Η μείωση του ΑΕΠ κατά 15,2% ετησίως το 2ο τρίμηνο (-14,0% σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση) είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί ιστορικά σε ένα τρίμηνο αλλά τα στοιχεία Ιουλίου-Αυγούστου είναι ενθαρρυντικά και οδηγούν τους αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας στην πρόβλεψη για σημαντική ανάκαμψη του ΑΕΠ της τάξης του +5% περίπου, σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση, το 3ο τρίμηνο και σε μια μέση ετήσια μείωση του ΑΕΠ κατά 7,5% το 2020, με τάσεις περαιτέρω επιτάχυνσης, το 4ο τρίμηνο.
Η μείωση του ΑΕΠ κατά 15,2% ετησίως το 2ο τρίμηνο (-14,0% σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση) είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί ιστορικά σε ένα τρίμηνο αλλά τα στοιχεία Ιουλίου-Αυγούστου είναι ενθαρρυντικά και οδηγούν τους αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας στην πρόβλεψη για σημαντική ανάκαμψη του ΑΕΠ της τάξης του +5% περίπου, σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση, το 3ο τρίμηνο και σε μια μέση ετήσια μείωση του ΑΕΠ κατά 7,5% το 2020, με τάσεις περαιτέρω επιτάχυνσης, το 4ο τρίμηνο.
Στο τέλος του έτους προβλέπεται μείωση στην δραστηριότητα κατά «μόνο» 3,4% σε σχέση με το τέλος του 2019.
Στα στοιχεία που παραθέτει η τράπεζα περιλαμβάνονται:
Παρόλαυτά προηγήθηκε βουτιά του ΑΕΠ στο 2ο τρίμηνο, εξέλιξη εν πολλοίς, αναμενόμενη, δεδομένης της αβεβαιότητας που δημιούργησε η πανδημία, καθώς και της αναπόφευκτης επιβολής πρωτοφανών περιορισμών τόσο στην κινητικότητα των πολιτών όσο και τη δραστηριότητα πολυάριθμων τομέων της οικονομίας τον Απρίλιο και σε σημαντικό τμήμα του Μαΐου.
Ταυτόχρονα, ο τουριστικός κλάδος παρέμεινε ουσιαστικά κλειστός στο σύνολο σχεδόν του 2ου τριμήνου, καθώς δεν επιτρέπονταν οι αφίξεις από το εξωτερικό (μείωση αφίξεων κατά 97% ετησίως, με ορισμένες μόνο διεθνείς διασυνδέσεις να αποκαθίστανται στα μέσα Ιουνίου).
Αναμφισβήτητα, η ελληνική οικονομία κεφαλαιοποίησε τον επιτυχημένο έλεγχο της πανδημίας και παρά την γενικευμένη χρήση προστατευτικών περιορισμών για αντίστοιχο χρονικό διάστημα με τις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης, εμφάνισε ηπιότερη πτώση, σε ετήσια βάση, τόσο της ιδιωτικής κατανάλωσης όσο και των επενδύσεων (ετήσια μείωση 11,6% και 10,3% έναντι 14,2% και 15,8%, αντίστοιχα, για το μ.ο. της Ευρωζώνης βάσει των στοιχείων που είναι διαθέσιμα για 16 χώρες).
Στήριξη αγοράς εργασίας αλλά και πρωτοφανής πίεση στην επιχειρηματική κερδοφορία
έγκαιρη ενεργοποίηση μέτρων στήριξης από το δημόσιο – τα οποία ειδικά για την αγορά εργασίας προσέγγισαν τα €1,8 δισ. το 2ο τρίμηνο – κατάφερε να συγκρατήσει τη μέση μείωση της συνολικής αμοιβής της εργασίας στην οικονομία (που συναρτάται από τη μέση αμοιβή και την απασχόληση) στο 7,3% ετησίως, παρά τη γενικευμένη παύση στην οικονομική δραστηριότητα.
Σε αυτό το αποτέλεσμα συνέτεινε και η σταθερότητα τόσο της αμοιβής εργασίας όσο και της απασχόλησης στη Δημόσια Διοίκηση, υγεία, εκπαίδευση, χρηματοπιστωτικό τομέα, καθώς και σε τομείς συμβουλευτικής, πληροφορικής και άλλες εξιδεικευμένες υπηρεσίες.
Παρά τη σημαντική στήριξη και τις αναστολές φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, η έντονη κάμψη της δραστηριότητας (μείωση κύκλου εργασιών επιχειρήσεων κατά 25,1% το 2ο τρίμηνο) οδήγησε σε πρωτοφανή συρρίκνωση των εισοδημάτων και των κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Ειδικότερα, το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα μαζί με το μεικτό εισόδημα μειώθηκε με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί ποτέ (17,4% ετησίως). Ως εκ τούτου, τα μέτρα στήριξης της ρευστότητας του επιχειρηματικού τομέα μέσω κρατικών εγγυήσεων, επιδότησης χρηματοοικονομικού κόστους, επιστρεπτέας προκαταβολής και σημαντικών πρωτοβουλιών των τραπεζών ήταν επιβεβλημένα.
Αντιστοίχως, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου συρρικνώθηκαν κατά 10,3% συγκριτικά με -15,8% στην Ευρωζώνη, υποστηριζόμενες, μεταξύ άλλων, από τις αυξήσεις στην μη οικιστική κατασκευαστική δραστηριότητα (+32,0% ετησίως το 2ο τρίμηνο), τις κατασκευές κατοικιών (+34,5% ετησίως), καθώς και τις αυξημένες δαπάνες σε εξοπλισμό «τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνιών» (ΤΠΕ) που σχετίζονται με τις νέες ανάγκες που δημιούργησε η υγειονομική κρίση.
Αναμφισβήτητα, οι καθαρές εξαγωγές μεγέθυναν την ύφεση, αντιστοιχώντας στο 1/3 αυτής (ήτοι 5 ποσοστιαίες μονάδες στη συρρίκνωση του ΑΕΠ).
Αν και οι εξαγωγές αγαθών εμφάνισαν αντοχές – κυρίως μέσω της αυξητικής τάσης σε εξαγωγές φαρμάκων και τροφίμων – η δραματική μείωση των εξαγωγών υπηρεσιών, που ήταν, εν πολλοίς, αναμενόμενη (-50% ετησίως περίπου) διόγκωσε την ύφεση, καθώς υπερκέρασε τη σημαντικά βραδύτερη μείωση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.
Η εν λόγω τάση επιβεβαιώνει την υψηλή εξάρτηση της οικονομίας από εισαγωγές, ενώ υπερτονίζεται από τις αυξημένες εισαγωγές παραγωγικών εισροών (πρώτων υλών και ενδιάμεσων αγαθών) από ανθεκτικούς κλάδους, όπως ο τεχνολογικός, ο φαρμακευτικός και ο κλάδος χημικών.
naftemporiki.gr