Η μεγαλύτερη από το 1991 πτώση στις τιμές του πετρελαίου είναι το αποτέλεσμα του «πολέμου», που κήρυξε η Σαουδική Αραβία στον έως πρόσφατα σύμμαχό της στην ενεργειακή αγορά, τη Ρωσία. Το Ριάντ απείλησε με μεγάλες εκπτώσεις στους πελάτες του και αύξηση της παραγωγής της οδηγώντας το μπρεντ κοντά στα 31 δολ. κα το αμερικανικό αργό στα 27,7 δολ. και οι αναλυτές βλέπουν τώρα περαιτέρω βουτιά κοντά στα 20 δολάρια. Γιατί όμως ένα εξαρτημένο από το πετρέλαιο βασίλειο αποφάσισε να κινηθεί τόσο επιθετικά την ώρα που η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται ήδη στη δίνη των επιπτώσεων του κορωνοϊού; Τι σημαίνει η στάση αυτή για τον υπόλοιπο κόσμο και κυρίως πόση διάρκεια θα έχει η πτώση;
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Η μεγαλύτερη από το 1991 πτώση στις τιμές του πετρελαίου είναι το αποτέλεσμα του «πολέμου», που κήρυξε η Σαουδική Αραβία στον έως πρόσφατα σύμμαχό της στην ενεργειακή αγορά, τη Ρωσία. Το Ριάντ απείλησε με μεγάλες εκπτώσεις στους πελάτες του και αύξηση της παραγωγής της οδηγώντας το μπρεντ κοντά στα 31 δολ. κα το αμερικανικό αργό στα 27,7 δολ. και οι αναλυτές βλέπουν τώρα περαιτέρω βουτιά κοντά στα 20 δολάρια. Γιατί όμως ένα εξαρτημένο από το πετρέλαιο βασίλειο αποφάσισε να κινηθεί τόσο επιθετικά την ώρα που η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται ήδη στη δίνη των επιπτώσεων του κορωνοϊού; Τι σημαίνει η στάση αυτή για τον υπόλοιπο κόσμο και κυρίως πόση διάρκεια θα έχει η πτώση;
Οι αναλυτές βλέπουν πίσω από την απόφαση της Σαουδικής Αραβίας διάθεση να τιμωρήσει τη Ρωσία που αρνήθηκε να σηκώσει μαζί το βάρος της επαναφοράς της ισορροπίας στην αγορά. Είπε «όχι» στην παράταση της συμφωνίας για μείωση προσφοράς και έπρεπε να αισθανθεί τις επιπτώσεις, εξηγούν. Ωστόσο η κατάρρευση των τιμών ανοίγει τρύπα και στα ταμεία της Σαουδικής Αραβίας. Αυτό είναι το τίμημα, που φαίνεται να είναι διατεθειμένο να πληρώσει το βασίλειο των Σαούντ προεκειμένου να θωρακίσει το στάτους του ως κορυφαίου εξαγωγέα πετρελαίου. Το Ριάντ είχε να αντιμετωπίσει δύο μεγάλους αντιπάλους στην αγορά: τη Ρωσία και τους Αμερικανούς ανεξάρτητους παραγωγούς. Με τον πόλεμο των τιμών και την αύξηση της παραγωγής ο de facto ηγέτης του βασιλείου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν πιστεύει ότι θα μπορέσει να ανακτήσει πελάτες, που είχαν στραφεί σε άλλους προμηθευτές και να στείλει μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση: Είναί μία απρόβλεπτη δύναμη, που δεν φοβάται να πάρει ρίσκα.
Αυτό είναι το σκεπτικό πίσω από τις ενέργειες της Σαουδικής Αραβίας, αλλά οι αναλυτές προειδοποιούν πως η οικονομία της δεν έχει «ανοσία» στον ιό, που η ίδια αποφάσισε να «σπείρει» στις αγορές.
Για τη Ρωσία η εξέλιξη έρχεται σε μία περίοδο κατά την οποία έχει να αντιμετωπίσει και τις αμερικανικές κυρώσεις σε ενεργειακές επιχειρήσεις της. Μάλιστα πίσω από την άρνησή της να παρατείνει τη συμφωνία μείωσης προσφοράς δεν ήταν η διάθεση να συγκρουστεί με τη Σαουδική Αραβία, αλλά η πρόθεση να πλήξει την αμερικανική βιομηχανία πετρελαίου, κλέβοντάς της μερίδιο, αλλά και πιέζοντάς την με χαμηλότερες τιμές. Δεν είχε βεβαίως υπολογίσει ότι η πτώση θα ήταν τόσο μεγάλη.
Για τις ΗΠΑ η εξέλιξη σημαίνει σαφώς φθηνότερη βενζίνη, αλλά και αιμορραγία στον διόλου ευκαταφρόνητο για το ΑΕΠ κλάδο ορυκτών καυσίμων.
Όσο για την Ευρώπη; Ως εισαγωγέας ενέργειας ωφελείται προσωρινά και παίρνει «ανάσες» σε μία περίοδο πολλαπλών πιεσεων για την οικονομία. Μάλιστα η ανάκαμψη του ευρώ έναντι του δολαρίου το τελευταίο διάστημα καθιστά ακόμη πιο φθηνό το πετρέλαιο. Ωστόσο και για την ευρωπαϊκή οικονομία υπάρχει μία λεπτή γραμμή ανάμεσα στο όφελος της φθηνότερης ενέργειας και στον πόνο του ενεργειακού κλάδου, που όπως είδαμε μεταδίδεται και στις αγορές μετοχών κατατρώγοντας την κεφαλαιοποίηση των εταιρειών. Το φθηνό πετρέλαιο είναι κέρδος όσο παραμένει σε επίπεδα που δεν δίνουν εικόνα διάλυσης στις αγορές.
Οι αναλυτές πλέον δεν έχουν αμφιβολίες για το πόσο ακόμη θα πέσει το πετρέλαιο. Goldman, Citi και άλλοι μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι πιστεύουν ότι τα 20 δολάρια είναι κοντά. Αυτό που προσπαθούν όλοι να απαντήσουν είναι για πόσο θα έχουμε τις πιέσεις αυτές στα τιμές; Aυτό δεν θα εξαρτηθεί μόνο ή τόσο από τις επόμενες κινήσεις των μεγάλων της αγοράς: Σαουδικής Αραβίας, ΗΠΑ και Ρωσίας. Μπορεί οι παραγωγοί να έχουν την ικανότητα να πυροδοτούν μία ελεύθερη πτώση ή να την ανακόπτουν έως έναν βαθμό, αλλά εξίσου μεγάλη δύναμη έχουν πια και οι αγοραστές. Το πόσο θα διαρκέσει η πίεση στο πετρέλαιο έχει λοιπόν να κάνει εν πολλοίς με την «υγεία» της παγκόσμιας οικονομίας και ειδικά των μεγάλων καταναλωτών ενέργειας, όπως είναι η Κίνα.
Αυτή τη στιγμή η κινεζική και παγκόσμια οικονομία «νοσούν» εξαιτίας των σοβαρών προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα, τη ζήτηση και τις μεταφορές που φέρνει η ραγδαία εξάπλωση του νέου κορωνοϊού. Το πλήγμα στο παγκόσμιο ΑΕΠ υπολογίζεται από 400 δισ. δολ. στο καλό σενάριο έως και τα 2,7 τρισ. δολάρια στο σενάριο «τρόμου». Σε κάθε ένα από τα σενάρια η κινεζική οικονομία κατεβάζει απότομα ταχύτητα.
Αναλυτές προειδοποιούν ότι το 2020 η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα συρρικνωθεί για πρώτη φορά από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Με τη ζήτηση καυσίμων από αεροπορικές, ναυτιλιακές και εταιρείες οδικών μεταφορών να περιορίζεται, η παγκόσμια κατανάλωση θα είναι όπως σημειώνουν τουλάχιστον 2% χαμηλότερη από όσο υπολογιζόταν στις αρχές του έτους.
Για πόσο λοιπόν θα υποφέρει η αγορά πετρελαίου; H σύντομη απάντηση είναι: Για όσο ταλαιπωρεί την παγκόσμια οικονομία ο Covid-19.