Οικονομία & Αγορές
Δευτέρα, 22 Οκτωβρίου 2007 13:00

ICAP: Κλαδική μελέτη για ελαιόλαδο - πυρηνέλαιο

Το ελαιόλαδο, το πυρηνέλαιο και οι επιτραπέζιες ελιές αποτελούν παραδοσιακά αγροτικά προϊόντα της χώρας μας. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την τρίτη θέση παγκοσμίως στην παραγωγή ελαιολάδου, ενώ αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγό χώρα επιτραπέζιων ελιών στην ΕΕ.

Σημαντικό μέρος των εν λόγω προϊόντων κατευθύνεται στο εξωτερικό, κυρίως σε χύμα μορφή. Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από την κλαδική μελέτη της Διεύθυνσης Μελετών Οικονομικού Περιβάλλοντος της ICAP με τίτλο «Ελαιόλαδο – Πυρηνέλαιο – Επιτραπέζιες Ελιές» που κυκλοφόρησε πρόσφατα:

Ο παραγωγικός τομέας του ελαιολάδου και του πυρηνελαίου αποτελείται από μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων, το μέγεθος και η δραστηριότητα των οποίων ποικίλουν, καθώς η διαδικασία παραγωγής, από την παραλαβή της πρώτης ύλης μέχρι τη διάθεση του τελικού προϊόντος, περιλαμβάνει διάφορα στάδια. Τα ελαιοτριβεία πραγματοποιούν την πρώτη φάση της παραγωγής ελαιολάδου, το οποίο στη συνέχεια είτε διατίθεται απευθείας προς κατανάλωση (βρώσιμο) σε μορφή χύμα, είτε προωθείται σε εμπορικές επιχειρήσεις (χονδρεμπόρους) για μεταπώληση στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, είτε προωθείται σε επιχειρήσεις επεξεργασίας και τυποποίησης. Στον κλάδο επίσης δραστηριοποιούνται και διάφοροι συνεταιρισμοί ή ενώσεις συνεταιρισμών, που έχουν ως κύρια δραστηριότητά τους τη συλλογή της παραγωγής των μελών τους και στη συνέχεια την εμπορία, επεξεργασία ή / και τυποποίηση αυτής.

Χαρακτηριστικό της παραγωγής του ελαιολάδου και του πυρηνελαίου είναι η κυκλικότητα που παρουσιάζει. Η ελληνική παραγωγή ελαιολάδου υπερκαλύπτει την εγχώρια ζήτηση, ενώ μεγάλες ποσότητες διατίθενται προς εξαγωγή. Η εγχώρια παραγωγή ελαιολάδου εκτιμάται ότι μειώθηκε 8% την περίοδο 2005/06 σε σχέση με το 2004/05. Η εγχώρια κατανάλωση ελαιολάδου μειώθηκε κατά 5,9% την ίδια περίοδο, ενώ η εγχώρια αγορά ραφιναρισμένου πυρηνελαίου σημείωσε αύξηση 27,3%.

Οι εισαγωγές που πραγματοποιούνται ετησίως σε ελαιόλαδο και πυρηνέλαιο είναι περιορισμένες, καθώς η εγχώρια παραγωγή στα εν λόγω προϊόντα επαρκεί για να καλύψει τη ζήτηση στη χώρα μας. Συνήθως οι εισαγωγές που πραγματοποιούνται σε ελαιόλαδο, αφορούν προϊόντα με ειδικά χαρακτηριστικά, με σκοπό την πρόσμιξη. Το 2006 οι εισαγωγές εμφάνισαν μείωση 29,4% σε σχέση με το 2005, προερχόμενες αποκλειστικά από χώρες της ΕΕ.

Οι εξαγωγές ελαιολάδου και πυρηνελαίου παρουσιάζουν διακυμάνσεις ετησίως, καθώς το μέγεθός τους εξαρτάται κατ’ αρχήν από το ύψος της εγχώριας παραγωγής (κυκλικότητα της παραγωγής), καθώς και από τη ζήτηση των χωρών του εξωτερικού. Το 2006 οι εξαγωγές ελαιολάδου και πυρηνελαίου εμφάνισαν αύξηση 4,6% και 30,5% αντιστοίχως.

Ένα μεγάλο μέρος της εγχώριας αγοράς καλύπτεται διαχρονικά από το μη τυποποιημένο / συσκευασμένο ελαιόλαδο, το μερίδιο συμμετοχής του οποίου διαμορφώθηκε το 2005/06 σε 38%. Το τυποποιημένο ελαιόλαδο εκτιμάται ότι κάλυψε την ίδια περίοδο το 27% της αγοράς, ενώ ποσοστό περίπου 35% αφορά την αυτοκατανάλωση.

Η αγορά του ελαιολάδου στην Ελλάδα θεωρείται πλέον ώριμη και κατά συνέπεια για την ανάπτυξη του κλάδου σημαντική διέξοδο αποτελούν οι εξαγωγές. Σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου η εγχώρια κατανάλωση ελαιολάδου δεν αναμένεται να διαφοροποιηθεί σημαντικά το επόμενο διάστημα (2006/07-2007/08). Αναφορικά με το πυρηνέλαιο, σημειώνεται ότι η εν λόγω αγορά εμφανίζει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια. Εντούτοις, η ζήτησή του στην εγχώρια αγορά παραμένει περιορισμένη, καθώς χρησιμοποιείται σαν υποκατάστατο του ελαιολάδου. Σύμφωνα με εκτιμήσεις παραγόντων του κλάδου, η αγορά πυρηνελαίου αναμένεται να κινηθεί ανοδικά τόσο κατά την τρέχουσα ελαιοκομική περίοδο (2006/07) όσο και την επόμενη (2007/08).

Στα πλαίσια της συγκεκριμένης μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων επεξεργασίας και τυποποίησης ελαιολάδου και πυρηνελαίου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ο ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 18 εταιρειών, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2004 και 2005. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, το σύνολο του ενεργητικού των εν λόγω επιχειρήσεων σημείωσε αύξηση 10,7% το 2005. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στην αύξηση των απαιτήσεων και των καθαρών παγίων. Τα ίδια κεφάλαια των εταιρειών του δείγματος αυξήθηκαν το 2005 κατά 2,9%. Οι συνολικές πωλήσεις των επιχειρήσεων αυξήθηκαν το ίδιο έτος κατά 18,1%. Το κέρδος προ φόρου εισοδήματος σημείωσε σημαντική άνοδο (58% περίπου) το 2005. Για τις επιχειρήσεις παραγωγής πυρηνελαίου συνετάχθη ο ομαδοποιημένος ισολογισμός 14 εταιρειών, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία τη διετία 2005-2006. Το σύνολο ενεργητικού των εν λόγω επιχειρήσεων παρουσίασε αύξηση 33,2% το 2006. Τα συνολικά ίδια κεφάλαια αυξήθηκαν 12% περίπου το ίδιο έτος. Σημαντική αύξηση (78% περίπου) παρουσίασαν οι πωλήσεις των 14 επιχειρήσεων το 2006 σε σχέση με το 2005. Το μικτό περιθώριο αυξήθηκε το εν λόγω έτος κατά 72,4%, ενώ το λειτουργικό περιθώριο αυξήθηκε κατά 94% περίπου. Τέλος το κέρδος προ φόρου εισοδήματος των συγκεκριμένων εταιρειών αυξήθηκε σημαντικά το 2006 (117,6%) σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Στον κλάδο των επιτραπέζιων ελιών δραστηριοποιείται ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων. Ανάλογα με τη δραστηριότητά τους διακρίνονται σε: επιχειρήσεις επεξεργασίας επιτραπέζιων ελιών, σε επιχειρήσεις τυποποίησης επιτραπέζιων ελιών και σε επιχειρήσεις που καλύπτουν και τα δύο προαναφερόμενα στάδια. Ορισμένες επιχειρήσεις επεξεργάζονται ή και τυποποιούν τα συγκεκριμένα προϊόντα για λογαριασμό τρίτων, ενώ υπάρχουν και κάποιες οι οποίες ασχολούνται αποκλειστικά με το χονδρικό εμπόριο βρώσιμων ελιών. Οι περισσότερες επιχειρήσεις αναπτύσσουν έντονη εξαγωγική δραστηριότητα, καθώς διαθέτουν το μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων τους σε αγορές του εξωτερικού, σε χύμα ή τυποποιημένη μορφή.

Το μέγεθος της εγχώριας παραγωγής επιτραπέζιων ελιών παρουσιάζει διακυμάνσεις ετησίως, καθώς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν. Επίσης, χαρακτηριστικό της παραγωγής των συγκεκριμένων προϊόντων είναι η κυκλικότητα, η περίοδος της οποίας κυμαίνεται μεταξύ δύο και τριών ετών.

Η εγχώρια παραγωγή επιτραπέζιων ελιών παρουσίασε αύξηση 7% την ελαιοκομική περίοδο 2005/06 σε σχέση με την περίοδο 2004/05. Η εγχώρια κατανάλωση επιτρα-πέζιων ελιών μειώθηκε το ίδιο διάστημα κατά 18,6%. Το μεγαλύτερο μέρος των επιτρα-πέζιων ελιών που καταναλώνονται στην εγχώρια αγορά διατίθεται σε χύμα μορφή. Εντούτοις, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σταδιακά μια αύξηση του μεριδίου συμμετοχής των τυποποιημένων επιτραπέζιων ελιών.

Σύμφωνα με τις ισχύουσες τάσεις, η εγχώρια αγορά επιτραπέζιων ελιών δεν αναμένεται να παρουσιάσει αξιόλογη μεταβολή κατά την τρέχουσα ελαιοκομική περίοδο (2006/07), παραμένοντας ουσιαστικά στα ίδια επίπεδα με το 2005/06.

Στα πλαίσια της μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων επεξεργασίας και τυποποίησης επιτραπέζιων ελιών βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ο ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 30 εταιρειών, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2004 και 2005. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, το σύνολο ενεργητικού και τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκαν κατά 18,4% και 10% αντιστοίχως το 2005. Οι πωλήσεις τους σημείωσαν αύξηση 4,2% το ίδιο έτος, ενώ και το κέρδος προ φόρου εισοδήματος αυξήθηκε κατά 21,2%.

Βελτίωση εμφάνισαν το 2005 οι δείκτες αποδοτικότητας των επιχειρήσεων του δείγματος, που διαμορφώθηκαν στο 6,39% (αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων) και στο 5,77% (αποδοτικότητα απασχολουμένων κεφαλαίων). Βελτίωση παρουσίασε το ίδιο έτος το περιθώριο μικτού κέρδους, διαμορφούμενο στο 13,20% (2004: 12,48%), ενώ αντίστοιχη εξέλιξη είχε και το περιθώριο λειτουργικού κέρδους που διαμορφώθηκε το 2005 στο 1,84% (2004: 1,79%). Η σχέση ξένων προς ίδια κεφάλαια διαμορφώθηκε το 2005 στο 1,64 από 1,45 το 2004 και η γενική ρευστότητα στο 1,17 (2004: 1,19).