Πτώση του πραγματικού ΑΕΠ το 2020 της τάξης του 10,8% προβλέπει το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) στο βασικό του σενάριο για την ελληνική οικονομία.
Πτώση του πραγματικού ΑΕΠ το 2020 της τάξης του 10,8% προβλέπει το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) στο βασικό του σενάριο για την ελληνική οικονομία.
Στο ειδικό δελτίο οικονομικών εξελίξεων, με τίτλο «Προοπτικές και προβλέψεις για την ελληνική οικονομία και εναλλακτικά σενάρια πολιτικής», το ΙΝΕ καταλήγει πως τα αποτελέσματα των προβλέψεων στο βασικό σενάριο δεν είναι ενθαρρυντικά. Από μόνη της η ελληνική οικονομία δεν τείνει να ανακάμψει ουσιαστικά, χωρίς να υπάρξει κάποια παρέμβαση, σημειώνεται.
Ένας ισχυρότερος, όσο και βιώσιμος, ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ και κατ’ επέκταση της απασχόλησης μπορεί να γίνει εφικτός μέσα από το συνδυαστικό αποτέλεσμα της υλοποίησης ενός προγράμματος αξιοποίησης των πόρων του ταμείου ανάκαμψης και ενός Προγράμματος Κοινωφελούς Απασχόλησης, αναφέρεται. Αυτό το μείγμα πολιτικών μπορεί να επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα ανάκαμψης της οικονομίας με βιώσιμους όρους και χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς, καταλήγει το δελτίο.
Στην παρούσα ανάλυση, προτείνεται η χρήση κονδυλίων για την ενίσχυση της απασχόλησης, όχι μόνο όσον αφορά τους επίσημα ανέργους, αλλά και όσους βρίσκονται οριακά εκτός αγοράς εργασίας. Ειδικότερα, προτείνεται η αύξηση του μεγέθους του προγράμματος κοινωφελούς απασχόλησης, το οποίο θεσπίστηκε το 2016 και το οποίο ωφέλησε σημαντικά τόσο τους συμμετέχοντες όσο και την οικονομία συνολικά. Σύμφωνα με το ειδικό δελτίο οικονομικών εξελίξεων, το δεύτερο εναλλακτικό σενάριο δείχνει την επίδραση ενός τέτοιου προγράμματος στο πραγματικό ΑΕΠ.
Πρόγραμμα κοινωφελούς εργασίας για έως 300.000 ανέργους
Ειδικότερα, υποστηρίζεται ότι το πώς θα κατανεμηθούν οι ευρωπαϊκοί πόροι θα καθορίσει και την εξέλιξη της απασχόλησης.
Η επένδυση σε κλάδους εντάσεως κεφαλαίου είναι επιβεβλημένη για να υπάρξει η απαραίτητη αναδιάρθρωση του παραγωγικού τομέα. Αυτό εκ των πραγμάτων επισημαίνει ότι κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης είναι ισχυρό το ενδεχόμενο η αύξηση της απασχόλησης να κυμαίνεται σε αναλογικά χαμηλότερο επίπεδο από αυτό του ΑΕΠ, χαρακτηριζόμενη από μη ποιοτικές θέσεις εργασίας.
Οι προοπτικές στην αγορά εργασίας θα μπορούσαν να βελτιωθούν μέσω της εφαρμογής ενός προγράμματος απασχόλησης που θα απορροφούσε τον αριθμό των ανέργων και των οικονομικά μη ενεργών προσφέροντας ποιοτικές θέσεις απασχόλησης. Γι’ αυτόν τον λόγο στο Σενάριο 2 εκτιμούμε την επίδραση ενός Προγράμματος Εγγυημένης Κοινωφελούς Απασχόλησης στο οποίο ο δημόσιος τομέας, μέσω της τοπικής αυτοδιοίκησης και σε συνεργασία με μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, θα προσφέρει εργασία με βάση των κατώτατο μισθό σε όποιο άτομο δεν έχει εργασία και επιθυμεί να εργαστεί.
Υποθέτουμε ένα πρόγραμμα αρχικού μεγέθους 75.000 ατόμων και σταδιακή αύξησή του ανά 75.000 άτομα ανά τρίμηνο. Ως έναρξη του προγράμματος ορίζεται το β’ τρίμηνο του 2021, ενώ το μηνιαίο κόστος του προγράμματος ανά συμμετέχοντα σε αυτό καθορίζεται στα 700 ευρώ, το οποίο περιλαμβάνει το μισθολογικό κόστος και λοιπά ενδιάμεσα κόστη. Ως ανώτατο όριο του προγράμματος, το οποίο θα βρίσκεται σε ισχύ το α’ τρίμηνο του 2022, ορίζονται τα 300.000 άτομα. Η συνολική δαπάνη για το πρόγραμμα εκτιμάται στα 630 εκατ. ευρώ ανά τρίμηνο, αναφέρεται.
Το ποσοστό της ανεργίας δεν αντανακλά την κατάσταση στην αγορά εργασίας
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον Αύγουστο, το εποχικά προσαρμοσμένο ποσοστό ανεργίας είναι ίσο με 16,8%, καθώς 770 χιλ. άτομα βρίσκονται σε αναζήτηση εργασίας. Παρά τον μεγάλο αριθμό ανέργων, τα νούμερα αυτά δεν αποτελούν ικανοποιητική ένδειξη της κατάστασης που επικρατεί στην αγορά εργασίας.
Εργαζόμενοι που βρίσκονται σε αναστολή εργασίας για διάστημα μεγαλύτερο του τριμήνου και/ή λαμβάνουν λιγότερο από το 50% του μισθού τους καταγράφονται ως οικονομικά μη ενεργοί. Αυτό εξηγεί τη μεγάλη αύξηση των μη ενεργών μετά τον Απρίλιο.
Επομένως, το κρίσιμο μέγεθος είναι η αύξηση της απασχόλησης, η οποία μειώθηκε δραστικά κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown. Σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2019, η απασχόληση μειώθηκε κατά 50 χιλ. άτομα τον Απρίλιο και κατά 155 χιλ. άτομα τον Μάιο. Έκτοτε, οι μεταβολές στην απασχόληση παραμένουν αρνητικές και, δεδομένου του δεύτερου lockdown, αναμένεται να παραμείνουν αρνητικές.
Το 12% των εργαζομένων λαμβάνει έως 200 ευρώ
Το βάρος της προσαρμογής στην κρίση της πανδημίας έχει πέσει κυρίως στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, όπως αναφέρει το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ. Κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown, περισσότερα από 30.000 άτομα σε θέσεις εκ περιτροπής και μερικής απασχόλησης έχασαν τη θέση εργασίας τους. Μεταξύ Μαρτίου και Σεπτεμβρίου οι αντίστοιχες απολύσεις ξεπέρασαν τις προσλήψεις, με αποτέλεσμα οι καθαρές ροές ευέλικτης απασχόλησης να είναι αρνητικές (-7,5% κατά μέσο όρο). Σύμφωνα με στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, στο ίδιο διάστημα, οι ροές πλήρους απασχόλησης ήταν κατά μέσο όρο θετικές.
Η έντονη προκυκλική πορεία της ευέλικτης απασχόλησης είναι ενδεικτική της επισφάλειας που επικρατεί στην αγορά εργασίας. Για παράδειγμα, το β’ τρίμηνο του 2020 το ποσοστό των εργαζομένων που έλαβαν 0 έως 200 ευρώ ανήλθε από 1% σε 12%. Όταν η οικονομία θα αρχίσει να ανακάμπτει, η μερική και η εκ περιτροπής απασχόληση εκτιμάται ότι θα αυξηθούν ξανά ακολουθώντας το μοτίβο που καλλιεργήθηκε τα πιο πρόσφατα έτη, κατά το οποίο περισσότερες από τις μισές νέες θέσεις εργασίας ήταν ευέλικτης μορφής.
Τέλος, όπως αναφέρει το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, «οι κυβερνήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν μεταβάλει τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική τους, για να περιορίσουν το κλείσιμο των επιχειρήσεων και την απώλεια εργασίας. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αύξησε δραστικά τα προγράμματα χρηματοδοτικής ενίσχυσης και προτρέπει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προβεί σε δημοσιονομική επέκταση για τη στήριξη των κρατών-μελών στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της πανδημίας. Το ταμείο Next Generation EU, παρά τις όποιες αντιρρήσεις ορισμένων κρατών-μελών, θα αποτελέσει μία σημαντική πρωτοβουλία για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Κράτη-μέλη πιο εύρωστα από την Ελλάδα, όπως, π.χ., η Γερμανία, η Γαλλία και η Ισπανία, έχουν ήδη προβεί στην εφαρμογή σημαντικών έκτακτων δημοσιονομικών παρεμβάσεων. Οι μη εύρωστες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, έχουν προβεί επίσης στην εφαρμογή έκτακτων μέτρων, τα οποία, όμως, δεν έχουν ούτε την έκταση ούτε τη στόχευση που απαιτούνται.