Όποιος διαπράττει αδίκημα από το οποίο αποκομίζει περιουσιακό όφελος, ακόμη κι αν η πράξη του επισύρει πολύ μικρής διάρκειας ποινή φυλάκισης, θα ερευνάται στο εξής και για τυχόν εμπλοκή του σε ενέργειες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, δηλαδή σε ξέπλυμα μαύρου ή βρόμικου χρήματος. Η σημαντική αυτή αλλαγή στη νομοθεσία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, η οποία κινείται προς αυστηρότερη κατεύθυνση, επήλθε πρόσφατα με τον ψηφισθέντα νόμο 4734/2020 και αποσαφηνίστηκε ακόμη περισσότερο με τροπολογία που κατατέθηκε από τους υπουργούς Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα και Δικαιοσύνης Κωνσταντίνο Τσιάρα την περασμένη Τετάρτη σε νομοσχέδιο του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η οποία τελικά ψηφίστηκε.
Από την έντυπη έκδοση
Όποιος διαπράττει αδίκημα από το οποίο αποκομίζει περιουσιακό όφελος, ακόμη κι αν η πράξη του επισύρει πολύ μικρής διάρκειας ποινή φυλάκισης, θα ερευνάται στο εξής και για τυχόν εμπλοκή του σε ενέργειες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, δηλαδή σε ξέπλυμα μαύρου ή βρόμικου χρήματος. Η σημαντική αυτή αλλαγή στη νομοθεσία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, η οποία κινείται προς αυστηρότερη κατεύθυνση, επήλθε πρόσφατα με τον ψηφισθέντα νόμο 4734/2020 και αποσαφηνίστηκε ακόμη περισσότερο με τροπολογία που κατατέθηκε από τους υπουργούς Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα και Δικαιοσύνης Κωνσταντίνο Τσιάρα την περασμένη Τετάρτη σε νομοσχέδιο του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η οποία τελικά ψηφίστηκε.
Η νέα νομοθεσία
Ειδικότερα, με το άρθρο 3 του ν. 4734/2020 προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι οποιοδήποτε αδίκημα από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης θεωρείται πλέον βασικό αδίκημα, το οποίο πρέπει να ερευνάται περαιτέρω για να διαπιστώνεται εάν ο παραβάτης διέπραξε και το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Περαιτέρω, με την τροπολογία που κατατέθηκε, διευκρινίστηκε ότι η αληθής έννοια της νέας αυτής διάταξης είναι πως οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος -είτε πλημμέλημα είναι αυτό (και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης) είτε κακούργημα (και τιμωρείται με ποινή κάθειρξης)- θεωρείται βασικό αδίκημα που πρέπει να ερευνάται για το εάν συνδέεται και με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, δηλαδή με ξέπλυμα μαύρου ή βρόμικου χρήματος.
Η αλλαγή αυτή είναι πολύ σημαντική δεδομένου ότι με τις προηγούμενες διατάξεις συμπεριλαμβανόταν στα βασικά αδικήματα που μπορεί να συνδέονται και με ξέπλυμα χρήματος κάθε αδίκημα από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος και τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας τουλάχιστον έξι μηνών. Στην ουσία, με τη νέα διάταξη οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα προσπορίζει στον παραβάτη οικονομικό όφελος ακόμη κι αν επισύρει ποινή φυλάκισης μόνο ενός μηνός ή μόνο δύο έως πέντε μηνών, αυτός που το διέπραξε θα κινδυνεύει να διωχθεί και για ξέπλυμα χρήματος.
Τα στοιχεία της ΑΑΔΕ
Υπενθυμίζεται ότι με βάση τα τελευταία στοιχεία που έχουν δοθεί στη δημοσιότητα από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), οι έρευνες για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (για το ξέπλυμα μαύρου ή βρόμικου χρήματος) διενεργούνται για περιπτώσεις μεγάλης φοροδιαφυγής και μη πληρωμής μεγάλου ύψους οφειλών προς το Δημόσιο. Συγκεκριμένα, τα ήδη δημοσιοποιηθέντα στοιχεία της ΑΑΔΕ δείχνουν ότι πάνω από 7.500 υποθέσεις φοροδιαφυγής μεγάλου ύψους και μη πληρωμής οφειλών προς το Δημόσιο ύψους άνω των 100.000 ευρώ, οι οποίες εντοπίστηκαν την περίοδο Ιανουαρίου 2016 - Μαΐου 2020, παραπέμφθηκαν και στην Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από παράνομες δραστηριότητες για έρευνες ως προς το αδίκημα του ξεπλύματος βρόμικου ή μαύρου χρήματος. Το συνολικό ποσό το οποίο αφορούν οι υποθέσεις αυτές ανέρχεται σε 12,889 δισ. ευρώ.
Επιπλέον, την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως και τις 31 Μαΐου 2020 περισσότεροι από 4.460 φορολογούμενοι που βρέθηκαν αντιμέτωποι με κατηγορίες για ξέπλυμα βρόμικου ή μαύρου χρήματος παραπέμφθηκαν από την αρμόδια Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες στις υπηρεσίες της ΑΑΔΕ για τη διενέργεια ελέγχων με στόχο τη στοιχειοθέτηση αδικημάτων φοροδιαφυγής.
Τι ανέδειξαν οι έλεγχοι
Ειδικότερα, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε η ΑΑΔΕ, από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως και τις 31 Μαΐου 2020:
1. Οι φοροελεγκτικές υπηρεσίες, δηλαδή το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ), το Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (ΚΕΜΕΕΠ), οι ΔΟΥ και οι Υπηρεσίες Ελέγχου και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων (ΥΕΔΔΕ) υπέβαλαν συνολικά 5.598 μηνυτήριες αναφορές, για ποινικά κολάσιμα αδικήματα φοροδιαφυγής, προς τις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές. Επιπλέον, εντόπισαν 904 υποθέσεις φοροδιαφυγής άνω των 50.000 ευρώ, συνολικού ύψους 2,067 δισ. ευρώ, για τις οποίες απέστειλαν αναφορές προς την Αρχή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες προκειμένου να διερευνηθεί το ενδεχόμενο διάπραξης και του αδικήματος του ξεπλύματος μαύρου χρήματος από τους εμπλεκομένους.
2. Οι φοροελεγκτικές υπηρεσίες εντόπισαν συνολικά 6.643 περιπτώσεις φορολογουμένων με ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο άνω των 50.000 ευρώ, για τις οποίες υπέβαλαν αναφορές προς την Αρχή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες προκειμένου να διερευνηθεί το ενδεχόμενο διάπραξης και του αδικήματος του ξεπλύματος μαύρου χρήματος από τους οφειλέτες. Το συνολικό ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών των συγκεκριμένων φορολογουμένων ανέρχεται σε 10,822 δισ. ευρώ.
3. Η Αρχή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες απέστειλε προς τις φοροελεγκτικές υπηρεσίες της ΑΑΔΕ 2.044 έγγραφα παροχής πληροφοριών για 4.464 πρόσωπα εμπλεκόμενα σε υποθέσεις ξεπλύματος μαύρου χρήματος, προκειμένου να διερευνηθούν τα βασικά αδικήματα φοροδιαφυγής τα οποία διέπραξαν τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Από τις υποθέσεις των προσώπων αυτών η ΑΑΔΕ διερεύνησε ή άρχισε να διερευνά τις 2.283 και ήδη για 1.110 εξ αυτών προχώρησε στην έκδοση οριστικών πράξεων βεβαίωσης φόρων και προστίμων. Τα ποσά που βεβαιώθηκαν στις 1.110 ήδη ελεγχθείσες υποθέσεις ανέρχονται σε 128,27 εκατ. ευρώ, όμως τα ποσά που εισπράχθηκαν φθάνουν μόλις τα 4,7 εκατ. ευρώ.