Όπως έχουμε αναλυτικά εκθέσει και στην αρθρογραφία μας (βλ. άρθρο με τίτλο «Δοσοληψίες μεταξύ συγγενών και φορολογικοί έλεγχοι»), οι προερχόμενες από συγγενικά πρόσωπα πιστώσεις (ονομαστικές καταθέσεις) που αποτελούν αντικείμενο ελέγχου του προσωπικού λογαριασμού ενός προσώπου δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να θεωρούνται αγνώστου προελεύσεως εισόδημα ή εισόδημα προερχόμενο από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία, καθώς δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για έναν τέτοιο χαρακτηρισμό. Σε περίπτωση, λοιπόν, που οι ονομαστικές πιστώσεις σε έναν προσωπικό λογαριασμό ελεγχόμενου προσώπου προέρχονται από συγγενικά του πρόσωπα, είναι γνωστή η προέλευση του ποσού αυτού.
Από την έντυπη έκδοση
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Επιστημονική ομάδα της ARTION
με την καθοδήγηση του Γιώργου Δαλιάνη www.artion.gr
Καταθέσεις από συγγενικά πρόσωπα
Όπως έχουμε αναλυτικά εκθέσει και στην αρθρογραφία μας (βλ. άρθρο με τίτλο «Δοσοληψίες μεταξύ συγγενών και φορολογικοί έλεγχοι»), οι προερχόμενες από συγγενικά πρόσωπα πιστώσεις (ονομαστικές καταθέσεις) που αποτελούν αντικείμενο ελέγχου του προσωπικού λογαριασμού ενός προσώπου δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να θεωρούνται αγνώστου προελεύσεως εισόδημα ή εισόδημα προερχόμενο από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία, καθώς δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για έναν τέτοιο χαρακτηρισμό. Σε περίπτωση, λοιπόν, που οι ονομαστικές πιστώσεις σε έναν προσωπικό λογαριασμό ελεγχόμενου προσώπου προέρχονται από συγγενικά του πρόσωπα, είναι γνωστή η προέλευση του ποσού αυτού.
Πρόσφατα εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1251/2020 απόφαση της ΔΕΔ Αθήνας σύμφωνα με την οποία δικαιώθηκε η προσφεύγουσα, καθώς σχετικά με μία κατάθεση που έγινε στον λογαριασμό της από την αδερφή της, έγινε δεκτό ότι, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους στενούς οικογενειακούς δεσμούς που συνδέουν την προσφεύγουσα και την καταθέτρια (αδερφές), και εφόσον από την φορολογική αρχή δεν αποδεικνύει ότι η συγκεκριμένη κατάθεση αφορά εμπορική ή άλλη δραστηριότητα της προσφεύγουσας, δεν δύναται η επίμαχη πίστωση να χαρακτηρισθεί ως ποσό προερχόμενο από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία και, συνεπώς, κρίθηκε ότι το ποσό αυτό δεν συνιστά προσαύξηση περιουσίας και πρέπει να διαγραφεί.
Προσδιορισμός αξίας ακινήτων βάσει συγκριτικών στοιχείων
Με βάση το άρθρο 41α του Ν. 1249/1982 προβλέπεται ότι για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των μεταβιβαζομένων ακινήτων, που βρίσκονται σε περιοχές στις οποίες δεν έχει εφαρμοστεί το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας τους συνεκτιμώνται συγκριτικά στοιχεία.
Όμως, στην υπ’ αριθ. 1089/2020 απόφαση της ΔΕΔ Αθήνας έγινε δεκτό (όπως προβλέπεται και βάσει νόμου - βλ. άρθρο 4 του Ν.4223/2013) ότι αν το οικόπεδο βρίσκεται σε περιοχή, στην οποία δεν έχουν καθοριστεί συντελεστής οικοπέδου (Σ.Οικ.), συνολική τιμή εκκίνησης του οικοπέδου και συντελεστής αξιοποίησης οικοπέδου (Σ.Α.Ο.), λαμβάνονται οι χαμηλότεροι Σ.Οικ., συνολική τιμή εκκίνησης του οικοπέδου και Σ.Α.Ο. της ζώνης με τη χαμηλότερη τιμή ζώνης της οικείας Δημοτικής Ενότητας, όπως ορίζονται κάθε φορά στις αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδονται κατ ́ εξουσιοδότηση του άρθρου 41 του Ν.1249/1982. Αν δεν έχουν καθοριστεί τέτοιες ζώνες και τέτοιοι συντελεστές στη Δημοτική Ενότητα, λαμβάνονται οι κατώτερες αντίστοιχες τιμές του οικείου Δήμου, και, αν δεν έχουν καθοριστεί ούτε στο Δήμο, λαμβάνονται οι κατώτερες αντίστοιχες τιμές της οικείας Περιφερειακής Ενότητας.
Θα πρέπει, δηλαδή, στις περιπτώσεις της έλλειψης προσδιορισμού αντικειμενικών αξιών ακινήτων να λαμβάνονται υπόψιν τα ανωτέρω στοιχεία.
Δημοφιλή Ερωτήματα
Στις χωριστές δηλώσεις Φ.Ε συζύγων δεν υφίσταται η έννοια του οικογενειακού εισοδήματος για την κάλυψη των επιμέρους τεκμηρίων καθενός εκ των συζύγων, καθώς τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης βαρύνουν τον κάθε σύζυγο ατομικά. Όσον αφορά τη δυνατότητα κάλυψης τεκμηρίων με ανάλωση κεφαλαίου, δεν μπορεί να γίνει επίκληση εισοδημάτων από τη χωριστή δήλωση του άλλου συζύγου.