Η πανδημία Covid-19 ξέσπασε σε μια εποχή ενίσχυσης των τάσεων εθνικισμού και προστατευτισμού. Στο βωμό των προσπαθειών ανάσχεσης της νόσου, έκλεισαν σύνορα, επιβλήθηκαν ταξιδιωτικοί περιορισμοί και παρέλυσαν οι εφοδιαστικές αλυσίδες. Εμπόδια υψώθηκαν και στην ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών και υπηρεσιών, βάζοντας φρένο στο παγκόσμιο εμπόριο. Η νέα τάξη πραγμάτων επαναφέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση για τα πλεονεκτήματα ενός παγκοσμιοποιημένου κόσμου. Και αυτή η κρίση θα μπορούσε να βάλει το τελευταίο καρφί στο «φέρετρο» της παγκοσμιοποίησης.
της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Η πανδημία Covid-19 ξέσπασε σε μια εποχή ενίσχυσης των τάσεων εθνικισμού και προστατευτισμού. Στο βωμό των προσπαθειών ανάσχεσης της νόσου, έκλεισαν σύνορα, επιβλήθηκαν ταξιδιωτικοί περιορισμοί και παρέλυσαν οι εφοδιαστικές αλυσίδες. Εμπόδια υψώθηκαν και στην ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών και υπηρεσιών, βάζοντας φρένο στο παγκόσμιο εμπόριο. Η νέα τάξη πραγμάτων επαναφέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση για τα πλεονεκτήματα ενός παγκοσμιοποιημένου κόσμου. Και αυτή η κρίση θα μπορούσε να βάλει το τελευταίο καρφί στο «φέρετρο» της παγκοσμιοποίησης.
Στην πραγματικότητα, η παγκοσμιοποίηση ήταν ήδη σε παρακμή προτού ξεσπάσει η πανδημία, έχοντας φθάσει στην κορύφωσή της πριν από την πιστωτική κρίση του 2008 και μην έχοντας ανακάμψει έκτοτε.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το γιατί: Η παγκοσμιοποίηση έχει κατηγορηθεί για τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις, όπως η κρίση του 2008, αλλά και η ασιατική κρίση του 1997. Πολλοί πιστεύουν ότι εξαιτίας της ο κόσμος έχει εγκλωβιστεί στη δίνη ενός αδυσώπητου διεθνούς ανταγωνισμού, διευρύνοντας το χάσμα ανισοτήτων, τόσο μεταξύ χωρών όσο και εντός των συνόρων. Οι κατακερματισμένες εφοδιαστικές αλυσίδες για τη μεταφορά αγαθών συνεπάγονται μεγάλη κατανάλωση ενέργειας και υψηλά επίπεδα εκπομπών ρύπων. Ακόμη και ο κίνδυνος μετάδοσης ασθενειών έχει συνδεθεί με την παγκοσμιοποίηση, με την επιδημία SARS το 2003, τη γρίπη των χοίρων, το σύνδρομο MERS, τον ιό Έμπολα και τώρα τον Covid-19.
Ίσως όμως το ισχυρότερο επιχείρημα κατά της παγκοσμιοποίησης είναι ότι προωθεί τα συμφέροντα της παγκόσμιας ελίτ σε βάρος του ευρύτερου πληθυσμού. Και παρότι τα πραγματικά στοιχεία και μελέτες δείχνουν αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ, μείωση της φτώχειας και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου χάρη στην παγκοσμιοποίηση, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις παράπλευρες απώλειες, όπως τις χαμένες θέσεις εργασίας στη μεταποίηση.
Η πανδημία έφερε στην επιφάνεια τους κινδύνους που απορρέουν από την υπερβολική εξάρτηση από τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες και θα αποτελέσει αφορμή για εξορθολογισμό της παραγωγής, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την έννοια της διεθνούς αλληλεξάρτησης, τονίζει ο Ρίτσαρντ Φοντέν, διευθύνων σύμβουλος του Center for a New American Security. Αυτό πιθανότατα θα οδηγήσει σε επιτάχυνση των αλλαγών προς μια νέα, διαφορετική και πιο περιορισμένη μορφή παγκοσμιοποίησης, υποστηρίζει σε άρθρο του στο περιοδικό «Foreign Policy».
Η παγκόσμια αλληλοσυνδεσιμότητα αγαθών,υπηρεσιών, κεφαλαίου, ανθρώπων, δεδομένων και ιδεών έχει αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματα. Όμως η πανδημία του κορωνοϊού κατέδειξε τους κινδύνους λόγω της εξάρτησης από ξένες αγορές και εισαγόμενα αγαθά. Για παράδειγμα, οι Αμερικανοί καταναλωτές πήραν μια γεύση αυτής της εξάρτησης όταν η Apple ανακοίνωσε τις καθυστερήσεις στην παράδοση των iPhones εξαιτίας του lockdown και των κλειστών εργοστασίων στην Κίνα.
Όταν η πανδημία εξαπλώθηκε στις ΗΠΑ, έμαθαν ότι το 72% των μονάδων παραγωγής φαρμακευτικού υλικού που διανέμεται στην αμερικανική αγορά βρίσκεται στο εξωτερικό –κυρίως σε Ευρωπαϊκή Ένωση, Ινδία και Κίνα. Στην περίπτωση των αντιβιοτικών, το ποσοστό των εισαγομένων vs αμερικανικών φθάνει έως και το 97%.
Χώρες που υπό άλλες συνθήκες τάσσονται υπέρ της παγκοσμιοποίησης –όπως η Γαλλία και η Γερμανία- όχι μόνο έκλεισαν τα σύνορά τους για τους ξένους ταξιδιώτες, αλλά απαγόρευσαν προσωρινά και τις εξαγωγές μασκών, ακόμη και προς φίλα προσκείμενα κράτη.
Όταν ξαφνικά κάθε χώρα βρίσκεται σε θέση όπου πολεμάει για τον εαυτό της, η ιδέα της διεθνούς αλληλεξάρτησης κλονίζεται και το εθνικό συμφέρον έρχεται σε προτεραιότητα. Ο τρόπος που αντέδρασαν οι χώρες μπροστά στην υγειονομική κρίση του Covid-19 δείχνει ότι επέλεξαν την εσωστρέφεια έναντι της διεθνούς αλληλεγγύης. Τα μέτρα στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων ήταν κυρίως εθνικά και όχι συντονισμένη διεθνής δράση, ενισχύοντας τα επιχειρήματα των εθνικιστών υπέρ του προστατευτισμού και περιορισμών στη μετανάστευση.
Η τάση και οι φωνές υπέρ της αποπαγκοσμιοποίησης υπήρχαν πρoτού ο Covid-19 αρχίζει να αλλάζει τον κόσμο. Απλά τώρα φαίνεται να επιταχύνονται, με τις συνθήκες εκτάκτου ανάγκης να ρίχνουν περισσότερο νερό στον μύλο των εθνικιστών και των «σταυροφόρων» του προστατευτισμού. Οι πολιτικές συζητήσεις τα τελευταία χρόνια δεν κινούνται προς την κατεύθυνση ενός κόσμου χωρίς εμπόδια στις ροές κεφαλαίων και στο παγκόσμιο εμπόριο. Το αντίθετο: Έχουν να κάνουν με τείχη που υψώνονται στα σύνορα ώστε να εμποδίσουν τις ροές μεταναστών, τη μείωση της εξάρτησης από την Κίνα, εμπορικούς πολέμους Brexit, λαϊκισμό και επαναπροσδιορισμό των εθνικών εξουσιών. Το δόγμα Τραμπ «πρώτα η Αμερική» αποτελεί το «λάβαρο» στην εμπορική διένεξη εναντίον της Κίνας. ΗΠΑ και άλλες κυβερνήσεις επιβάλλουν φραγμούς στη μεταβίβαση σημαντικών τεχνολογιών, ενώ ολοένα και περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες επαναφέρουν το δικαίωμα βέτο στις εξαγορές επιχειρήσεων εθνικής σημασίας από ξένους επενδυτές.
Πολλά από τα περιοριστικά μέτρα θα είναι προσωρινά και ήδη μία μετά την άλλη, οι χώρες αίρουν σταδιακά το lockdown. Ο αντίκτυπος όμως της κρίσης λόγω κορωνοϊού πιθανότατα θα έχει διάρκεια, ενισχύοντας τις ήδη υφιστάμενες τάσεις που υπονομεύουν την παγκοσμιοποίηση. Η σινο-αμερικανική διένεξη εξελίχθηκε σε blame-game για τα αίτια της πανδημίας, με την Ουάσιγκτον να κατηγορεί το Πεκίνο ότι ευθύνεται για την εξάπλωση του ιού σε όλον τον κόσμο.
Το παρατεταμένο «λουκέτο» των κινεζικών εργοστασίων κατά τους δύο πρώτους μήνες το έτους έδειξε την εξάρτηση του υπόλοιπου κόσμου από το παραγωγικό κέντρο της Κίνας, προκαλώντας αλυσιδωτά προβλήματα στην παραγωγή ευρωπαϊκών αυτοκινήτων, iPhones και άλλων καταναλωτικών αγαθών.
Η κρίση θα μπορούσε να δώσει το εναρκτήριο λάκτισμα για τις επιχειρήσεις να αναθεωρήσουν το μοντέλο εφοδιαστικής αλυσίδας, με στροφή προς άλλες ασιατικές οικονομίες όπως Βιετνάμ ή Ινδονησία, παρατηρεί ο Βρετανός οικονομολόγος και συγγραφέας Φιλίπ Λεγκρέν. Μια άλλη επιλογή θα μπορούσε να είναι προς την κατεύθυνση πιο μικρών εφοδιαστικών αλυσίδων, με τις αμερικανικές επιχειρήσεις να μεταφέρουν παραγωγή στο Μεξικό και τις ευρωπαϊκές στην Ανατολική Ευρώπη ή την Τουρκία. Μια τρίτη επιλογή θα μπορούσε να αφορά επενδύσεις σε ρομπότ και τρισδιάστατους εκτυπωτές εντός ανεπτυγμένων οικονομιών.
Μια δεύτερη συνέπεια αυτής της κρίσης, σύμφωνα με τον κ. Λεγκρέν, θα μπορούσε να είναι η μειωμένη δραστηριότητα επαγγελματικών ταξιδίων. Οι γκουρού τεχνολογίας εδώ και καιρό εκθείαζαν τα πλεονεκτήματα του videoconferencing και των chat apps, μειώνοντας στο ελάχιστο την ανάγκη των ταξιδίων για επαγγελματικούς σκοπούς και επιτρέποντας σε ολοένα και περισσότερους εργαζομένους την κατ’ οίκον εργασία.
Εξαιτίας της υποχρεωτικής αναστολής μετακινήσεων, οι επιχειρήσεις ενδεχομένως να ανακαλύψουν ότι οι εναλλακτικές που προσφέρει η τεχνολογία είναι συχνά και οι καλύτερες και λιγότερο δαπανηρές και χρονοβόρες. Και σε εποχές έντονων ανησυχιών για την κλιματική αλλαγή και τις εκπομπές ρύπων από αεροσκάφη, υπάρχουν εκτός από οικονομικούς και περιβαλλοντικοί λόγοι που θα δικαιολογούσαν τη μείωση της συχνότητας επαγγελματικών ταξιδίων.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η κρίση εξαιτίας του Covid-19 εξυπηρετεί σε μεγάλο βαθμό τα συμφέροντα των εθνικιστών, που θέλουν την επιβολή αυστηρότερων ελέγχων στις μεταναστευτικές ροές. Σε ευρύτερο πλαίσιο, ενισχύει εκείνους που πιστεύουν σε μια ισχυρή κυβέρνηση, που δίνει προτεραιότητα στις ανάγκες της κοινωνίας έναντι της ατομικής ελευθερίας και της εθνικής δράσης έναντι της διεθνούς συνεργασίας, τονίζει ο κ. Λεγκρέν.
Ο «θαυμαστός καινούριος κόσμος» στη μετά-Covid εποχή θα μπορούσε να είναι ένας κόσμος λιγότερο παγκοσμιοποιημένος. Κι εκείνοι που συνεχίζουν να πιστεύουν υπέρ της ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών και προσώπων θα πρέπει να βρουν νέα και πιο πειστικά επιχειρήματα.