Η Green Cola ολοκληρώνει σήμερα την πρώτη φάση εισόδου της στην αμερικανική αγορά, με την παρουσία της σε αλυσίδες λιανικής σε 7 πολιτείες και συγκεκριμένα στο Τέξας, την Μασαχουσέτη, το Κονέκτικατ, το Νιού Χαμσάιρ, το Βερμόντ, το Μέιν και το Ρόουντ Άιλαντ, απευθυνόμενη σε έναν πληθυσμό 43 εκατομμυρίων κατοίκων
Τα τελευταία 5 χρόνια η Green Cola υλοποιεί ένα συστηματικό πλάνο ανάπτυξής της σε αγορές του εξωτερικού, έχοντας ήδη ολοκληρωμένη παρουσία των προϊόντων της σε περισσότερες από 25 χώρες ανά την υφήλιο.
Μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στο πλάνο εξωστρέφειας της εταιρείας αποτέλεσε η είσοδός της στην αγορά των ΗΠΑ, της χώρας με την υψηλότερη κατανάλωση αναψυκτικών σε όγκο παγκοσμίως και 3η στη διεθνή λίστα κατανάλωσης αναψυκτικών ανά κάτοικο. Για τον σκοπό αυτό, η εταιρεία ίδρυσε το 2019 την GREEN COLA NORTH AMERICA LLC, με έδρα το Hoboken του New Jersey.
Για την κάλυψη της ζήτησης στην αμερικανική αγορά, η Green Cola έχει προχωρήσει από τις αρχές του 2020 σε συμφωνία για τοπική εμφιάλωση του μεγαλύτερου μέρους των προϊόντων της, σε μονάδα εμφιάλωσης στη New England, ενώ για την κάλυψη της αυξανόμενης ζήτησης για τα προϊόντα της, είναι ήδη σε αναζήτηση νέων συνεργασιών για συμφωνίες τοπικής εμφιάλωσης με γεωγραφικά κριτήρια. Η τοπική εμφιάλωση των αναψυκτικών της, επιφέρει σημαντικές οικονομίες κλίμακας, λόγω σημαντικής μείωσης του κόστους μεταφοράς και διανομής των προϊόντων της.
Στo πλαίσιo αυτό, η Green Cola ολοκληρώνει σήμερα την πρώτη φάση εισόδου της στην αμερικανική αγορά, με την παρουσία της σε αλυσίδες λιανικής σε 7 πολιτείες και συγκεκριμένα στο Τέξας, την Μασαχουσέτη, το Κονέκτικατ, το Νιού Χαμσάιρ, το Βερμόντ, το Μέιν και το Ρόουντ Άιλαντ, απευθυνόμενη σε έναν πληθυσμό 43 εκατομμυρίων κατοίκων. Στο Τέξας, η Green Cola συνεργάζεται με την αλυσίδα σούπερ μάρκετ H-E-B, τη μεγαλύτερη ανεξάρτητη αλυσίδα στην πολιτεία και μια από τις μεγαλύτερες στις ΗΠΑ, με 300 καταστήματα λιανικής και συνολικά 25δις δολάρια ετήσιο τζίρο. Στη New England, περιοχή που ενσωματώνει 6 βορειοανατολικές πολιτείες (Μασαχουσέτη, Κονέκτικατ, Νιου Χαμσάιρ, Βερμόντ, Μέιν και Ρόουντ Άιλαντ), η Green Cola έχει ήδη ολοκληρωμένη παρουσία σε 82 καταστήματα της αλυσίδας Market Basket, η οποία καταγράφει συνολικά 5,5 δις δολάρια τζίρο ετησίως.
Μετά τους πρώτους μήνες διάθεσης των προϊόντων Green Cola, Green Orangeade, Green Lemonade, Green Sour Cherry και Green Lemon Lime στις επτά αυτές αμερικανικές πολιτείες, η πρώτη καταγραφή πωλήσεων αποτυπώνει μια διαρκώς αυξητική τάση ζήτησης, αναδεικνύοντας τη δυναμική της μάρκας Green. Το γεγονός αυτό έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών ακόμη μεγάλων retailers σε αρκετές πολιτείες των Η.Π.Α.
Πρόσφατα ξεκίνησε η διάθεση των προϊόντων Green Cola μέσω της πλατφόρμας της Amazon, με στόχο την κάλυψη του συνόλου των ΗΠΑ, ταυτόχρονα με την επέκτασή της στα φυσικά καταστήματα.
«Η αμερικανική αγορά έχει πολύ μεγάλο περιθώριο ανάπτυξης για αναψυκτικά, όπως η Green Cola, που λόγω των φυσικών συστατικών τους συνδέονται με τις περισσότερο υγιεινές διατροφικές επιλογές. Οι πρώτοι μήνες μας δημιουργούν μεγάλη αισιοδοξία, βλέποντας μια συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση για το σύνολο των προϊόντων μας. Σήμερα, βρισκόμαστε στα καταστήματα δύο μεγάλων αλυσίδων λιανικής και στο e-commerce της Amazon και ευελπιστούμε ότι τους επόμενους μήνες θα μπορούμε να έχουμε ακόμη μεγαλύτερη παρουσία τόσο στις πολιτείες που διατίθεται ήδη η Green Cola όσο και σε νέες πολιτείες. Πραγματοποιήσαμε και συνεχίζουμε να υλοποιούμε πολύ προσεκτικά βήματα ανάπτυξης στην αγορά των ΗΠΑ, η οποία είναι ανομοιογενής ως προς τα χαρακτηριστικά ζήτησης και σίγουρα πολύ διαφορετική από τις αγορές της Ευρώπης. Οι πωλήσεις μας έχουν ήδη ξεπεράσει τις αρχικές μας προβλέψεις, επιβεβαιώνοντάς μας ότι η διαφορετική κατηγορία αναψυκτικών που πρεσβεύει η Green Cola παραμένει ως μια από τις πλέον δυναμικές τάσεις παγκοσμίως», σημειώνει ο κ. Γιάννης Χήτος, Πρόεδρος Δ.Σ. της Green Cola.
H Green Cola παράλληλα με την εδραίωση και διεύρυνσή της στην αμερικανική αγορά, συνεχίζει να υλοποιεί το πλάνο ανάπτυξής της σε αρκετές ακόμη αγορές του εξωτερικού, παρουσιάζοντας μια σημαντική αύξηση πωλήσεων στις Βαλκανικές χώρες, για τις οποίες η παραγωγή πραγματοποιείται εξολοκλήρου από τις εγκαταστάσεις της εταιρείας στην Ορεστιάδα.