Έως και πριν από λίγο καιρό κανείς δεν αμφισβητούσε τις προσπάθειες των ελληνικών τραπεζών να απαλλαγούν από το μεγάλο βαρίδι των κόκκινων δανείων. Οι ίδιες είχαν φροντίσει να επιταχύνουν το βηματισμό τους στα σχετικά σχέδια και ο Ηρακλής ερχόταν να σηκώσει και αυτός σημαντικό βάρος, κάνοντας τους ξένους οίκους να δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στις μετοχές τους και τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να ελπίζουν πως θα δουν τις στρόφιγγες της χρηματοδότησης να ανοίγουν και πάλι. Ο Covid19 φέρνει μεγάλες ανατροπές στο αφήγημα αυτό του ενάρετου κύκλου που φαινόταν να ανοίγει.
Έως και πριν από λίγο καιρό κανείς δεν αμφισβητούσε τις προσπάθειες των ελληνικών τραπεζών να απαλλαγούν από το μεγάλο βαρίδι των κόκκινων δανείων. Οι ίδιες είχαν φροντίσει να επιταχύνουν το βηματισμό τους στα σχετικά σχέδια και ο Ηρακλής ερχόταν να σηκώσει και αυτός σημαντικό βάρος, κάνοντας τους ξένους οίκους να δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στις μετοχές τους και τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να ελπίζουν πως θα δουν τις στρόφιγγες της χρηματοδότησης να ανοίγουν και πάλι. Ο Covid19 φέρνει μεγάλες ανατροπές στο αφήγημα αυτό του ενάρετου κύκλου που φαινόταν να ανοίγει.
Το πιο πρόσφατο καμπανάκι έρχεται από την JPMorgan Chase, η οποία τον Φεβρουάριο χαρακτήριζε τις μετοχές των ελληνικών τραπεζών ως μία από τις πλέον αγαπημένες της επιλογές για την Ευρώπη. Σε νέο σημείωμά της η αμερικανική επενδυτική τράπεζα παρατηρεί πως ο τραπεζικός δείκτης στο ΧΑ έχει κάνει βουτιά 60% από τις αρχές του έτους- με τις πιέσεις που δέχεται να είναι εντονότερες από εκείνες άλλων δεικτών της περιοχής Κεντρικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής (CEEMEA), όπου η πτώση κατά μέσο όρο είναι κοντά στο 35% ή ακόμη και από εκείνες στις τράπεζες της Δυτικής Ευρώπης όπου οι απώλειες είναι κοντά στο 50%.
Όπως εξηγεί η JPMorgan η απότομη ολίσθηση της ελληνικής οικονομίας έρχεται σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο για τον κλάδο, που ήλπιζε να προχωρήσει σε τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων έχοντας θέσει άκρως φιλόδοξους στόχους. Η καθυστέρηση σε αυτούς θα πρέπει τώρα να θεωρείται δεδομένη σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας, οι οποίοι επισημαίνουν τους κινδύνους και για την ποιότητα ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών.
Υπό αυτές τις συνθήκες κατεβάζουν σημαντικά τον πήχη για τις τιμές στόχους των τραπεζικών τίτλων. Συγκεκριμένα αναθεωρεί στα 1,90 ευρώ από 3,8 ευρώ την τιμή στόχο για την Εθνική Τράπεζα, αν και αναβαθμίζει σε «υπεραπόδοση» (overweight) τη σύστασή της για αυτήν. Κατά 57% υποβαθμίζει την τιμή στόχο για την Τράπεζα Πειραιώς, την οποία και την οδηγεί στα 1,8 ευρώ με σύσταση ουδέτερη. Διατηρεί τη σύσταση overweight για τις μετοχές των Alpha Bank και Eurobank, για τις οποίες όμως υποβαθμίζει την τιμή στόχο στα 1,10 και 0,7 ευρώ αντίστοιχα.
Η εξέλιξη αυτή έρχεται στον απόηχο της απόφασης του οίκου Moody's να αναθεωρήσει σε αρνητικές τις προοπτικές (Outlook) των ελληνικών τραπεζών, επικαλούμενος τις καθυστερήσεις στα σχέδια μείωσης των κόκκινων δανείων και τον κίνδυνο επιδείνωσης της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού.
Τι έλεγαν πριν από λίγο καιρό οι οίκοι
Τον Φεβρουάριο η JPMorgan έδινε χωρίς επιφυλάξεις την ψήφο της στις ελληνικές τραπεζικές μετοχές. Τότε έβλέπε περιθώρια ανόδου άνω του 40% για τις μετοχές των Alpha Bank και Τράπεζας Πειραιώς, ενώ εκτιμούσε ότι εκείνες της Εθνικής και Εurobank θα ενισχυθούν σχεδόν 35%.
Την ίδια περίοδο η Morgan Stanley διέβλεπε επίσης μεγάλα περιθώρια ανόδου των τραπεζικών μετοχών, τονίζοντας μάλιστα πως έφτασε η σειρά των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων. «Το σκεπτικό μας είναι απλό: Η αγορά είναι ανοικτή για τις ιστορίες απομόχλευσης. Ψάξτε για ονόματα με ισχυρή υποκείμενη κερδοφορία, χαμηλά ρίσκα εκτέλεσης και άμεσους καταλύτες. Αυτό ήδη δούλεψε στην Ιταλία (Monte) και τη Γερμανία (Deutsche Bank). Οι ελληνικές τράπεζες ακολουθούν: Έχουμε στόχους για δείκτη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων (RoE) άνω του 10% σε δύο χρόνια και τα οφέλη του σχεδίου Ηρακλής» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Μόνη απαισιόδοξη τότε ήταν η Goldman Sachs. Eνώ αναγνώριζε πως οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών ήταν εκείνες με τις καλύτερες επιδόσεις στην Ευρώπη από τον Ιανουάριο του 2019 έως το Φεβρουάριο του 2020, εμφανιζόταν άκρως επιφυλακτική για την πορεία τους από εκεί και πέρα.
Όπως εξηγούσε το έως τότε ράλι οφειλόταν στις βελτιωμένες προσδοκίες για την ελληνική οικονομία, σε μία πιο δυναμική δευτερογενή αγορά για τις μη εξυπηρετούμενες υποχρεώσεις, αλλά και στις προσδοκίες για μία συστημική λύση για τον κλάδο. Ωστόσο τόνιζε πως κατά την εκτίμησή της οι μετοχικές τιμές διαπραγματεύονταν σαν να είχαν ήδη επιτευχθεί οι στόχοι για τη μείωση των κόκκινων δανείων το 2021 και χωρίς να έχει υπολογιστεί ακόμη το ρίσκο εκτέλεσης.
naftemporiki.gr