότι το ετήσιο εισόδημά του για το 2019 ήταν υψηλότερο από το ανώτατο εισοδηματικό όριο καταβολής του επιδόματος αυτού στις οικογένειες με τρία εξαρτώμενα τέκνα, το οποίο ανέρχεται σε 33.750 ευρώ. Το 2020, λόγω αναστολής της λειτουργίας της επιχείρησης στην οποία εργάζεται, για 4 μήνες συνολικά, η σύμβαση εργασίας του ανεστάλη και λάμβανε, αντί των κανονικών μισθών του, αποζημιώσεις ειδικού σκοπού αφορολόγητες και μη συνυπολογιζόμενες στο ετήσιο φορολογητέο του εισόδημα.
Ως εκ τούτου, το ετήσιο φορολογητέο εισόδημά του μειώθηκε κατά 33% το 2020 και περιορίστηκε στα 24.000 ευρώ. Εξαιτίας της σημαντικής αυτής μείωσης του ετησίου φορολογητέου εισοδήματός του για το 2020, θα καταστεί φέτος, με βάση τη φορολογική δήλωση που θα υποβάλει για το 2020, δικαιούχος είσπραξης επιδομάτων τέκνων συνολικού ύψους 1.344 ευρώ σε ετήσια βάση ή 224 ευρώ σε διμηνιαία βάση ή 112 ευρώ σε μηνιαία βάση.
4. Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι φορολογούμενοι με ατομικές επιχειρήσεις (έμποροι, βιοτέχνες, ελεύθεροι επαγγελματίες) θα κληθούν, με τα εκκαθαριστικά των φετινών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, να πληρώσουν φόρους μειωμένους κατά 60% έως και πάνω από 80%, όχι μόνο λόγω της μεγάλης πτώσης των καθαρών φορολογητέων εισοδημάτων, αλλά και εξαιτίας της μείωσης του κατώτατου συντελεστή φόρου από το 22% στο 9% και της μη επιβολής ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.
5. Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι ιδιοκτήτες εκμισθούμενων ακινήτων θα κληθούν, με τα εκκαθαριστικά των φετινών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, να πληρώσουν φόρους μειωμένους κατά 27% έως και 49% για τα «κουρεμένα» εισοδήματά τους από ενοίκια.
6. Θα αυξηθούν κατά πολύ οι δικαιούχοι μερικής ή ολικής απαλλαγής από τον ΕΝΦΙΑ. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, δικαιούχος απαλλαγής από το 50% του ΕΝΦΙΑ είναι κάθε φορολογούμενος που, μεταξύ άλλων, είχε κατά το προηγούμενο έτος «συνολικό ετήσιο καθαρό οικογενειακό εισόδημα» μέχρι 9.000 ευρώ. Το όριο αυτό προσαυξάνεται κατά 1.000 ευρώ για τον ή τη σύζυγο και για κάθε εξαρτώμενο μέλος της οικογένειας.
Επιπλέον, στις οικογένειες που είναι τρίτεκνες ή πολύτεκνες ή περιλαμβάνουν ανάπηρα άτομα κατά ποσοστά 80% και άνω χορηγείται πλήρης απαλλαγή από τον ΕΝΦΙΑ εφόσον, μεταξύ άλλων, σε κάθε περίπτωση το «συνολικό ετήσιο καθαρό οικογενειακό εισόδημα» του προηγούμενου έτους δεν έχει υπερβεί τις 12.000 ευρώ. Το όριο αυτό προσαυξάνεται κατά 1.000 ευρώ για τον ή τη σύζυγο και κάθε εξαρτώμενο μέλος.
Ως εκ τούτου, η σημαντική μείωση των φορολογητέων εισοδημάτων 3,5 εκατομμυρίων φορολογουμένων θα έχει ως συνέπεια μεγάλος αριθμός εξ αυτών να εμφανίσει για πρώτη φορά ετήσια οικογενειακά εισοδήματα χαμηλότερα των παραπάνω εισοδηματικών ορίων που προβλέπονται για τη μερική ή ολική απαλλαγή από τον ΕΝΦΙΑ. Το αποτέλεσμα θα είναι να αυξηθεί φέτος σημαντικά ο αριθμός των φυσικών προσώπων που θα πληρώσουν ΕΝΦΙΑ μειωμένο κατά 50% και των τριτέκνων και των πολυτέκνων που θα απαλλαγούν πλήρως από τον ΕΝΦΙΑ.