Οικονομία & Αγορές
Δευτέρα, 13 Απριλίου 2020 12:01

EY: Πρόβλημα για την χρηματοοικονομική πληροφόρηση ο Covid-19

Το 96% των στελεχών εκτιμούν ότι η αξιολόγηση βιωσιμότητας της επιχείρησής τους θα απαιτήσει μεγαλύτερη προσπάθεια και χρόνο εξαιτίας του Covid-19 ενώ πάνω από τα μισά στελέχη (55%) ανέφεραν ότι έχουν εντοπίσει ενδείξεις απομείωσης των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας τους, σύμφωνα με στοιχεία που αναδείχθηκαν στο τρίτο κατά σειρά webcast της EY Ελλάδος, που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 9 Απριλίου.

Το 96% των στελεχών εκτιμούν ότι η αξιολόγηση βιωσιμότητας της επιχείρησής τους θα απαιτήσει μεγαλύτερη προσπάθεια και χρόνο εξαιτίας του Covid-19 ενώ πάνω από τα μισά στελέχη (55%) ανέφεραν ότι έχουν εντοπίσει ενδείξεις απομείωσης των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας τους, σύμφωνα με στοιχεία που αναδείχθηκαν στο τρίτο κατά σειρά webcast της EY Ελλάδος, που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 9 Απριλίου.

Στην παρουσίασή της, η Χριστιάνα Παναγίδου, Εταίρος στο Τμήμα Υπηρεσιών Διασφάλισης της ΕΥ Ελλάδος και υπεύθυνη για θέματα IFRS στην περιοχή Κεντρικής Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας (CESA), αφού αναφέρθηκε στην αστάθεια και αβεβαιότητα που έχει προκαλέσει στις χρηματαγορές παγκοσμίως η πανδημία, τόνισε την κρισιμότητα της συνέχισης της ροής της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της επενδυτικής κοινότητας προς τις επιχειρήσεις. Η ομιλήτρια απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στο θέμα της αξιολόγησης της βιωσιμότητας μιας επιχείρησης (αρχή της συνέχισης της δραστηριότητας – Going Concern), εξηγώντας ότι τα ιστορικά αποτελέσματα δεν αποτελούν πλέον καλή βάση για εκτίμηση των μελλοντικών ταμειακών ροών και ότι, κατά την αξιολόγηση, οι διοικήσεις θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους, τόσο τις υφιστάμενες επιδράσεις της πανδημίας, όσο και τις μελλοντικές, συμπεριλαμβάνοντας εκτιμήσεις για τους επόμενους 12 μήνες κατ’ ελάχιστον. Σε σχετική ερώτηση, η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων (96%) εκτίμησε ότι εξαιτίας των επιπτώσεων του COVID-19 στην αγορά, η αξιολόγηση βιωσιμότητας θα απαιτήσει μεγαλύτερη προσπάθεια και χρόνο από τη Διοίκηση, αφενός για να εξεταστούν πιο αναλυτικά τα θέματα ρευστότητας και, αφετέρου, επειδή οι εταιρείες βρίσκονται σε διαδικασία αναθεώρησης των επιχειρηματικών τους πλάνων. 

Στη συνέχεια, ο Στέλιος Ντούρης, Manager στο Τμήμα Χρηματοοικονομικών Λογιστικών Συμβουλευτικών Υπηρεσιών της ΕΥ Ελλάδος και μέλος του IFRS Desk της EY για την περιοχή CESA, ανέτρεξε στην αλληλουχία των γεγονότων που συνδέονται με την εξάπλωση του Covid-19, σημειώνοντας ότι τα περισσότερα και πιο σημαντικά γεγονότα έλαβαν χώρα και αναφέρονται σε συνθήκες που προέκυψαν μετά την 31η Δεκεμβρίου, ημερομηνία ισολογισμού για τις περισσότερες επιχειρήσεις. Συνεπώς, για αυτά τα «μη διορθωτικά γεγονότα» – σύμφωνα με το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 10 (ΔΛΠ 10), αλλά και το Ν.4308/2014 περί Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων – οι επιχειρήσεις οφείλουν να διενεργήσουν γνωστοποιήσεις στις οικονομικές τους καταστάσεις, αναφέροντας τη φύση του γεγονότος και μία εκτίμηση της οικονομικής επίπτωσής του ή μία δήλωση στην περίπτωση που μία τέτοια εκτίμηση δεν είναι εφικτή. Αντίστοιχη αξιολόγηση και σημαντική κρίση πρέπει να διενεργήσουν οι εταιρείες κατά τη δημοσίευση των ενδιάμεσων οικονομικών τους καταστάσεων την 31η Μαρτίου 2020.

Oι εταιρείες οφείλουν, επίσης, να επικοινωνούν και να δημοσιοποιούν στους επενδυτές και την αγορά, το συντομότερο δυνατό, κάθε σημαντική πληροφορία για τις επιπτώσεις του Covid-19 στις οικονομικές τους καταστάσεις. Σε σχετική ερώτηση, η συντριπτική πλειοψηφία (91%) των στελεχών που συμμετείχαν στο webcast, απάντησαν ότι πρόκειται να επεκτείνουν σημαντικά τις γνωστοποιήσεις της εταιρείας τους, είτε στην έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου, είτε και στις Οικονομικές Καταστάσεις, ή και στα δύο, για να καλύψουν την επίδραση, τους κινδύνους και τις αβεβαιότητες της πανδημίας.

Στην επόμενη ενότητα, η Ειρήνη Πελεντρίδου, Manager στο Τμήμα Υπηρεσιών Διασφάλισης της EY Ελλάδος και μέλος του IFRS Desk της EY για την περιοχή CESA, αναφέρθηκε στο ζήτημα της πιθανής απομείωσης των περιουσιακών στοιχείων των εταιρειών, εξαιτίας των εξελίξεων που προκάλεσε η πανδημία. Η ομιλήτρια εκτίμησε ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, οι επιχειρήσεις θα εντοπίσουν ενδείξεις απομείωσης στις ενδιάμεσες χρηματοοικονομικές αναφορές πρώτου τριμήνου και εξαμήνου 2020, τονίζοντας ότι εάν υπάρξει απομείωση υπεραξίας, αυτή δεν μπορεί να αντιστραφεί σε επόμενες περιόδους, ακόμη και εάν παρατηρηθεί βελτίωση της κατάστασης που οδήγησε σε αυτή. Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στη διαδικασία υπολογισμού του ανακτήσιμου ποσού των περιουσιακών στοιχείων, στην οποία πρέπει να προβούν οι εταιρείες, σε περίπτωση εντοπισμού ενδείξεων απομείωσης. 

Τις πιθανές επιπτώσεις της πανδημίας στην επιμέτρηση της εύλογης αξίας, ανέλυσε ο Κώστας Σταθόπουλος, Εταίρος και Επικεφαλής Χρηματοοικονομικών Λογιστικών Συμβουλευτικών Υπηρεσιών της ΕΥ Ελλάδος. Ο ομιλητής, αφού υπογράμμισε τη δυσκολία ενσωμάτωσης της μεταβλητότητας διαφόρων χρηματοοικονομικών δεικτών σε σχετικές μετρήσεις, αναφέρθηκε στα τρία επίπεδα ιεραρχίας της διαδικασίας επιμέτρησης της εύλογης αξίας, όπως αυτή ορίζεται από το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 13 (ΔΠΧΑ 13), επικεντρωνόμενος ειδικότερα στο τρίτο επίπεδο ιεραρχίας, το οποίο αφορά την αποτίμηση βάσει μη παρατηρήσιμων στοιχείων, η οποία απαιτεί κυρίως την εξάσκηση επαγγελματικής κρίσης.  

Στη συνέχεια, έκανε εκτενή αναφορά στην επίδραση του COVID-19 στα χρηματοοικονομικά μέσα, και ειδικότερα, στην πρόβλεψη για τις αναμενόμενες ζημιές και τις επισφαλείς απαιτήσεις κατά το ΔΠΧΑ 9. 

Ολοκληρώνοντας το webcast, η κ. Παναγίδου υποστήριξε ότι τα αναθεωρημένα επιχειρηματικά πλάνα, που οι διοικήσεις καταρτίζουν λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα σενάρια (βασικό, καλύτερο, χειρότερο), είναι οι καλύτερες δυνατές εκτιμήσεις υπό αυτές τις συνθήκες και θα αποτελέσουν τη βάση για την αξιολόγηση αρκετών από τα θέματα τα οποία απασχόλησαν στο webcast, όπως η βιωσιμότητα της επιχείρησης, οι ασκήσεις απομείωσης και οι γνωστοποιήσεις της αβεβαιότητας και των κινδύνων.