Οικονομία & Αγορές
Δευτέρα, 28 Δεκεμβρίου 2020 08:25

Γ. Ζαββός στη «Ν»: «Τόνωση δευτερογενούς αγοράς NPEs με Κεντρικό Μητρώο Πιστώσεων»

«Σχεδιάζουμε ένα πλαίσιο ψηφιακής ενίσχυσης του χρηματοπιστωτικού τομέα μέσω της δημιουργίας κοινών προγραμμάτων, τα λεγόμενα utilities, που θα έχουν ως στόχο τη μείωση του φόρτου διοικητικών εργασιών και την προσαρμογή των επιχειρηματικών μοντέλων των τραπεζών».

Από την έντυπη έκδοση

Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]

«Σχεδιάζουμε ένα πλαίσιο ψηφιακής ενίσχυσης του χρηματοπιστωτικού τομέα μέσω της δημιουργίας κοινών προγραμμάτων, τα λεγόμενα utilities, που θα έχουν ως στόχο τη μείωση του φόρτου διοικητικών εργασιών και την προσαρμογή των επιχειρηματικών μοντέλων των τραπεζών».

«Στο υπουργείο Οικονομικών μελετάμε δράσεις για την προώθηση νέων χρηματοδοτικών εργαλείων. Συγκεκριμένα, σχεδιάζουμε ένα καινοτόμο πλαίσιο κινήτρων που θα απευθύνεται στις ελληνικές επιχειρήσεις για την έκδοση και την αξιοποίηση πράσινων ομολόγων».

«Δημιουργώντας ένα Κεντρικό Μητρώο Πιστώσεων, ενισχύουμε τη διαφάνεια των χαρτοφυλακίων, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ενθάρρυνση της συμμετοχής των επενδυτών» αναφέρει ο κ. Ζαββός.

Την τόνωση της δευτερογενούς αγοράς κόκκινων δανείων προετοιμάζει η κυβέρνηση, όπως αναφέρει σε συνέντευξή του στη «Ν» ο υφυπουργός Οικονομικών Γιώργος Ζαββός, επισημαίνοντας πως τούτο θα συμβεί με τη δημιουργία ενός Κεντρικού Μητρώου Πιστώσεων. Ο κ. Ζαββός προβλέπει ταχεία εκκαθάριση των ισολογισμών των τραπεζών από τα κόκκινα δάνεια, ανακοινώνει τη δημιουργία κινήτρων που θα δοθούν προκειμένου οι επιχειρήσεις να εκδώσουν πράσινα ομόλογα και επισημαίνει τις προσπάθειες που θα λάβουν χώρα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο για μια ενιαία εποπτική αρχή στις κεφαλαιαγορές της Ευρώπης.

Τα κόκκινα δάνεια αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα θέματα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες. Τι έχει κάνει η κυβέρνηση μέχρι στιγμής και ποιες είναι οι λύσεις που έχει στη διάθεσή της από εδώ και στο εξής;

«Το θέμα των NPEs αποτελεί μια πραγματικότητα που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Γι’ αυτό και κορυφαία μεταρρύθμιση της κυβέρνησης αποτελεί το σχέδιο “Ηρακλής”, το οποίο εφαρμόζουμε με επιτυχία και στοχεύει στη δραστική μείωση των κόκκινων δανείων. Πάρα τη μεγάλη κρίση που αντιμετωπίζουμε τους τελευταίους μήνες, μέσα σε μόλις έναν χρόνο από τη νομοθέτησή του στη Βουλή, οι τρεις από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν ενταχθεί στον “Ηρακλή” και αναμένεται και η τέταρτη πριν από το τέλος του έτους.

Δι’ αυτής της οδού, τα κόκκινα δάνεια του τραπεζικού συστήματος μειώνονται κατά 30-35 δισ. ευρώ. O “Ηρακλής” είναι μια λύση που βασίζεται στην αγορά, στους επενδυτές, και δεν επιβαρύνει τον Έλληνα φορολογούμενο. Ένα εγχείρημα που προσελκύει ξένους επενδυτές, οι οποίοι και εκφράζουν εμπιστοσύνη στις προοπτικές της χώρας.

Αντιλαμβανόμενοι τους χρόνους και τις ανάγκες του πιστωτικού συστήματος της χώρας προετοιμάζουμε ήδη την αίτηση στην Κομισιόν για τη δεύτερη φάση του προγράμματος, για τον “Ηρακλή ΙΙ”, προκειμένου να δώσουμε την ευκαιρία στις τράπεζες να προσεγγίσουν τα επίπεδα της Ε.Ε. σε ό,τι αφορά τα κόκκινα δάνεια, επιτυγχάνοντας μέσα στους επόμενους δεκαοκτώ μήνες μονοψήφιο ποσοστό NPEs επί του συνόλου του δανειακού τους χαρτοφυλακίου.

Ταυτόχρονα σχεδιάζουμε να ενισχύσουμε περαιτέρω τη λειτουργία του “Ηρακλή” και της δευτερογενούς αγοράς κόκκινων δανείων, με τη δημιουργία ενός Κεντρικού Μητρώου Πιστώσεων (Central Credit Register) με χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης. Με αυτόν τον μηχανισμό ενισχύουμε τη διαφάνεια των χαρτοφυλακίων, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ενθάρρυνση της συμμετοχής των επενδυτών.

Οι πρωτοβουλίες αυτές, που θα ενισχύσουν τη δευτερογενή αγορά κόκκινων δανείων, και ο νέος σύγχρονος πτωχευτικός κώδικας, που επιτρέπει στους αποκλεισμένους από τον τραπεζικό δανεισμό να ρυθμίσουν ή να απαλλαγούν από τις οφειλές τους και να συμμετάσχουν εκ νέου στην οικονομική ζωή της χώρας, μας επιτρέπουν να αισιοδοξούμε για την ανάκαμψη της εθνικής οικονομίας».

Θα μπορούσατε να περιγράψετε το κοστολόγιο των διαθέσιμων λύσεων για τα NPEs;

«Βασική θέση μας είναι να αξιοποιήσουμε κάθε πιθανό εργαλείο που θα επιτρέψει στις τράπεζες να διαχειριστούν με επιτυχία τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τόσο αυτά που αποτελούν “κληρονομιά” της προηγούμενης κρίσης όσο και αυτά που μπορεί να δημιουργηθούν λόγω της πανδημίας. Για την πρόκριση κάθε λύσης, γνώμονας για την κυβέρνηση είναι η ικανοποίηση συγκεκριμένων βασικών κριτηρίων: να είναι λύση που στηρίζεται στην ιδιωτική συμμετοχή, να είναι φιλική προς τους επενδυτές, να είναι συμβατή με τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων, να μην επιβαρύνει το Δημόσιο και τους φορολογούμενους και βέβαια να είναι συμβατή με όσα έχουμε ήδη πετύχει, μέσω του “Ηρακλή” π.χ.

Η λύση των τιτλοποιήσεων του “Ηρακλή” στηρίζεται στο επενδυτικό ενδιαφέρον, δεν έχει δημοσιονομικό κόστος και αποτελεί μια από τις πιο αποτελεσματικές μορφές μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών με ευνοϊκή επίσης εποπτική μεταχείριση. Έχουμε το παράδειγμα της Ιταλίας, όπου ένα αντίστοιχο σχήμα (GACS) έχει τεθεί σε εφαρμογή από το 2016 και έπειτα από τρεις παρατάσεις έχει μειώσει τα κόκκινα δάνεια κατά 73 δισ. ευρώ, ενώ εξετάζεται η περαιτέρω παράτασή του για μία ακόμη φορά. Υπολογίζεται ότι η συνολική μείωση των κόκκινων δανείων εκεί μέσω του GACS θα φτάσει τα 100 δισ. ευρώ».

Είναι σχεδόν βέβαιο πως οι ευρωπαϊκές τράπεζες αργά ή γρήγορα θα χρειαστούν κεφάλαια. Πόσο εύκολη είναι αυτή η αναζήτηση όταν για τους όποιους επενδυτές τα κεφάλαια αυτά δεν έχουν απόδοση;

«Η περιοριστική απόδοση μερισμάτων είναι ένα μέτρο που υιοθέτησε ο Ευρωπαίος επόπτης με σκοπό ακριβώς τη διασφάλιση του κεφαλαιακού αποθέματος των τραπεζών, κατά τη διάρκεια της κρίσης της πανδημίας. Αυτός ο περιορισμός ισχύει κατ’ αρχήν για όλες τις τράπεζες της Ευρωζώνης και έχει χαρακτήρα προσωρινό με ημερομηνία λήξης. Δεν σχετίζεται με τη μακροοικονομική ευρωστία του τραπεζικού συστήματος, το οποίο έχει στέρεες κεφαλαιακές βάσεις και προοπτικές ανάπτυξης μετά την έξοδο από την πανδημία.

Οι τράπεζες στην Ευρωζώνη είναι πιθανόν να αναζητήσουν κεφάλαια προκειμένου να ενισχύσουν τα αποθέματά τους για επενδύσεις (ψηφιακός μετασχηματισμός), γιατί κάτι τέτοιο προκύπτει από τις επιταγές της Βασιλείας ή θα προκύψει από τα stress tests, αλλά και για τη χρηματοδότηση των εθνικών οικονομιών. Είναι βέβαιο πως θα έχουν στη διάθεσή τους ικανό χρονικό διάστημα για να το πράξουν, όπως είναι βέβαιο πως ο κλάδος στο πλαίσιο της ανάκαμψης της διεθνούς οικονομίας μετά την πανδημία θα αποτελέσει επενδυτική επιλογή διεθνώς».

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν απομακρυνθεί εν πολλοίς από την πραγματική τους δουλειά, που είναι η χρηματοδότηση της οικονομίας. Στην παρούσα φάση ασχολούνται σε σημαντικό βαθμό με την αναδιάρθρωσή τους, η οποία παίρνει χρόνο. Πότε νομίζετε πως η τραπεζική στην Ελλάδα θα γίνει και πάλι μια επικερδής δραστηριότητα, ασχολούμενη επί της ουσίας με το βασικό της αντικείμενο, δηλαδή τις χρηματοδοτήσεις;

«Είναι αλήθεια ότι από την εποχή της οικονομικής κρίσης και μετά, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα χρειάστηκε να ανακτήσει τη δυναμική του. Γι’ αυτό με τη μείωση των κόκκινων δανείων οι τράπεζες θα μπορέσουν να εστιάσουν περισσότερο σε αυτό που είναι ο πυρήνας των εργασιών τους, δηλαδή η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και κυρίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.

Με τη συνετή χρήση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και στο πλαίσιο των εμπροσθοβαρών μεταρρυθμίσεων που εφαρμόζει απαρέγκλιτα η κυβέρνηση, ο τραπεζικός τομέας μπορεί να αποτελέσει καταλύτη για τον μετασχηματισμό της παραγωγικής βάσης που έχει επείγουσα ανάγκη η οικονομία μας. Παράλληλα η κυβέρνηση θα στηρίξει τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα με χρηματοδότηση μέσα από Ταμείο Ανάκαμψης, ενώ θα υπάρξουν πόροι διαθέσιμοι και από αλλά ευρωπαϊκά ταμεία.

Μέσα από την πράσινη μετάβαση και την ψηφιοποίηση, αποβλέπουμε ακριβώς στην αναβάθμιση του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και στην ανάπτυξη της κεφαλαιαγοράς, ώστε οι τράπεζες να ανακτήσουν τον βασικό τους ρόλο, που είναι η παροχή χρηματοδότησης και ρευστότητας στην οικονομία».

Ποιες συγκεκριμένες δράσεις σχεδιάζετε;

«Πρωταρχικής σημασίας είναι ο ψηφιακός μετασχηματισμός του τραπεζικού και γενικότερα του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθώς και η προώθηση της καινοτομίας. Σχεδιάζουμε ένα πλαίσιο ψηφιακής ενίσχυσης του χρηματοπιστωτικού τομέα μέσω της δημιουργίας κοινών προγραμμάτων, τα λεγόμενα utilities, που θα έχουν ως στόχο τη μείωση του φόρτου διοικητικών εργασιών, την προσαρμογή των επιχειρηματικών μοντέλων των τραπεζών και την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των πολιτών.

Ακόμη η κυβέρνηση δίνει έμφαση στην πράσινη και βιώσιμη χρηματοδότηση και στο υπουργείο Οικονομικών μελετάμε δράσεις για την προώθηση νέων χρηματοδοτικών εργαλείων. Συγκεκριμένα, σχεδιάζουμε ένα καινοτόμο πλαίσιο κινήτρων που θα απευθύνεται στις ελληνικές επιχειρήσεις για την έκδοση και την αξιοποίηση πράσινων ομολόγων. Αυτό το νέο εργαλείο, για το οποίο έχουμε ζητήσει χρηματοδότηση και τεχνική βοήθεια από την Ε.Ε., αποβλέπει στον εκσυγχρονισμό και στην τόνωση της ελληνικής κεφαλαιαγοράς. Στόχος μας είναι κυρίως η προσέλκυση νέων επενδύσεων στη χώρα και η πρόσβαση στην αγορά κεφαλαίων των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων».

H πανδημία χαλάρωσε τις ευρωπαϊκές ρυθμίσεις. Τελικώς αυτό το υπερρυθμισμένο περιβάλλον μήπως δημιουργείται μόνον για κάποιους και για κάποιους άλλους όχι; Θεωρείτε πως υπάρχει χώρος για την ανάπτυξη εργασιών μέσα σε ένα τόσο ρυθμισμένο περιβάλλον όπως το πιστωτικό σύστημα στην Ε.Ε.;

«Είναι αλήθεια ότι οι τράπεζες στην Ε.Ε., μετά την οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας, έχουν γίνει αντικείμενο αυξημένης ρύθμισης με σκοπό την ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους. Ήταν όμως αναγκαίο. Αυτό, φυσικά, συνεπάγεται και αύξηση του κόστους συμμόρφωσης με τους κανόνες (π.χ. reporting, auditing exercises, stress tests, κ.λπ.).

Έτσι, η πραγματική πρόκληση για την ανάπτυξη των τραπεζών μέσα στην επόμενη δεκαετία συνίσταται σε μεγάλο βαθμό στην εύρεση τρόπων εξορθολογισμού του κόστους. Γι’ αυτό κρίνεται πολύ σημαντική η ψηφιοποίηση των τραπεζικών εργασιών, που θα τις επιτρέψει να μειώσουν το κόστος λειτουργίας τους και να αναπτυχθούν εν μέσω των αλλαγών που φέρνει η ψηφιακή εποχή. Η ψηφιοποίηση εξάλλου από μόνη της προάγει τη διαφάνεια και επομένως θα άρει -εκτιμάται- τμήμα του περιοριστικού πλαισίου των τραπεζών.

Καθώς η ψηφιοποίηση αλλάζει τις συνήθειές μας, νέες τάσεις εμφανίζονται στο προσκήνιο. Τα ψηφιακά νομίσματα κερδίζουν έδαφος, γεγονός που μας καλεί να επανεξετάσουμε τον ρόλο των παραστατικών νομισμάτων και του χρηματοπιστωτικού συστήματος όπως το ξέραμε μέχρι τώρα.

Είναι σαφές πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αντιλαμβάνεται τις αλλαγές αυτές και δεν επιθυμεί να αφήσει τις τράπεζες εκτός εποχής και αγοράς ούτε σε αυτόν τον τομέα. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο εξετάζουμε επίσης τρόπους ώστε να ενισχύσουμε την ψηφιακή ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα από επιθέσεις στον κυβερνοχώρο. Έχει αποδειχθεί ότι, λόγω των αλληλοσυνδέσεων μεταξύ των τραπεζών, μια ισχυρή κυβερνοεπίθεση μπορεί να έχει συστημικές επιπτώσεις, αφού η αλυσίδα είναι τόσο ισχυρή όσο ο πιο αδύναμος κρίκος της.

Σε αυτές τις προσπάθειες σκοπός μας είναι η δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού, η προστασία των καταναλωτών και των επενδυτών, αλλά και η διασφάλιση της καινοτομίας. Η συλλογιστική των νέων ρυθμίσεων είναι ακριβώς να λάβουν υπόψη το ήδη αυστηρά ρυθμισμένο περιβάλλον στο οποίο λειτουργούν οι τράπεζες και να το προσαρμόσουν, ώστε να ενταχθούν στο ρυθμιστικό πλαίσιο και οι νέοι δρώντες».

H τραπεζική ένωση θα υλοποιηθεί κάποτε ή θα παραμείνει κενό γράμμα επί μακρόν;

«Η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης αποτελεί μία τις μεγάλες προκλήσεις σε αυτή τη συγκυρία για το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης. Έχουμε όμως ακόμα κάποιο δρόμο να διανύσουμε. Η ενιαία εποπτεία μέσω του SSM έχει πραγματοποιηθεί με επιτυχία, ενώ ο πυλώνας διαχείρισης κρίσεων (SRM) έχει ολοκληρωθεί, αλλά χρειάζεται βελτιώσεις όσον αφορά την εφαρμογή του για την αντιμετώπιση συστημικών κρίσεων. Παράλληλα, ο τρίτος πυλώνας για το ενιαίο σύστημα ασφάλισης καταθέσεων θα πρέπει να ολοκληρωθεί σύντομα.

Από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης υποστηρίζουμε με κάθε μέσο τον στόχο της ολοκλήρωσης και την πλήρη λειτουργία των τριών πυλώνων και συμμετέχουμε ενεργά στις διεργασίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να ολοκληρωθεί το όραμα μιας πραγματικής ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης, αλλά και της ένωσης των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών».

Θα μπορέσει η κεφαλαιαγορά να αποτελέσει πραγματικά μια εναλλακτική μορφή χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις; Προς το παρόν βλέπουμε μόνον αποχώρηση εταιρειών από το Χρηματιστήριο.

«Η κυβέρνηση πιστεύει πως η κεφαλαιαγορά μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει ως ο δεύτερος βασικός πυλώνας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, παράλληλα με τις τράπεζες, και έχει δείξει εμπράκτως το ενδιαφέρον της προς την επίτευξη αυτού του στόχου. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο κοσμογονικών ανακατατάξεων στις κεφαλαιαγορές. Γι’ αυτό και η διεθνοποίηση της ελληνικής κεφαλαιαγοράς δεν θα μείνει απλή επαγγελία. Πρέπει και αυτή να συμβάλει ενεργά στην προσέλκυση επενδύσεων που σηματοδοτούν οι εμπροσθοβαρείς μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης και οι επερχόμενοι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης. Πρόκειται για σπάνια ευνοϊκή συγκυρία που βρίσκεται στα χέρια μας και αυτή η ευκαιρία δεν πρέπει να χαθεί. Η ανάπτυξη της εγχώριας κεφαλαιαγοράς αποτελεί για την κυβέρνηση στόχο άρρηκτα συνδεδεμένο με την κοινωνική ευημερία και την ισόρροπη, μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.

Ο πρόσφατος νόμος για την εταιρική διακυβέρνηση για εταιρείες με εισηγμένες κινητές αξίες εισήγαγε καινοτόμες διατάξεις με στόχο τη χρηστή διοίκηση, την εποπτεία και τη διαφάνεια στην κεφαλαιαγορά. Σύντομα θα συνοδευθεί με ριζική αναθεώρηση των δομών της εποπτείας που θα περιλαμβάνει και το επάγγελμα των ορκωτών λογιστών. Επίσης σχεδιάζουμε την εισαγωγή σημαντικών κινήτρων. Γι’ αυτό εξετάζουμε το πόρισμα που υπέβαλε στο υπουργείο Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, αποτελούμενη από τους κυριότερους φορείς της αγοράς, για τη Στρατηγική Ανάπτυξης της Ελληνικής Κεφαλαιαγοράς, η οποία συστήθηκε ατύπως στο υπουργείο Οικονομικών.

Χρειάζεται κάλυψη του μεγάλου επενδυτικού κενού της χώρας, με αύξηση προσφοράς - ζήτησης επενδύσεων μέσω του χρηματιστηρίου και θεσμικές παρεμβάσεις, όπως η ενίσχυση των εποπτικών μηχανισμών και ο εκσυγχρονισμός του Συνεγγυητικού Κεφαλαίου».

Πόσο θα διαφοροποιήσει το Brexit τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Κεφαλαιαγοράς; Θα επισπεύσει ή θα επιβραδύνει τις εξελίξεις;

«Οι μεγάλες εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα έχουν ήδη φροντίσει να μεταφέρουν τις σχετικές τους δραστηριότητες από το Λονδίνο σε Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Ιρλανδία, οπότε δεν αναμένονται σημαντικά προβλήματα λόγω του Brexit.

Ωστόσο, το Brexit -ως αλλότριον δέος- αναμένεται να επιταχύνει εξελίξεις προς μια Ευρωπαϊκή Ένωση Κεφαλαιαγορών (Capital Markets Union), σε θέματα διαπραγμάτευσης, εκκαθάρισης και εποπτείας κινητών αξιών, σε μια προσπάθεια της Ε.Ε. προς υποκατάσταση/αντικατάσταση του Λονδίνου ως χρηματοπιστωτικού κέντρου της Ευρώπης. Η ευρωπαϊκή οικονομία, για να λειτουργήσει ανταγωνιστικά σε παγκόσμια κλίμακα, χρειάζεται μια κεφαλαιαγορά με βάθος ρευστότητας, απ’ όπου θα αντλούν χρηματοδότηση οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.

Προκειμένου, ωστόσο, να έχει επιτυχία ένα τέτοιο εγχείρημα, θεωρείται εντελώς απαραίτητη η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA), καθώς θα αυξήσει την επενδυτική εμπιστοσύνη στις ευρωπαϊκές χρηματιστηριακές αγορές».