Τον κίνδυνο να χαθούν 150.000 θέσεις μισθωτής εργασίας στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις τονίζει το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ), στην παρουσίαση του δεύτερου μέρους της έκτακτης έρευνας που διενήργησε, σε συνεργασία με την εταιρεία Marc, για τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης. Όπως επισημαίνει, εάν συνυπολογιστεί και το εύρημα ότι μία στις επτά επιχειρήσεις δηλώνουν πως ενδέχεται να διακόψουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, τότε ο κίνδυνος απώλειας των συνολικών θέσεων απασχόλησης (αυτοαπασχολούμενοι, εργοδότες και εργαζόμενοι) εκτιμάται στις 250.000.
Τον κίνδυνο να χαθούν 150.000 θέσεις μισθωτής εργασίας στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις τονίζει το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ), στην παρουσίαση του δεύτερου μέρους της έκτακτης έρευνας που διενήργησε, σε συνεργασία με την εταιρεία Marc, για τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης. Όπως επισημαίνει, εάν συνυπολογιστεί και το εύρημα ότι μία στις επτά επιχειρήσεις δηλώνουν πως ενδέχεται να διακόψουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, τότε ο κίνδυνος απώλειας των συνολικών θέσεων απασχόλησης (αυτοαπασχολούμενοι, εργοδότες και εργαζόμενοι) εκτιμάται στις 250.000.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα κυριότερα ευρήματα της έρευνας:
Με βάση τα στοιχεία αυτά εκτιμάται ότι κινδυνεύουν να χαθούν 150.000 θέσεις μισθωτής εργασίας, ενώ εάν συνυπολογιστεί και το εύρημα ότι μία στις επτά επιχειρήσεις δηλώνουν πως ενδέχεται να διακόψουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, τότε ο κίνδυνος απώλειας των συνολικών θέσεων απασχόλησης (αυτοαπασχολούμενοι, εργοδότες και εργαζόμενοι) εκτιμάται στις 250.000.
Το πρώτο μέρος της έρευνας που δημοσιεύτηκε στις 15 Απριλίου εστίαζε στις επιπτώσεις της πανδημίας στη βιωσιμότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Δύο στοιχεία επισημάνθηκαν ως πιο σημαντικά σχετικά με τη λειτουργία των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων. Το πρώτο αναδείκνυε την έλλειψη ρευστότητας ως το σημαντικότερο πρόβλημα που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν οι 8 στις 10 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Το δεύτερο ζήτημα, που συνδέεται σε ένα βαθμό με την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος ρευστότητας, αφορούσε στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Από τα ευρήματα της έρευνας προέκυψε πως 1 στις 7 επιχειρήσεις ενδέχεται να διακόψουν την δραστηριότητα τους το επόμενο διάστημα.
Τα δύο αυτά στοιχεία καταδεικνύουν, σύμφωνα με τη ΓΣΕΒΕΕ, τις σοβαρές συνέπειες της υγειονομικής κρίσης στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις κι όπως είναι επόμενο επηρεάζουν και την αγορά εργασίας, που φαίνεται πως αλλάζει δραματικά.
Με βάση τα ευρήματα της έρευνας η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην αγορά εργασίας κατά το πρώτο στάδιο αντιμετώπισης της πανδημίας έχει ως εξής :
«Καθώς διανύουμε τις πρώτες μέρες της σταδιακής επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας, σημαντικοί περιορισμοί έχουν τεθεί στον τρόπο άσκησης της δραστηριότητας των επιχειρήσεων για την διασφάλιση της δημόσιας υγείας.
Οι επιχειρήσεις καλούνται να προσαρμοστούν μέσα σε ένα έκτακτο, αλλά σε κάθε περίπτωση νέο ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας και σε μια αγορά στην οποία η υγειονομική κρίση έχει ήδη αφήσει το αποτύπωμά της με την εκτεταμένη μείωση των εισοδημάτων, τα προβλήματα ρευστότητας και τη μεταφορά υποχρεώσεων για το μέλλον.
Με βάση αυτά, η επόμενη μέρα για την απασχόληση στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις φαίνεται πως θα συνεχίσει να διατηρεί τα χαρακτηριστικά που έχουν ήδη διαμορφωθεί» διαπιστώνει η Συνομοσπονδία.
Όπως υπογραμμίζει, μία επιπλέον αρνητική διάσταση είναι ο περιορισμός δημιουργίας θέσεων εργασίας. Με βάση τα στοιχεία της έρευνας, μόλις το 3,4% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσαν ότι θα προχωρήσουν σε προσλήψεις προσωπικού το επόμενο διάστημα. Το στοιχείο αυτό δημιουργεί υπαρκτό κίνδυνο περαιτέρω αύξησης της ανεργίας, εάν ληφθεί υπόψη ότι το χρονικό διάστημα Μαρτίου - Αυγούστου κατά τα τελευταία τρία τουλάχιστον χρόνια είναι το καλύτερο για την απασχόληση. Κατά μέσο όρο το διάστημα αυτό δημιουργούνται επιπλέον 270.000 θέσεις εργασίας κυρίως λόγω του τουρισμού.
Το ενδεχόμενο εκτίναξης της ανεργίας σε ποσοστά αντίστοιχα με εκείνα που είχαν καταγραφεί κατά την πιο βαθιά περίοδο της πρόσφατης οικονομικής κρίσης και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρόνο είναι πολύ πιθανό.
Δημιουργούνται προϋποθέσεις για εκτεταμένη φτωχοποίηση του εργατικού δυναμικού της χώρας και διεύρυνσης των ανισοτήτων.
Η εξέλιξη αυτή θα λάβει σοβαρές διαστάσεις με ανυπολόγιστες συνέπειες, εάν δεν υιοθετηθούν πολιτικές που από τη μια μεριά θα περιορίσουν το «ψηφιακό χάσμα» μεταξύ των επιχειρήσεων κι από την άλλη θα κατανείμουν δικαία τα βάρη για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης.
«Με βάση όλα αυτά, εκτός από τη διεύρυνση των μέτρων ενίσχυσης ρευστότητας των επιχειρήσεων και κάλυψης της απώλειας των εισοδημάτων, πρέπει να διερευνηθεί μια συμπληρωματική δέσμη μέτρων με στόχο την ανάσχεση των δυσμενέστερων επιπτώσεων από την υγειονομική κρίση. Σε αυτό το πλαίσιο, απαιτείται η υλοποίηση πολιτικών όπου το Κράτος θα διαδραματίσει τον ρόλο του εργοδότη ύστατης καταφυγής, ώστε να αναπληρωθούν, στο μέτρο που είναι δυνατό, οριζόντιες επιδοματικές πολιτικές και να διατηρηθεί ενεργό το αναξιοποίητο εργατικό δυναμικό της χώρας» επισημαίνει η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας.