Η Citigroup, η Deutsche Bank, η Australia and New Zealand Banking Group και έξι από το πρώην προσωπικό των τραπεζών δήλωσαν σήμερα Τρίτη, διατεθειμένοι να πάνε σε δίκη στην Αυστραλία, αφού δήλωσαν αθώοι-ες σε υπόθεση για συμπαιγνία κατά τη διάρκεια μιας έκδοσης μετοχών.
Η Citigroup, η Deutsche Bank, η Australia and New Zealand Banking Group και έξι από το πρώην προσωπικό των τραπεζών δήλωσαν σήμερα Τρίτη, διατεθειμένοι να πάνε σε δίκη στην Αυστραλία, αφού δήλωσαν αθώοι-ες σε υπόθεση για συμπαιγνία κατά τη διάρκεια μιας έκδοσης μετοχών.
Στη μεγαλύτερη ποινική υπόθεση της χώρας, η Επιτροπή Ανταγωνισμού και Καταναλωτών της Αυστραλίας (ACCC) άσκησε δίωξη εναντίον των τραπεζών, των πελατών τους και των πρώην στελεχών τους, με την κατηγορία ότι συνεργάστηκαν για να συγκρατήσουν τις μετοχές που προσπαθούσαν να πουλήσουν, ούτως ώστε να σταματήσουν την πτώση των τιμών.
Η υπόθεση έχει περάσει από πολλές ακροάσεις σε τοπικό δικαστήριο στο Σίδνεϊ, καθώς οι δικηγόροι για κάθε εναγόμενο προσπαθούν να εξετάσουν εκ νέου τους μάρτυρες της δίωξης και να συμπεράνουν εάν οι ρυθμιστικές αρχές ακολούθησαν τη δέουσα διαδικασία όταν συγκέντρωναν τα αποδεικτικά στοιχεία.
Μετά την αποποίηση ενοχής, η υπόθεση θα προσαχθεί στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, σε περισσότερο από δύο χρόνια από τότε που ασκήθηκαν οι πρώτες κατηγορίες και πέντε χρόνια από τότε που πραγματοποιήθηκε η έκδοση μετοχών αξίας 2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων Αυστραλίας (1,8 δισ. αμερικανικά δολάρια) από την ΑΝΖ. Δεν έχει οριστεί ακόμη η δικάσιμος ημερομηνία, ενώ η Citi έχει αρνηθεί εξ αρχής τις κατηγορίες και η Deutsche Bank έχει δηλώσει ότι θα τις αντιμετωπίσει.
Η υπόθεση παρακολουθείται στενά από τους παράγοντες των χρηματοπιστωτικών αγορών σε όλο τον κόσμο, διότι θα μπορούσε να επηρεάσει τον τρόπο διεξαγωγής της αύξησης κεφαλαίου.
Για τις τράπεζες, κάθε ποινική εμπλοκή θα μπορούσε να σημαίνει πρόστιμο έως 10 εκατομμύρια δολάρια Αυστραλίας ή τρεις φορές το ποσό που επωφελήθηκε από την εν λόγω ενέργεια, όποιο από τα δύο είναι μεγαλύτερο.
Οι εμπλεκόμενοι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν ποινές φυλάκισης έως 10 ετών, πρόστιμα έως και 420.000 αμερικανικά δολάρια ή και τα δύο.
Πηγή: Reuters