Η ΕΛΛΑΔΑ, παρά το ότι βρίσκεται στο σκληρό πυρήνα της Ε.Ε., συνεχίζει να αποτελεί ουραγό στα θέματα τεχνολογίας αιχμής και κυρίως στη βιοτεχνολογία.
Αυτό επισημαίνει η Ελληνική Ένωση Βιοτεχνολογίας, με αφορμή τη δημοσίευση ειδικής έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για την κατάσταση που επικρατεί στα κράτη μέλη στο συγκεκριμένο τομέα.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, ενώ κράτη μέλη όπως η Δανία, η Φινλανδία και η Σουηδία ηγούνται, ή κράτη όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ολλανδία διατηρούν ανεκτά επίπεδα ανάπτυξης σε σχέση με τις ΗΠΑ, η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία χάνουν συνεχώς έδαφος στη βιοτεχνολογία.
Ειδικά για την Ελλάδα, η έκθεση αποδίδει την υστέρηση αυτή στον ελλιπή συντονισμό μεταξύ των κυβερνητικών φορέων, οι οποίοι κατά την τελευταία 25ετία ανέλαβαν το έργο προώθησης του κλάδου. Σημειώνεται δε ότι σήμερα η βιοτεχνολογία αποτελεί κλάδο με κεφαλαιοποίηση άνω του 1 τρισ. δολαρίων, στον οποίο συμμετέχουν 6.000 εταιρείες και 500.000 εξειδικευμένοι επιστήμονες παγκοσμίως.
Κάνοντας την καταγραφή της κατάστασης που επικρατεί στην Ελλάδα, η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρει τα εξής:
«Πριν από τη δεκαετία του 80, η βιοτεχνολογική έρευνα δεν έλαβε την ανάλογη προσοχή από το κράτος. Στις αρχές του 1980 αναγγέλθηκε ότι η βιοτεχνολογία ήταν μία από τις τρεις πολιτικές προτεραιότητας. Παρ' όλα αυτά, κανένα ρητό πρόγραμμα βιοτεχνολογίας δεν προσδιορίστηκε στην Ελλάδα. Εντούτοις, το κράτος κατέβαλε προσπάθειες να οργανώσει την απαραίτητη υποδομή και αρκετοί κανονισμοί και νόμοι καθιερώθηκαν για να ευθυγραμμίσουν την Ελλάδα με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτό περιλάμβανε μεταξύ άλλων τον κανονισμό σχετικά με τη γονιδιακή θεραπεία. Μία από τις σημαντικότερες ενέργειες ήταν η καθιέρωση του Ιδρύματος Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας (IMBB) στην Κρήτη το 1983. Οι κύριοι ερευνητικοί τομείς ήταν η μοριακή βιολογία γενικά και η μοριακή βιολογία ειδικά των μονοκυτταρικών οργανισμών.
Το 1984 η Biohellas SA καθιερώθηκε ως επίσημο σώμα κρατικής πολιτικής για την προώθηση και ανάπτυξη της βιοτεχνολογίας. Είχε ως σκοπό να είναι ο μεσάζων μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας έρευνας.
Η Biohellas εξουσιοδοτήθηκε να διαθέσει τα κεφάλαια για την έρευνα βιοτεχνολογίας και συνέβαλε στη διαμόρφωση της πολιτικής για τη βιοτεχνολογία, εστιαζόμενη κυρίως στους τομείς της υγείας, της γεωργίας και της χημικής βιομηχανίας.
Απέτυχε όμως, κυρίως λόγω της ανεπιτυχούς διαχείρισης και της έλλειψης χρηματοδότησης. Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1994-1998, η κατανομή χρηματοδότησης για τη βιοτεχνολογία ανήλθε σε περίπου 19,7 εκατ. ευρώ (Benedictus και Enzing, 1999).
Στην περίοδο 1988-2000, το «τομεακό πρόγραμμα στη γεωργική βιοτεχνολογία» με προϋπολογισμό 2,5 εκατ. ευρώ, είχε ως στόχο να υποστηριχτούν οι δραστηριότητες και οι υποδομές τεχνολογικής έρευνας και ανάπτυξης στον τομέα της γεωργικής βιοτεχνολογίας.
Η περίοδος 1994-2001 χαρακτηρίζεται από ελλιπή κρατική υποστήριξη στην έρευνα βιοτεχνολογίας. Αυτό οφείλεται σ' ένα συνδυασμό δεδομένων: έλλειψη κυβερνητικού συντονισμού για τη βιοτεχνολογία, ειδικά στον τομέα της βιομηχανίας και κυρίως σε θέματα ανταγωνισμού και οικονομικής ενίσχυσης, καθώς και απουσία υποστήριξης για τη βιοτεχνολογία από τη βιομηχανία (που παραμένει πολύ αδύναμη) στην Ελλάδα.
Μετά το 2001, όταν δηλαδή το γεωργικό πρόγραμμα βιοτεχνολογίας ολοκληρώθηκε, η κρατική υποστήριξη για τη βιοτεχνολογία περιορίστηκε μόνο σε λίγα ερευνητικά προγράμματα.
Με αφορμή την ψήφιση του νόμου για την έρευνα και τεχνολογία ο οποίος προβλέπει τη σύσταση του Εθνικού Οργανισμού Έρευνας και Τεχνολογίας, η Ελληνική Ένωση Βιοτεχνολογίας επισημαίνει την ανάγκη συμμετοχής και εκπροσώπων του ιδιωτικού τομέα που θα είναι εξειδικευμένοι στα θέματα της βιοτεχνολογίας, ώστε να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία του νεοσύστατου φορέα.
Σύμφωνα με την Ένωση, τα κριτήρια επιλογής των ιδιωτών αυτών πρέπει να είναι προσανατολισμένα προς την κατεύθυνση εταιρειών που πραγματικά δραστηριοποιούνται στο χώρο, ώστε να διασφαλίζονται τα χρήματα που η ελληνική κυβέρνηση θα επενδύσει στο νέο οργανισμό.