Αυξάνονται οι ενδείξεις ότι η ύφεση κατά το β’ τρίμηνο της φετινής χρονιάς θα είναι ιδιαίτερα βαθιά και ότι θα αποτυπωθεί με διψήφιο ποσοστό, που μπορεί να προσεγγίσει ακόμη και το 16%. Στο υπουργείο Οικονομικών έχουν ήδη εικόνα κατακόρυφης μείωσης εσόδων σε εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις, μείωση η οποία σε ολόκληρους κλάδους ξεπερνά ακόμη και το 50% συγκριτικά με το αντίστοιχο περσινό διάστημα.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Αυξάνονται οι ενδείξεις ότι η ύφεση κατά το β’ τρίμηνο της φετινής χρονιάς θα είναι ιδιαίτερα βαθιά και ότι θα αποτυπωθεί με διψήφιο ποσοστό, που μπορεί να προσεγγίσει ακόμη και το 16%. Στο υπουργείο Οικονομικών έχουν ήδη εικόνα κατακόρυφης μείωσης εσόδων σε εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις, μείωση η οποία σε ολόκληρους κλάδους ξεπερνά ακόμη και το 50% συγκριτικά με το αντίστοιχο περσινό διάστημα.
Από την άλλη, μετά την καταβαράθρωση του σχετικού δείκτη κατά τον μήνα Απρίλιο, λόγω του καθολικού lockdown, χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή ανακοίνωσε και νέα σημαντική μείωση του δείκτη κύκλου εργασιών στο λιανικό εμπόριο, η οποία τον Μάιο ξεπέρασε το 5,8% και ήρθε να προστεθεί στο -25% του Απριλίου. Αν στην εικόνα προστεθεί και ο μηδενισμός των εσόδων από τον τουρισμό για ολόκληρο το β’ τρίμηνο -καμία τουριστική επιχείρηση δεν άνοιξε μέσα σε αυτό το διάστημα, κάτι που θα στερήσει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ από το ΑΕΠ-, τότε η εικόνα κατακόρυφης πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας σε επίπεδο δεύτερου τριμήνου ενισχύεται ακόμη περισσότερο.
Το ΑΕΠ κατά το β’ τρίμηνο του 2019 διαμορφώθηκε στα 49,349 δισ. ευρώ, οπότε μια μείωση της τάξεως του 16% μπορεί να το ρίξει στο επίπεδο των 41,5 δισ. ευρώ. Αντίστοιχη «επίδοση» στη χρονοσειρά της ΕΛΣΤΑΤ εντοπίζεται το μακρινό 1998. Η καλύτερη επίδοση της χώρας για το β’ τρίμηνο ήταν αυτή που καταγράφηκε το 2007 όταν το ΑΕΠ είχε φτάσει στα 63,7 δισ. ευρώ. Κάτι που σημαίνει ότι -αν επιβεβαιωθεί η αρνητική πρόβλεψη του -16%- θα βρεθούμε φέτος 35% χαμηλότερα από την ιστορικά καλύτερη επίδοση για την περίοδο Απριλίου-Ιουνίου.
Όπως προκύπτει και από τα αναλυτικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η εξάρτηση του ΑΕΠ κατά το β’ τρίμηνο από την κατανάλωση είναι πολύ μεγάλη. Από τα 49,349 δισ. ευρώ, τα 43,821 δισ. ευρώ προήλθαν το 2019 από την τελική καταναλωτική δαπάνη (33,24 δισ. ευρώ των νοικοκυριών και 10,5 δισ. ευρώ του Δημοσίου) και τα 5,6 δισ. ευρώ από τον ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου (δηλαδή τις επενδύσεις). Εισαγωγές και εξαγωγές ουσιαστικά είχαν εξουδετερωθεί στο περσινό β’ τρίμηνο και λόγω των εισπράξεων από τον τουρισμό και τις μεταφορές.
Φέτος η εικόνα σχηματισμού του ΑΕΠ αναμένεται ότι θα είναι πολύ διαφοροποιημένη σε σχέση με πέρυσι. Η ΕΛΣΤΑΤ αναμένεται να καταγράψει κατακόρυφη μείωση στην κατανάλωση των νοικοκυριών, η οποία όμως εν μέρει αναμένεται να «εξουδετερωθεί» από την αύξηση της κατανάλωσης των φορέων της γενικής κυβέρνησης. Τα μέτρα στήριξης της οικονομίας που έχει ενεργοποιήσει η κυβέρνηση αποτυπώνονται στο ΑΕΠ και ως αυξημένη «κατανάλωση» από την πλευρά του Δημοσίου, η οποία θα φανεί για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια σε τέτοιο βαθμό. Και αυτό διότι όλα τα προηγούμενα χρόνια, το βάρος έπεφτε στο να συγκρατηθούν οι δαπάνες του Δημοσίου ώστε να παραχθούν πρωτογενή πλεονάσματα.
Οι επενδύσεις αναμένεται να είναι και το τελικό «βαρόμετρο» για τον σχηματισμό του ΑΕΠ, καθώς η κατακόρυφη μείωσή τους αρκεί για να προκαλέσει τη διψήφια μείωση που αναμένεται. Όσον αφορά το ισοζύγιο εξαγωγών-εισαγωγών, το β’ τρίμηνο είναι βέβαιο ότι θα επηρεαστεί από τον μηδενισμό των εσόδων από τον τουρισμό (σ.σ.: αποτυπώνεται ως μείωση εξαγωγών), αλλά και την κατακόρυφη μείωση των μεταφορικών εσόδων λόγω του lockdown που ουσιαστικά διήρκεσε για τουλάχιστον το μισό δεύτερο τρίμηνο. Από την άλλη, η μειωμένη κατανάλωση έχει προκαλέσει και μείωση των εισαγωγών.
Τον Σεπτέμβριο τα στοιχεία
Τα στοιχεία του β’ τριμήνου της Ελλάδας θα ανακοινωθούν από την Ελληνική Στατιστική Αρχή στις 4 Σεπτεμβρίου. Να σημειωθεί ότι από πλευράς συνεισφοράς το β’ τρίμηνο είναι το δεύτερο σημαντικότερο της χρονιάς. Λόγω τουρισμού, η μεγαλύτερη παραγωγή εθνικού εισοδήματος επιτυγχάνεται στη διάρκεια του γ’ τριμήνου. Όσο μεγαλύτερη είναι η συνεισφορά ενός επιμέρους τριμήνου στην εικόνα, τόσο μεγαλύτερη είναι και η «ζημιά» που γίνεται στην ετήσια επίδοση.