Με βάση πάγια νομολογία του ΣτΕ, όταν αποδίδεται σε ορισμένο επιτηδευματία η παράβαση της λήψης τιμολογίου ή δελτίου αποστολής εικονικού, υπό την έννοια είτε ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή στην οποία αυτό αναφέρεται είτε ότι έχει μεν πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, όχι όμως, όπως εμφανίζεται, με τον φερόμενο ως εκδότη του τιμολογίου ή δελτίου αποστολής, η φορολογική αρχή βαρύνεται, κατ’ αρχήν, με την απόδειξη της εν λόγω εικονικότητας.
Από την έντυπη έκδοση
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Επιστημονική ομάδα της ARTION
με την καθοδήγηση του Γιώργου Δαλιάνη www.artion.gr
Εικονικά τιμολόγια - βάρος απόδειξης
Με βάση πάγια νομολογία του ΣτΕ, όταν αποδίδεται σε ορισμένο επιτηδευματία η παράβαση της λήψης τιμολογίου ή δελτίου αποστολής εικονικού, υπό την έννοια είτε ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή στην οποία αυτό αναφέρεται είτε ότι έχει μεν πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, όχι όμως, όπως εμφανίζεται, με τον φερόμενο ως εκδότη του τιμολογίου ή δελτίου αποστολής, η φορολογική αρχή βαρύνεται, κατ’ αρχήν, με την απόδειξη της εν λόγω εικονικότητας. Προς τούτο αρκεί, κατ’ αρχήν, να αποδείξει είτε ότι ο εκδότης του τιμολογίου είναι πρόσωπο φορολογικώς ανύπαρκτο, δηλαδή πρόσωπο που δεν είχε δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε είχε θεωρήσει στοιχεία στην αρμόδια φορολογική αρχή, οπότε ο λήπτης βαρύνεται πλέον ν’ αποδείξει την αλήθεια της συναλλαγής και την καλή του πίστη κατά τον χρόνο της, ότι δηλαδή είχε ελέγξει τα στοιχεία του αντισυμβαλλόμενού του - εκδότη των φορολογικών στοιχείων, είτε ότι ο εκδότης του τιμολογίου είναι πρόσωπο φορολογικώς μεν υπαρκτό, αλλά συναλλακτικώς ανύπαρκτο, ή ότι, εν όψει των επιχειρηματικών του δυνατοτήτων, όπως προκύπτουν απ’ τη συνολική εκτίμηση της συναλλακτικής του συμπεριφοράς και της φύσεως και του κύκλου εργασιών του, δεν είναι δυνατόν να ήταν σε θέση να εκπληρώσει την επίμαχη παροχή, οπότε, και πάλι, ο λήπτης του φορολογικού στοιχείου βαρύνεται ν’ αποδείξει την αλήθεια της συναλλαγής, δηλαδή ότι αυτή πραγματοποιήθηκε μεταξύ αυτού και του φερόμενου ως εκδότη έτσι όπως περιγράφεται στο τιμολόγιο. Αντιθέτως, όταν οι οντότητες των φορολογικών στοιχείων είναι φορολογικά και συναλλακτικά και φορολογικά υπαρκτές η ελεγκτική αρχή φέρει το βάρος της απόδειξης της παράβασης, με αναφορά συγκεκριμένων συνθηκών και περιστατικών, ώστε με συνεκτίμηση του συνόλου των στοιχείων και όχι μεμονωμένα του καθενός, να συνάγεται με ασφάλεια και βεβαιότητα το πόρισμα ότι οι συναλλαγές για τις οποίες είχαν εκδοθεί τα αντίστοιχα τιμολόγια ήταν εικονικές. Με αυτό το σκεπτικό η ΔΕΔ Θεσσαλονίκης έκανε δεκτή ενδικοφανή προσφυγή με την υπ’ αριθ. 1727/2020 απόφασή της και ακύρωσε το επιβληθέν πρόστιμο.
Παράταση προθεσμιών για την Επιτροπή Εξώδικης Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών
Παρατείνεται η προθεσμία υποβολής αιτήσεων ενώπιον της Επιτροπής Εξώδικης Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών από τις 31 Δεκεμβρίου 2020 έως και τις 31 Μαρτίου 2021.
Υπενθυμίζουμε ότι η Επιτροπή αυτή επιλαμβάνεται για εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις κατόπιν αιτήσεως και για τους ακόλουθους ισχυρισμούς:
(α) Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει τον επίδικο φόρο λόγω παρόδου του χρόνου εντός του οποίου η Φορολογική Διοίκηση είχε δικαίωμα να διενεργήσει τον φορολογικό έλεγχο ή να καταλογίσει τη φορολογική οφειλή.
β) Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει τον επίδικο φόρο λόγω λήψης φορολογικού πιστοποιητικού χωρίς επιφύλαξη.
(γ) Εσφαλμένο καταλογισμό του φόρου λόγω πρόδηλης έλλειψης φορολογικής υποχρέωσης ή αριθμητικού σφάλματος.
(δ) Αναδρομική εφαρμογή της ευμενέστερης φορολογικής κύρωσης.
(ε) Μείωση του πρόσθετου φόρου, του τόκου, των προσαυξήσεων και των προστίμων.
Αιτήσεις που δεν θα εξεταστούν μέχρι τις 29 Οκτωβρίου 2021 θεωρείται ότι απορρίφθηκαν σιωπηρά και επανεισάγονται με επιμέλεια της Γραμματείας της Επιτροπής στο αρμόδιο Δικαστήριο, χωρίς τη σύνταξη πρακτικού.
Δημοφιλή ερωτήματα
Ως προς την αναγνώριση των εξόδων στη φορολογία εισοδήματος, τα κριτήρια για την αναγνώριση μιας δαπάνης τίθενται από την ΠΟΛ.1113/2015 η οποία ερμηνεύει τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 22 και 23 του ΚΦΕ. Αναφορικά με τον χρόνο έκπτωσής τους, αυτές εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα του φορολογικού έτους το οποίο αφορούν, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23 (π.χ. χρόνος έκπτωσης ασφαλιστικών εισφορών κ.λπ.).