Οικονομία & Αγορές
Πέμπτη, 27 Σεπτεμβρίου 2007 11:09

ΙΟΒΕ: Αυξάνεται η ζήτηση οίνου

Αύξηση της εγχώριας ζήτησης οίνου για την τριετία 2007 - 2009, προβλέπει το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), σε μελέτη του για τον Κλάδο της Οινοποιΐας.

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η εγχώρια ζήτηση κρασιού εκτιμάται ότι θα βρεθεί σε υψηλότερα επίπεδα σημειώνοντας όμως ταχύτερους ρυθμούς όταν λογίζεται σε όγκο παρά σε αξία. Αυτό οφείλεται στην στροφή του καταναλωτικού κοινού για οίνους χαμηλότερης μέσης τιμής, εισαγόμενους από τις Νέες Χώρες, αλλά και σε κρασιά ιδιωτικής ετικέττας. Η δυναμική είσοδος στην παγκόσμια αγορά των αποκαλούμενων Νέων Χωρών, όπως η Αυστραλία, η Χιλή, η Αργεντινή, η Νότια Αφρική και η Νέα Ζηλανδία έχουν αλλάξει τα δεδομένα εντείνοντας τον ανταγωνισμό καθώς πρόκειται για χώρες που χαρακτηρίζονται από χαμηλό κόστος παραγωγής οίνου.

Αύξηση της κατανάλωσης

Στην Ελλάδα, την εξαετία 1999 - 2006 καταγράφεται μέση ετήσια αύξηση των εισαγωγών κατά 7% οι οποίες ανήλθαν στα 31,21 εκατ. ευρώ από 20,99 εκατ. ευρώ που ήταν το 1999. Αντίθετα σημαντική μείωση παρουσιάζουν οι εξαγωγές σημειώνοντας μέση ετήσια μεταβολή κατά -1,9%. Στο τέλος του 2005 διαμορφώθηκαν στα 59,67 εκατ. ευρώ έναντι 70,27 εκατ. ευρώ που ήταν στο τέλος του 1999.

Από τα στοιχεία της μελέτης του ΙΟΒΕ προκύπτει ότι η εγχώρια ζήτηση εμφιαλωμένου οίνου ενισχύθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό ίσο με 2,3%, την περίοδο 1999-2005 και προσδιορίζεται σε 156 εκατ. ευρώ το 2005. Η κατανάλωση εμφιαλωμένου κρασιού, σε όγκο, αυξήθηκε με ταχύτερο ρυθμό μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής (7,5%) την εξαετία 1999-2005, συγκριτικά με εκείνη που είναι λογισμένη σε αξία. Αντίθετα, η κατανάλωση χύμα κρασιού, σε όγκο, σημειώνει οριακή άνοδο που ισούται με 0,4% ετησίως, την ίδια περίοδο.

Προτίμηση στα κόκκινα κρασιά

Την εντονότερη μέση ετήσια αύξηση καταγράφει η ζήτηση ερυθρών και ερυθρωπών επιτραπέζιων εμφιαλωμένων οίνων και Ο.Π.Α.Π. που ισοδυναμεί με 18,1% και 13,6% αντίστοιχα, την περίοδο 1999-2005. Ως αποτέλεσμα, το μερίδιο αγοράς των ερυθρών και ερυθρωπών επιτραπέζιων διευρύνθηκε στο 21,6% το 2005 από 10,5% το 1999 και των αντίστοιχων οίνων Ο.Π.Α.Π. σε 10,9% το 2004 από 6,4% το 1999. Από την άλλη πλευρά, τη σημαντικότερη υποχώρηση της ζήτησης καταγράφουν οι οίνοι λικέρ με μέσο ετήσιο ρυθμό ίσο με -7,9%.

Σε ό,τι αφορά τη δομή της εγχώριας αγοράς, διαπιστώνεται πως ο δείκτης συγκέντρωσης των πέντε μεγαλύτερων επιχειρήσεων παραγωγής οίνου δεν υπερβαίνει το 64,5% την εξαετία 2000-2005. Μάλιστα, η τάση του συγκεκριμένου δείκτη είναι φθίνουσα, την ίδια περίοδο, και το 2005 ισούται με 54,5%. Αντίστοιχη είναι η εξέλιξη του δείκτη συγκέντρωσης των δέκα μεγαλύτερων οινοποιείων της χώρας που το 2005 ισούται με 67,5% από 76,1% το 2000.

Προβλήματα

Σύμφωνα με την έρευνα του ΙΟΒΕ, τα σημαντικότερα προβλήματα του κλάδου της οινοποιίας συνοψίζονται στην έλλειψη αμπελουργικού μητρώου -κτηματολογίου, στην ιδιαίτερα υψηλή τιμή διάθεσης των εγχώριων εμφιαλωμένων οίνων στους χώρους συνεστίασης (εστιατόρια, ξενοδοχεία) και στους ανεπαρκείς ελέγχους των αρμόδιων κρατικών φορέων για τον περιορισμό της ανεξέλεγκτης χρήσης σταφυλιών διπλής και τριπλής χρήσης στην παραγωγή κρασιού.

Για τη βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης του κλάδου της οινοποιίας το ΙΟΒΕ προτείνει:

* Την εφαρμογή του αμπελουργικού κτηματολογίου.

* Την ηλεκτρονική διασύνδεση των τελωνείων με τις διευθύνσεις αγροτικής ανάπτυξης ώστε να υπάρχει ενημέρωση σε πραγματικό χρόνο για τις ακριβείς ποσότητες οίνου που εισάγονται στη χώρα.

* Τη δημιουργία κοινού σχεδίου προώθησης των εγχώριων οίνων με έμφαση στη χώρα προέλευσης και την ποιότητα.

* Την υιοθέτηση κοινών χαρακτηριστικών στις συσκευασίες των εξαγόμενων οίνων.