Αντιμέτωπος με ένα πρωτοφανές «freak wave» (κύμα τεραστίων διαστάσεων ύψους άνω των 30 μέτρων) βρίσκεται ο ακτοπλοϊκός κλάδος, το οποίο για να «αντιμετωπισθεί» απαιτεί κρατική στήριξη ύψους 22-30 εκατ. ευρώ ανά μήνα, όπως αναφέρει μελέτη της XRTC η οποία δημοσιοποιήθηκε προχθες.
Από την έντυπη έκδοση
Αντιμέτωπος με ένα πρωτοφανές «freak wave» (κύμα τεραστίων διαστάσεων ύψους άνω των 30 μέτρων) βρίσκεται ο ακτοπλοϊκός κλάδος, το οποίο για να «αντιμετωπισθεί» απαιτεί κρατική στήριξη ύψους 22-30 εκατ. ευρώ ανά μήνα, όπως αναφέρει μελέτη της XRTC η οποία δημοσιοποιήθηκε προχθες.
Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του νέου «κύματος» είναι η απότομη παύση των εργασιών των εταιρειών σε επίπεδα που προσεγγίζουν το 70% και η αβεβαιότητα σχετικά με τη διάρκεια της κρίσης. Το βασικό ερώτημα που καλούνται οι εμπλεκόμενοι φορείς να απαντήσουν είναι πώς ο κλάδος θα μπορέσει σε πρώτη φάση να επιβιώσει με τις μικρότερες δυνατές απώλειες και σε δεύτερη, εξίσου σημαντική, να καταφέρει να σταθεί πάλι στα πόδια του σε βάθος χρόνου.
Όπως υπενθυμίζει η μελέτη, το βασικό χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τον συγκεκριμένο κλάδο σε σχέση με τους υπόλοιπους μεταφορικούς κλάδους είναι ο δημόσιος χαρακτήρας του καθώς συμβάλλει στην κοινωνική συνοχή της χώρας συνδέοντας τη νησιωτική με την ηπειρωτική Ελλάδα. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι οι εταιρείες είναι υποχρεωμένες να παροπλίσουν το μεγαλύτερο μέρος του στόλου τους εξαιτίας της απότομης μείωσης της ζήτησης (μειωμένη κατά 50% σε σχέση με πέρυσι) και παράλληλα να λειτουργούν μέρος του στόλου τους ώστε να διασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή. Από οικονομικής απόψεως επομένως, οι εταιρείες είναι σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση καθώς τα έσοδα μειώνονται κατακόρυφα (έως και 90%), ενώ τα κόστη λειτουργίας διατηρούνται σε υψηλό βαθμό λόγω της ανάγκης ενεργού παροπλισμού των πλοίων και της διατήρησης του προσωπικού των εταιρειών. Αυτή η κατάσταση εξηγεί και την αναγκαιότητα οικονομικής στήριξης όπως αυτή έχει αποτυπωθεί τόσο στις απαντήσεις των εταιρειών όσο και από τους διεθνείς οργανισμούς.
Για να μπορέσει επομένως ο κλάδος να αντεπεξέλθει θα χρειαστεί ενέσεις ρευστότητας οι οποίες θα καλύπτουν τις άμεσες ανάγκες και θα στηρίζουν τη λειτουργία του 30% έως και 35% (ή περίπου 30 με 35 πλοία) ενεργού στόλου που αποτελεί και τον «στόλο ασφαλείας» ο οποίος εξυπηρετεί τις στοιχειώδεις ανάγκες της νησιωτικής χώρας. Εκτίμηση της XRTC ΕΠΕ είναι ότι η οικονομική αυτή στήριξη θα πρέπει να κυμανθεί κατά το ελάχιστο στα 22 εκατ. ευρώ τον μήνα και μέγιστο 30 εκατ. ευρώ τον μήνα καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης. Στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνονται και τα έξοδα των πλοίων που έχουν αποδρομολογηθεί προκειμένου να διατηρηθεί ενεργός ο στόλος για να προσφέρει τις απαραίτητες υπηρεσίες μετά το πέρας της κρίσης.
Συνδυαστικά μέτρα
Τα μέτρα αυτά πρέπει φυσικά να συνδυαστούν και με μέτρα τα οποία θα στηρίξουν τη σταδιακή επαναφορά του κλάδου όχι στα επίπεδα προ κρίσης αλλά τουλάχιστον σε βιώσιμα επίπεδα, κάτι που αποτελεί γρίφο καθώς κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει την ακριβή διάρκεια. Οι αρχικές εκτιμήσεις κυμαίνονται μεταξύ ενός και τριών ετών ανάλογα με τις υποθέσεις που κάνει κανείς. Ανάμεσα στα ερωτήματα που αναμένουν οι ακτοπλόοι να απαντηθούν από την κυβέρνηση αναφορικά με τη χρήση της έκτακτης ενίσχυσης των 15 εκατ. ευρώ είναι πώς θα μοιραστούν στις εταιρείες και ποια χρονική περίοδο καλύπτει το ποσό αυτό. Ο αλγόριθμος που θα απαντήσει στο ερώτημα αυτό πρέπει να προέλθει από τον συνδυασμό των μιλίων που διανύουν τα πλοία δικτύου θαλασσίων μεταφορών και της χωρητικότητας των πλοίων.
Δυστυχώς, το βέβαιο είναι ότι η φετινή θερινή/τουριστική περίοδος, αν θα υπάρξει, θα είναι πολύ μικρότερη σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη. Όπως φαίνεται από τις τοποθετήσεις των εταιρειών, αναμένεται να δρομολογηθεί μόνο το 40% έως 50% του στόλου το καλοκαίρι, φυσικά με μειωμένη ζήτηση, και υπό την προϋπόθεση της σταδιακής άρσης των μέτρων κατά της πανδημίας, σημειώνει η XRTC. Η κατάσταση είναι πολύ πιο αποθαρρυντική για τα ταχύπλοα πλοία που πιθανόν δεν θα βγουν από τα λιμάνια.