Οικονομία & Αγορές
Πέμπτη, 07 Μαΐου 2020 07:03

Η νέα βόμβα στα θεμέλια της Ευρωζώνης

Το κοινοτικό Δίκαιο υπερισχύει του εθνικού. Αυτή είναι η απάντηση που δίνουν σε όλους τους τόνους οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, μετά την απόφαση γερμανικού δικαστηρίου που αμφισβητεί τη νομιμότητα του ισχυρότερου όπλου της ΕΚΤ. Ωστόσο οι μεγάλοι παίχτες στην αγορά ομολόγων και συναλλάγματος δεν έχουν πειστεί ότι τα πράγματα είναι τόσο απλά και εκφράζουν έκδηλη ανησυχία. Πολύ εντονότεροι είναι οι φόβοι πολιτικών και οικονομικών αναλυτών για το τι η νέα αυτή διαμάχη σημαίνει για την ικανότητα της Ευρωζώνης να διατηρήσει την ακεραιότητά της. 

Το κοινοτικό Δίκαιο υπερισχύει του εθνικού. Αυτή είναι η απάντηση που δίνουν σε όλους τους τόνους οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, μετά την απόφαση γερμανικού δικαστηρίου που αμφισβητεί τη νομιμότητα του ισχυρότερου όπλου της ΕΚΤ. Ωστόσο οι μεγάλοι παίχτες στην αγορά ομολόγων και συναλλάγματος δεν έχουν πειστεί ότι τα πράγματα είναι τόσο απλά και εκφράζουν έκδηλη ανησυχία. Πολύ εντονότεροι είναι οι φόβοι πολιτικών και οικονομικών αναλυτών για το τι η νέα αυτή διαμάχη σημαίνει για την ικανότητα της Ευρωζώνης να διατηρήσει την ακεραιότητά της. 

Το πρόγραμμα, που φέρει τον τίτλο  «Τhe Pandemic Emergency Purchase Program (PEPP)» και αποτελεί ουσιαστικά έναν νέο, άκρως ενισχυμένο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης, με συμμετοχή των ομολόγων όλων των χωρών (ανεξαρτήτως πιστοληπτικής βαθμίδας), έχει λειτουργήσει ως ασπίδα προστασίας.  Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων που είχαν απογειωθεί όταν άρχισε να γίνεται αντιληπτή η έκταση της κρίσης, αμέσως μετά την ανακοίνωσή του προγράμματος, επέστρεψαν και πάλι σε χαμηλά επίπεδα. Ουσιαστικά είναι το μεγάλο όπλο, που έχει αποτρέψει μία εκτός ελέγχου επίθεση στα ομόλογα των ευάλωτων χωρών και μία νέα κρίση χρέους. 

Οι σκιές που ρίχνει η απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία το πρόγραμμα παραβαίνει εν μέρει το Σύνταγμα της Γερμανίας, είχαν ως αποτέλεσμα να τεθούν υπό ισχυρή πίεση χθες το ευρώ και τα ιταλικά ομόλογα. Ουσιαστικά η όλη υπόθεση έχει να κάνει με το εάν ισοδυναμεί με νομισματική χρηματοδότηση, δηλαδή επιδότηση των δημοσίων δαπανών των κυβερνήσεων από την ΕΚΤ. Είναι κάτι που κάνουν τόσο η Fed όσο και η Τράπεζα της Αγγλίας ουσιαστικά, αλλά στην περίπτωση της ΕΚΤ δεν είναι δυνατό. 

Το αρχικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ περιείχε αυστηρούς περιορισμούς που διασφάλιζαν ότι δεν ισοδυναμεί με επιδότηση των κρατικών δαπανών. Οι όροι όμως χαλάρωσαν πολύ στην νέα εκδοχή που αποφασίστηκε για την αντιμετώπιση της άνευ προηγουμένου κρίσης από την πανδημία του Covid-19. To γερμανικό δικαστήριο ουσιαστικά καλεί την ΕΚΤ να αποδείξει μέσα σε τρεις μήνες ότι και το PEPP δεν παραβαίνει τους κανόνες και ειναι απολύτως αναγκαίο, αλλιώς να σταματήσεις τις αγορές ομολόγων. Κατά την κρίση των Γερμανών δικαστών το όριο του 33%, το λεγόμενο capital key, όπως και η προϋπόθεση να είναι αξιολογούνται τα ομόλογα στην επενδυτική βαθμίδα (Investment grade) από τους οίκους είναι απολύτως αναγκαία ώστε να μην θεωρηθεί παράνομη κρατική ενίσχυση. 

Σήμερα ο Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων της Κομισιόν, Πάολο Τζεντιλόνι, επανέλαβε ότι υπερισχύουν το κοινοτικό Δίκαιο και οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των αποφάσεων των εθνικών, ενώ υπογράμμισε ότι η ΕΚΤ είναι ανεξάρτητη.

«Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι δεσμευτικές για όλα τα εθνικά δικαστήρια. Πάντα σεβόμασταν και στηρίζαμε πλήρως την ανεξαρτησία της ΕΚΤ στην εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής της» σημείωσε στη συνέντευξη που παραχώρησε, στην οποία και χτύπησε ηχηρό καμπανάκι για το μέλλον της Ευρωζώνης. Ο Τζεντιλόνι εξήγησε πως το σοκ του νέου κορωνοϊού είναι άνισο όπως και τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους οι χώρες για την αντιμετώπισή του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να βαθαίνει το ρήγμα Βορρά- Νότου και να απειλείται η ίδια η βιωσιμότητα της νομισματικής ένωσης. 

Η νέα αυτή εξέλιξη έρχεται να αποδείξει ότι ακόμη και σήμερα η διαμάχη για το εάν το κοινοτικό Δίκαιο ή τα εθνικά Συντάγματα έχουν τον πρώτο λόγο παραμένει ζωντανή και καθιστά ακόμη πιο βαθιές τις διαχωριστικές γραμμές. Η νέα αυτή κρίση προβάλλει ταυτόχρονα ως μία τεράστια απειλή για τη συνοχή της ένωσης, αλλά και ως μία ευκαιρία να τεθούν όλα τα ανοιχτά ζητήματα επί τάπητος. Ουσιαστικά οι δρόμοι είναι δύο: περισσότερη ενοποίηση, πιο δυναμικά βήματα προς μία πραγματική ένωση ή ξεχωριστές πορείες.  

Με πληροφορίες από Bloomberg, Reuters