Τόσο η μετα-δευτεροβάθμια, όσο και η ανώτερη εκπαίδευση πρέπει να είναι περισσότερο προσανατολισμένες σε συγκεκριμένες ανάγκες της οικονομίας παρέχοντας εξειδικευμένες τεχνικές γνώσεις και όχι να δρουν ως ατελή υποκατάστατα της ανώτατης εκπαίδευσης, επισημαίνει σε έκθεσή της για την αγορά εργασίας η Διεύθυνση Σχεδιασμού και Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ).
Από την άλλη πλευρά, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές της ΕΤΕ, η ανώτατη εκπαίδευση πρέπει να χαρακτηρίζεται από υψηλότερο βαθμό ανεξαρτησίας και προγραμματισμού σε ακαδημαϊκό επίπεδο, στενότερους δεσμούς με τον επιχειρηματικό τομέα και πληρέστερη εκμετάλλευση του εξαιρετικού ακαδημαϊκού δυναμικού που μπορεί να παράσχει η Ελληνική Διασπορά η οποία διαπρέπει σε όλα τα μεγάλα πανεπιστήμια του κόσμου.
Προς αυτή την κατεύθυνση, σύμφωνα πάντα με την ΕΤΕ, η δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, ανταγωνιστικών προς τα δημόσια, θα μπορούσε να συνεισφέρει σημαντικά προσελκύοντας παράλληλα και ένα σημαντικό αριθμό ελλήνων φοιτητών που αυτή τη στιγμή αναζητούν την τύχη τους στο εξωτερικό.
Όπως αναφέρει η έκθεση, ο ισχυρός ρυθμός ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας κατά την τελευταία δεκαετία συνοδεύτηκε από σημαντική βελτίωση των επιδόσεων της αγοράς εργασίας.
Οι επιδόσεις αυτές, αντανακλώνται στον ικανοποιητικό ρυθμό αύξησης της απασχόλησης (με ρυθμό 1,6% ετησίως, 20% υψηλότερο από το μ.ο. της Ευρωπαϊκής Ένωσης) κυρίως των γυναικών (στην οποία οφείλεται το 60% περίπου της συνολικής αύξησης της απασχόλησης), στη μείωση του ποσοστού ανεργίας (κατά 4 περίπου ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 1999 στο 8,1% στο πρώτο εξάμηνο του 2007) καθώς και της διαφοράς του από το ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ (στη μία περίπου ποσοστιαία μονάδα συγκριτικά με 4 ποσοστιαίες μονάδες πριν μια εξαετία).
Η αξιολόγηση των εξελίξεων στην ελληνική αγορά εργασίας την τελευταία δεκαετία γίνεται ακόμη θετικότερη αν συνεκτιμηθούν οι σημαντικοί παράγοντες που επενέργησαν στη συγκεκριμένη αγορά κατά την ίδια περίοδο:
- Συγκεκριμένα, η ελληνική οικονομία κατάφερε, χωρίς σημαντική επίπτωση στο ποσοστό ανεργίας, να απορροφήσει αποτελεσματικά έναν εξαιρετικά υψηλό αριθμό μεταναστών (που οδήγησαν σε αύξηση του εργατικού δυναμικού κατά 700.000 άτομα περίπου, και η είσοδος τους στη χώρα είχε αρχίσει από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας), οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν ανειδίκευτοι και σχετικά χαμηλού μορφωτικού επιπέδου.
- Οι ισχυροί ρυθμοί αύξησης της απασχόλησης στον κατασκευαστικό κλάδο, στον κλάδο λιανικών πωλήσεων, στην παροχή υπηρεσιών προς τα νοικοκυριά (που διευκόλυνε επίσης την είσοδο περισσότερων γυναικών στην αγορά εργασίας) και η υποκατάσταση εγχώριας με αλλοδαπή εργασία στον αγροτικό τομέα, συνεπικουρούμενοι από την εκτεταμένη παραοικονομία, συνεισέφεραν σημαντικά στην απορρόφηση των μεταναστών. Από την πλευρά τους οι μετανάστες αύξησαν την ευελιξία της ελληνικής αγοράς εργασίας (αν και σε αρκετές περιπτώσεις με αμφιλεγόμενο τρόπο). Αυτή η ευελιξία αναμένεται να μετριαστεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια καθώς η εισροή μεταναστών έχει περιοριστεί σημαντικά ενώ οι υφιστάμενοι μετανάστες έχουν αρχίσει να ενσωματώνονται με αυξανόμενο ρυθμό στην ελληνική αγορά εργασίας, με τα προσόντα τους και τις μισθολογικές και μη απαιτήσεις τους να συγκλίνουν σταδιακά με αυτές της εγχώριας εργατικής δύναμης.
- Ταυτόχρονα η ελληνική αγορά εργασίας συνέχισε να βρίσκεται αντιμέτωπη με της συνεχιζόμενη τάση συρρίκνωσης της απασχόλησης τόσο στον αγροτικό όσο και στον μεταποιητικό τομέα της χώρας, με την απασχόληση στους δύο αυτούς τομείς να μειώνεται σωρευτικά κατά 29% μεταξύ 1998 και 2006.
Αυτό το γεγονός είναι συμβατό με την διεθνή εμπειρία και συντελεί στην αναγκαία αύξηση της παραγωγικότητας και της αποτελεσματικότητας των συγκεκριμένων τομέων. Στην περίπτωση της Ελλάδας αυτή η τάση είναι περισσότερο έντονη στον αγροτικό τομέα λόγω της εξαιρετικά υψηλής συνεισφοράς του στη συνολική απασχόληση (η οποία μειώθηκε από 18% το 1998 στο 11% το 2006). Ωστόσο, οι απώλειες θέσεων εργασίας στους δύο αυτούς τομείς υπεραντισταθμίστηκαν από την ισχυρή ανάπτυξη τόσο του τομέα των υπηρεσιών όσο και των κατασκευών οι οποίοι δημιούργησαν συνολικά άνω των 400.000 και 110.000 νέων θέσεων εργασίας αντιστοίχως, κατά την τελευταία δεκαετία.
- Είναι επίσης αξιοσημείωτο, επισημαίνεται στην έκθεση της ΕΤΕ, ότι οι πραγματικές μισθολογικές αυξήσεις στην Ελλάδα κατά την ίδια περίοδο ήταν κατά μέσο όρο υψηλότερες από το ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας, σε αντίθεση με την ΕΕ όπου υπολείπονταν κατά περίπου μία ποσοστιαία μονάδα (κατά μ.ο.) της μέσης αύξησης της παραγωγικότητας.
Στην Ισπανία μάλιστα – η οποία χαρακτηρίζεται από τον πιο ισχυρό ρυθμό αύξησης της απασχόλησης στην ΕΕ, της τάξεως του 4,3% ετησίως, κατά την τελευταία δεκαετία, η μέση μεταβολή των πραγματικών μισθών ήταν αρνητική. Συνέπεια των υψηλών μισθολογικών αυξήσεων στην Ελλάδα ήταν το μερίδιο της αμοιβής της εργασίας στο ΑΕΠ να μείνει σχετικά σταθερό (στο 57 % του ΑΕΠ), και να υπερβεί το μ.ο. της ΕΕ όπου η μείωση του αντίστοιχου μεριδίου υπερέβη τις 5 ποσοστιαίες μονάδες (στο 55,8% του ΑΕΠ το 2006).
Είναι σημαντικό ότι η σταθερότητα του μεριδίου της εργασίας στο ΑΕΠ συνοδεύτηκε από υψηλούς ρυθμούς αύξησης των παγίων επενδύσεων οι οποίοι αντανακλούν την ικανοποιητική κερδοφορία του ελληνικού επιχειρηματικού τομέα. Ωστόσο το μειούμενο μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ σε άλλες χώρες της ΕΕ καταδεικνύει ότι δεν θα μπορέσει, για μεγάλο χρονικό διάστημα, το αντίστοιχο μερίδιο στη Ελλάδα να αποκλίνει αισθητά από τις διεθνείς τάσεις χωρίς τη συσσώρευση νέων απωλειών για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Συνέπεια των παραπάνω παραγόντων ήταν η αύξηση της απασχόλησης ανά ποσοστιαία μονάδα οικονομικής ανάπτυξης να υπολείπεται κατά 40% του μ.ο. της ΕΕ παρά την επιτάχυνση που σημείωσε κατά την τελευταία διετία. Με δεδομένη αυτήν τη χαμηλή ελαστικότητα και αναμένοντας μια φυσιολογική επιβράδυνση της ελληνικής οικονομίας μεσοπρόθεσμα (κατά την περίοδο 2008-2012) προς το μακροχρόνιο δυνητικό ρυθμό ανάπτυξής της του 3,6% (και ελαφρώς κάτω από αυτόν προκειμένου να περιοριστεί το συνεχιζόμενο θετικό παραγωγικό κενό) καθώς και συνέχιση, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, των υψηλών μισθολογικών αυξήσεων (καθ’ υπέρβαση της παραγωγικότητας), ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης αναμένεται να μειωθεί σε επίπεδα ελαφρώς υψηλότερα του 1%. Ένας τέτοιος ρυθμός θα ήταν ανεπαρκής για την περαιτέρω σύγκλιση των δεικτών της ελληνικής αγοράς εργασίας με την ΕΕ. Η βελτίωση των προοπτικών της ελληνικής αγοράς εργασίας προϋποθέτει συνεπώς την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών της.
Παράλληλα τόσο το εξαιρετικό υψηλό επίπεδο μακροχρόνιας ανεργίας (54% σε σύγκριση με 42% για την ΕΕ) όσο και οι μεγάλες αποκλίσεις στα ποσοστά απασχόλησης των γυναικών και κυρίως των νέων από το μ.ο. της ΕΕ (11 και 16 ποσοστιαίες μονάδες αντιστοίχως το 2006) -- σε αντιδιαστολή με το υψηλότερο του μέσου ευρωπαϊκού όρου ποσοστό απασχόλησης για τους άρρενες (μεταξύ 25-64 ετών) στο μη αγροτικό τομέα της οικονομίας -- αναδεικνύουν το δυϊσμό που διέπει την αγορά εργασίας η οποία φαίνεται να προστατεύει ασυμμετρικά τους έχοντες απασχόληση σε βάρος αυτών που διεκδικούν μια θέση στην αγορά εργασίας.
Μια από τις συνιστώσες αυτού του δυϊσμού σχετίζεται με τον εξαιρετικά περιορισμένο ρόλο της μερικής απασχόλησης στην Ελλάδα (όπου ανέρχεται σε 5,5% της συνολικής απασχόλησης ) σε σύγκριση με την ΕΕ (όπου αντιστοιχούν στο 17% της συνολικής απασχόλησης). Παρά την επιτάχυνση της μερικής απασχόλησης (κυρίως στον δημόσιο τομέα) κατά την τελευταία διετία, η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά της ΕΕ όπου 35 % των νέων θέσεων εργασίας κατά την τελευταία δεκαετία ήταν μερικής απασχόλησης.
Σε σημαντικό βαθμό ο περιορισμένος ρόλος της μερικής απασχόλησης αντανακλά την απροθυμία των εργαζομένων στην Ελλάδα να εργαστούν υπό αυτή τη μορφή εργασίας δεδομένων των συγκριτικά περιορισμένων ωρών πλήρους απασχόλησης σε τομείς που θεωρούνται πρόσφοροι για επέκταση της μερικής απασχόλησης (όπως η υγεία, η εκπαίδευση και η δημόσια διοίκηση). Παράλληλα οι ελλιπείς βρεφονηπιακές υποδομές και η χαμηλή κρατική χρηματοδότηση της βρεφονηπιακής μέριμνας στη Ελλάδα (όπου αντιστοιχεί σε 0,2% του ΑΕΠ συγκριτικά με 0,5% στην ΕΕ) δυσχεραίνει την απασχόληση των νέων γυναικών δεδομένης την μειούμενης υποστήριξης από γηραιότερα μέλη της οικογένειας καθώς και της όλο και πιο δαπανηρής χρήσης αλλοδαπών στην οικιακή φροντίδα.
Παράλληλα, οι εξελίξεις στην απασχόληση των νέων είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές με τη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας και το ποσοστό απασχόλησής τους να βαίνουν μειούμενα. Ειδικά η απουσία ευελιξίας αναφορικά με τον κατώτερο μισθό των νεοεισερχόμενων ανειδίκευτων εργατών δυσχεραίνει σημαντικά τη πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας. Η ελληνική κοινωνία θα έπρεπε ίσως να συνεκτιμήσει την επίδραση του κατώτατου μισθού για τους νέους υπό το πρίσμα τόσο του θετικού του ρόλου σε όρους κοινωνικής προστασίας όσο και σε όρους αναποτελεσματικότητας και εργασιακών διακρίσεων σε βάρος των νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας καθώς και με κριτήριο το βαθμό προστασίας τους μέσα στον οικογενειακό ιστό.
Οι αναιμικές επιδόσεις της αγοράς εργασίας για τους νέους αντανακλούν επίσης, σε σημαντικό βαθμό, την εντυπωσιακή συμμετοχή τους στην εκπαίδευση και ειδικά στην ανώτερη και ανώτατη (με ποσοστά που υπερβαίνουν τα αντίστοιχα για την ΕΕ) η οποία θα έπρεπε να βελτιώνει τις προοπτικές απασχόλησης τους. Ωστόσο, η αυξημένη συμμετοχή στην εκπαίδευση δεν φαίνεται να αμβλύνει τις ανησυχίες που πηγάζουν από τις αδυναμίες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος τόσο αναφορικά με την ποιότητα όσο και ως προς την προσαρμογή του στις ανάγκες της αγοράς εργασίας (μελέτες αναδεικνύουν τα προβλήματα ελλιπούς ανταπόκρισης της διάρθρωσης των αποφοίτων στη ζήτηση εργασίας στη Ελλάδα ενώ τα πλεονάσματα συγκεκριμένων ειδικοτήτων, όπως γιατροί και δικηγόροι, είναι επίσης ενδεικτικά της ελλιπούς προσαρμογής του εκπαιδευτικού συστήματος στα χαρακτηριστικά της ζήτησης εργασίας).
Τόσο η μετα-δευτεροβάθμια, όσο και η ανώτερη εκπαίδευση πρέπει να είναι περισσότερο προσανατολισμένες σε συγκεκριμένες ανάγκες της οικονομίας παρέχοντας εξειδικευμένες τεχνικές γνώσεις και όχι να δρουν ως ατελή υποκατάστατα της ανώτατης εκπαίδευσης. Από την άλλη πλευρά η ανώτατη εκπαίδευση πρέπει να χαρακτηρίζεται από υψηλότερο βαθμό ανεξαρτησίας και προγραμματισμού σε ακαδημαϊκό επίπεδο, στενότερους δεσμούς με τον επιχειρηματικό τομέα και πληρέστερη εκμετάλλευση του εξαιρετικού ακαδημαϊκού δυναμικού που μπορεί να παράσχει η Ελληνική Διασπορά η οποία διαπρέπει σε όλα τα μεγάλα πανεπιστήμια του κόσμου.
Προς αυτή την κατεύθυνση η δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, ανταγωνιστικών προς τα δημόσια, θα μπορούσε να συνεισφέρει σημαντικά προσελκύοντας παράλληλα και ένα σημαντικό αριθμό ελλήνων φοιτητών που αυτή τη στιγμή αναζητούν την τύχη τους στο εξωτερικό.