Καμπανάκι κινδύνου για τον κίνδυνο φτωχοποίησης «ενός τεράστιου μέρους του ελληνικού πληθυσμού» με πάγιο χαρακτήρα χτυπά το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, διαπιστώνοντας στην Ετήσια Έκθεσή του για την Οικονομία και την Απασχόληση επιδείνωση της εργασιακής επισφάλειας και συμπίεση των μισθών. Η έκθεση καταγράφει την κατάσταση που διαμορφώνεται στην αγορά εργασίας εν μέσω της πανδημικής κρίσης του κορονοϊού και κάνει λόγο για de facto κατάργηση του 8ώρου και δραματική αύξηση όσων ζουν με μισθούς κάτω από τα όρια της φτώχειας.
Από την έντυπη έκδοση
Καμπανάκι κινδύνου για τον κίνδυνο φτωχοποίησης «ενός τεράστιου μέρους του ελληνικού πληθυσμού» με πάγιο χαρακτήρα χτυπά το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, διαπιστώνοντας στην Ετήσια Έκθεσή του για την Οικονομία και την Απασχόληση επιδείνωση της εργασιακής επισφάλειας και συμπίεση των μισθών. Η έκθεση καταγράφει την κατάσταση που διαμορφώνεται στην αγορά εργασίας εν μέσω της πανδημικής κρίσης του κορονοϊού και κάνει λόγο για de facto κατάργηση του 8ώρου και δραματική αύξηση όσων ζουν με μισθούς κάτω από τα όρια της φτώχειας.
Περισσότεροι από 100.000 εργαζόμενοι έχουν «αποχωρήσει» από το εργατικό δυναμικό και ζουν με τα 534 ευρώ της αναστολής για πάνω από 3 μήνες. Χαρακτηριστικό είναι πως με την έναρξη του lockdown το δεύτερο 15ήμερο του Μαρτίου και μέχρι τον Ιούνιο παρατηρείται εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των οικονομικά μη ενεργών. Μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου του 2020 η αύξηση των οικονομικά μη ενεργών ξεπερνούσε σταθερά τα 100.000 άτομα σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2019. Ειδικότερα τον Μάρτιο και τον Μάιο η διαφορά ήταν ίση με 166.000 άτομα και 180.000 άτομα αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει πως μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου αποχώρησαν από το εργατικό δυναμικό 100.000 - 180.000 άτομα που δηλώνουν πλέον πως δεν αναζητούν εργασία και ούτε θεωρούν πιθανό να βρουν δουλειά τους επόμενους μήνες. Ο μεγαλύτερος όγκος αυτών των ατόμων αφορά εργαζομένους που βρίσκονται σε αναστολή εργασίας για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών και λαμβάνουν εισόδημα λιγότερο από το 50% του μισθού τους. «Ο κίνδυνος φτωχοποίησης αυτών των ατόμων είναι ιδιαίτερα υψηλός», παρατηρούν οι μελετητές του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.
Παράλληλα, ο μέσος μηνιαίος μισθός μειώθηκε από 885 ευρώ το Β’ τρίμηνο του 2019 σε 802 ευρώ το Β’ τρίμηνο του 2020, δηλαδή μειώθηκε περίπου 10%. Στο ίδιο διάστημα το ποσοστό των απασχολουμένων που λάμβανε από 0 έως 200 ευρώ 12πλασιάστηκε, καθώς αυξήθηκε από 1% σε περίπου 12%. Η αύξηση αυτή αγγίζει τις 11,2 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ τα άτομα με αποδοχές μεταξύ 200 και 1.200 ευρώ μειώθηκαν κατά 11,3 ποσοστιαίες μονάδες. Η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στους εργαζόμενους με καθαρές αποδοχές μεταξύ 400 και 600 ευρώ, αφού από 16,3% το Β’ τρίμηνο του 2019 μειώθηκαν σε 12,3%. Το ποσοστό των ατόμων που λάμβαναν από 601 έως 800 ευρώ μειώθηκε από 24,8% σε 23,5%, ενώ με 801 έως 1.000 ευρώ από 21,8% σε 18,3% αντίστοιχα. Αξιοσημείωτο είναι ότιτο Β’ τρίμηνο του 2020 το 72,9% των μισθωτών είχε καθαρές αποδοχές μικρότερες των 1.000 ευρώ. Επτά στους 10, δηλαδή, έχουν μισθούς κάτω από 1.000 ευρώ, ενώ τρεις στους 10 λαμβάνουν αποδοχές μικρότερες από τον κατώτατο μισθό, το ύψος του οποίου -παρά την αύξηση του 2019- βρίσκεται κάτω από το όριο της σχετικής και της απόλυτης φτώχειας. Το κύριο βάρος της συμπίεσης των μισθών το επωμίστηκαν οι χαμηλά αμειβόμενοι.
Όπως τονίζουν οι μελετητές, «ένα πολύ μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού είτε βρίσκεται εκτός αγοράς εργασίας (σε αναστολή που διαρκεί πάνω από 3 μήνες), είτε καταγράφεται ως άνεργο, είτε εργάζεται λαμβάνοντας μισθούς οι οποίοι βρίσκονται χαμηλότερα, έως πολύ χαμηλότερα, του ορίου της φτώχειας». Οι μελετητές επισημαίνουν πως πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα, τα οποία να βελτιώνουν το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών, διαφορετικά η φτωχοποίηση ενός τεράστιου μέρους του πληθυσμού θα έχει πάγιο χαρακτήρα και η κοινωνική συνοχή θα διαρραγεί.