Με μέσο ετήσιο ρυθμό 6% αυξήθηκε το μέγεθος της συνολικής εγχώριας παραγωγής τσιπούρας - λαβρακιού τη διετία 2017-2018, μετά από μία οκταετία συνεχούς (σχεδόν) μείωσης, σύμφωνα με κλαδική μελέτη της ICAP Group, που δείχνει ότι η τσιπούρα κάλυψε περίπου το 57% της εγχώριας παραγωγής και το λαβράκι το υπόλοιπο 43%.
Με μέσο ετήσιο ρυθμό 6% αυξήθηκε το μέγεθος της συνολικής εγχώριας παραγωγής τσιπούρας - λαβρακιού τη διετία 2017-2018, μετά από μία οκταετία συνεχούς (σχεδόν) μείωσης, σύμφωνα με κλαδική μελέτη της ICAP Group, που δείχνει ότι η τσιπούρα κάλυψε περίπου το 57% της εγχώριας παραγωγής και το λαβράκι το υπόλοιπο 43%.
Οι εξαγόμενες ποσότητες τσιπούρας και λαβρακίου κάλυψαν το 78%-80% της συνολικής εγχώριας παραγωγής τα τελευταία έτη, με την Ιταλία να αποτελεί διαχρονικά την κυριότερη χώρα προορισμού των εξεταζόμενων προϊόντων (45% των συνολικών εξαγωγών). Ακολουθούν η Ισπανία, η Γαλλία και η Πορτογαλία. Οι εισαγωγές κυμαίνονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, η δε εγχώρια κατανάλωση παρουσιάζει ελαφρά άνοδο τα τελευταία έτη.
Η ιχθυοκαλλιέργεια είναι ένας από τους σημαντικότερους παραγωγικούς και εξαγωγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας στον πρωτογενή τομέα. Οι κλιματολογικές συνθήκες και η γεωγραφική θέση της Ελλάδας ευνοούν την ανάπτυξη της ιχθυοκαλλιέργειας. Τα προϊόντα της και συγκεκριμένα η τσιπούρα και το λαβράκι, καταλαμβάνουν σημαντική θέση στις ελληνικές εξαγωγές.
Ο εξαγωγικός χαρακτήρας των θαλάσσιων ιχθυοκαλλιεργειών συμβάλλει ουσιαστικά στο ισοζύγιο πληρωμών της χώρας, τα δε προϊόντα (τσιπούρα, λαβράκι) «κυριαρχούν» στην Ευρωπαϊκή αγορά. Ο ανταγωνισμός που δέχεται ο κλάδος από επιχειρήσεις άλλων χωρών και ιδιαίτερα της Τουρκίας (που αναδεικνύεται σε ισχυρό ανταγωνιστή λόγω του χαμηλότερου κόστους παραγωγής), ενδέχεται να επηρεάζει την τελική τιμή πώλησης των προϊόντων. Ωστόσο, τα ελληνικά προϊόντα εξακολουθούν να διαθέτουν δυναμική παρουσία στις ευρωπαϊκές αγορές, λόγω κυρίως των ποιοτικών χαρακτηριστικών τους.
Η Σταματίνα Παντελαίου, διευθύντρια Οικονομικών - Κλαδικών Μελετών της ICAP, επισημαίνει ότι ο εξεταζόμενος κλάδος στο σύνολό του αντιμετώπιζε επί σειρά ετών σοβαρά οικονομικά προβλήματα, λόγω υπερ-δανεισμού αρκετών επιχειρήσεων και έλλειψης κεφαλαίων κίνησης. Τα τελευταία χρόνια (από το 2014 και μετά) ξεκίνησε μία προσπάθεια «εξυγίανσης» του κλάδου με πλήθος ενεργειών (συγχωνεύσεις, απορροφήσεις, εξαγορές μικρότερων επιχειρήσεων και δημιουργία ομίλων, κ.α.). Η διαδικασία αναδιάρθρωσης του κλάδου έχει οδηγήσει σε περαιτέρω συγκέντρωση της εγχώριας παραγωγής.