Γιέν και ευρώ αποτελούν τους μεγάλους «νικητές» στον κόσμο της αγοράς συναλλάγματος στη διάρκεια μιας εβδομάδας που περνάει στην ιστορία ως μια από τις πιο επώδυνες των τελευταίων δεκαετιών για τις διεθνείς αγορές. Τα κέρδη των δύο νομισμάτων διαψεύδουν όσους στοιχημάτιζαν σε ράλι του δολαρίου, ένα ράλι που «σκόνταψε» στα σενάρια επιτοκιακών μειώσεων από τη FED. Στους χαμένους και οι αναδυόμενες, όπως και τα νομίσματα χωρών εξαγωγής εμπορευμάτων.
Γιέν και ευρώ αποτελούν τους μεγάλους «νικητές» στον κόσμο της αγοράς συναλλάγματος στη διάρκεια μιας εβδομάδας που περνάει στην ιστορία ως μια από τις πιο επώδυνες των τελευταίων δεκαετιών για τις διεθνείς αγορές.
Η στροφή των τρομαγμένων λόγω κοροναϊού επενδυτών προς ασφαλή καταφύγια έφερε το γιέν και το ευρώ στο προσκήνιο του επενδυτικού ενδιαφέροντος, διαψεύδοντας εκείνους που στοιχημάτιζαν σε ράλι του δολαρίου.
Το ιαπωνικό νόμισμα εξασφάλισε εβδομαδιαία κέρδη σχεδόν 3% στη διάρκεια της εβδομάδας έως τη «Μαύρη Παρασκευή» της 28ης Φεβρουαρίου. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη εβδομαδιαία άνοδο από το 2016 και μακράν τα υψηλότερα κέρδη μεταξύ των υπολοίπων ανταγωνιστών του γιέν στις αγορές συναλλάγματος. Ακολούθησε κατά πόδας το ευρώ, με εβδομαδιαία κέρδη πάνω από 1%, τα υψηλότερα από τον Ιούνιο. Το ενιαίο νόμισμα αναρριχήθηκε σε υψηλά τρεισήμισι εβδομάδων, πάνω από το 1,10 έναντι του δολαρίου.
Το δολάριο υποχώρησε σε χαμηλά πενταμήνου έναντι του γιέν, με την ισοτιμία να διαμορφώνεται έως και τα 107,52 γιέν, ενώ ο δείκτης δολαρίου -που καταγράφει την πορεία του αμερικανικού νομίσματος έναντι των βασικών νομισμάτων- σημείωσε εβδομαδιαίες απώλειες 1%, λόγω των αυξημένων προσδοκιών για νέες μειώσεις επιτοκίων από τη Φέντεραλ Ριζέρβ των ΗΠΑ.
Ο πανικός των επενδυτών, που εγκαταλείπουν μαζικά τις αγορές μετοχών και αναζητούν ασφαλή καταφύγια, φέρνει νομίσματα όπως το γιέν στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος. Από την άλλη, γιέν και ευρώ ευνοούνται και από την προοπτική νέων επιτοκιακών μειώσεων από τη FED, υπονομεύοντας την ελκυστικότητα το δολαρίου. Οι αγορές χρήματος προεξοφλούν μία νέα κίνηση χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής τον Μάρτιο, ενώ πριν από μία εβδομάδα οι πιθανότητες ήταν μόλις 8%.
Πριν από λίγο καιρό οι πιθανότητες ήταν υπέρ του δολαρίου, που θεωρείτο «βασιλιάς» επιδόσεων στις αγορές συναλλάγματος και μια από τις σίγουρες ασφαλείς επιλογές για τους επενδυτές. Το κύρος του γιέν είχε αμφισβητηθεί από τους επενδυτές, εν μέσω ανησυχιών μετά την εξάπλωση του κοροναϊού στην Ιαπωνία, την ώρα που η υπέρ-χαλαρή νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και η προοπτική να μειώσει ακόμη περισσότερο τα επιτόκια δεν άφηνε περιθώρια ανόδου στο ευρώ.
Οι δύο παραπάνω παράγοντες δεν επισκιάζουν πλέον τα δύο νομίσματα, ειδικά από τη στιγμή που ενισχύεται η απειλή η επιδημία του κοροναϊού να εξαπλωθεί και στις ΗΠΑ, εντείνοντας τις πιέσεις προς την FED να αναλάβει νωρίτερα δράση.
Τα βλέμματα στις κεντρικές τράπεζες
Οι επενδυτές δεν φαίνεται να πείθονται ότι οι κεντρικές τράπεζες θα τηρήσουν στάση αναμονής μπροστά στην απειλή που συνιστά η εξάπλωση της επιδημίας του κοροναϊού για την παγκόσμια οικονομία. Το αντίθετο μάλιστα: Έχουν αυξήσει τα στοιχήματα ότι οι μειώσεις επιτοκίων θα μπορούσαν να αρχίσουν τους επόμενους μήνες.
Οι αγορές χρήματος βλέπουν πλέον τρεις κινήσεις από τη FED φέτος -αρχίζοντας από τον Μάρτιο- και μία από την ΕΚΤ τον Ιούλιο. Η Τράπεζα της Αγγλίας θα μειώσει το κόστος δανεισμού τον Μάιο.
Η ΕΚΤ βρίσκεται σε δυσκολότερη θέση έναντι των υπολοίπων κεντρικών τραπεζών, καθώς έχει περιορισμένα περιθώρια ελιγμών εάν επιδεινωθεί η κατάσταση. Κορυφαίοι αξιωματούχοι της ΕΚΤ συμπεριλαμβανομένης και της προέδρου, Κριστίν Λαγκάρντ, έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι χρειάζεται περισσότερος χρόνος ώστε να εκτιμηθεί η κατάσταση.
Ακόμη όμως και για τις κεντρικές τράπεζες με μεγαλύτερα περιθώρια, όπως η FED, εγείρονται αμφιβολίες για το εάν η νομισματική χαλάρωση θα αποδειχθεί αποτελεσματική, καθώς το σοκ στην οικονομία λόγω κοροναϊού αφορά την πλευρά της προσφοράς.
«Το πρόβλημα με τα μέτρα νομισματικής στήριξης είναι ότι έχουν περιορισμένο αντίκτυπο στις επιπτώσεις του COVID-19», αναφέρει στο Bloomberg o Γιένς Πέτερ Ζόρενσεν, chief analyst στην Danske Bank. «Ο COVID-19 κρατάει τους ανθρώπους μακριά από τη δουλειά, διακόπτει την εφοδιαστική αλυσίδα και φρενάρει την τουριστική κίνηση. Η νομισματική πολιτκή μπορεί να προσφέρει ελάχιστα», προσθέτει.
Μέχρι στιγμής, η άποψη που κυριαρχεί μεταξύ των κεντρικών τραπεζών ανά τον κόσμο είναι ότι είναι πολύ νωρίς ακόμη να γίνουν εκτιμήσεις για τον αντίκτυπο του κοροναϊού στην παγκόσμια ανάπτυξη.
Οι αναδυόμενες στο μάτι του κυκλώνα
Η φυγή μακριά από το ρίσκο σφίγγει τον κλοιό πιέσεων γύρω από τα νομίσματα των πιο ευάλωτων αναδυομένων αγορών, όπως η τουρκική λίρα, το πέσο Αργεντινής ή το ρεάλ Βραζιλίας. Κλονίζονται όμως και τα νομίσματα χωρών εξαγωγής εμπορευμάτων.
Η λίρα Τουρκίας υποχώρησε σε ναδίρ 17 μηνών, ενώ το πέσο Αργεντινής -ήδη ευάλωτο από την απειλή νέας χρεοκοπίας- έχει υποτιμηθεί σχεδόν 3% μέσα σε ένα μήνα. Σε νέα χαμηλά και το ρεάλ Βραζιλίας, έχοντας υποστεί απώλειες 11% από τις αρχές του έτους και παρά τις επανειλημμένες παρεμβάσεις της κεντρικής τράπεζας στις αγορές συναλλάγματος. Το ρεάλ υποχώρησε την προηγούμενη εβδομάδα έως τα 4,4811 έναντι του δολαρίου, στα χαμηλότερα επίπεδα όλων των εποχών.
Πιέσεις δέχονται και τα νομίσματα χωρών εξαγωγής πρώτων υλών -εν μέσω φόβων για μείωση της κινεζικής ζήτησης λόγω κοροναϊού- με το δολάριο Αυστραλίας να αγγίζει ναδίρ εννεαμήνου.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από BBG, Reuters