Οικονομία & Αγορές
Πέμπτη, 22 Νοεμβρίου 2007 14:56

Αυξανόμενος ο ανταγωνισμός στην αγορά τυποποιημένων αρτοπαρασκευασμάτων

Η εγχώρια αγορά των τυποποιημένων αρτοπαρασκευασμάτων χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό μεταξύ των μεγαλυτέρων βιομηχανιών, οι οποίες ελέγχουν σημαντικό τμήμα της αγοράς.

Οι εταιρείες του κλάδου, προκειμένου να διατηρήσουν ή και να αυξήσουν το μερίδιό τους στην αγορά επιδιώκουν τη διεύρυνση της ποικιλίας των προϊόντων τους και τη διαφοροποίησή τους από τα ανταγωνιστικά. Επιπλέον, η διάθεση στην αγορά ποικιλίας υποκατάστατων ή παρεμφερών προϊόντων οξύνει τον υφιστάμενο ανταγωνισμό.

Οι τελευταίες αλλαγές και προοπτικές εξέλιξης του συγκεκριμένου κλάδου παρουσιάζονται στη νέα έκδοση της κλαδικής μελέτης «Τυποποιημένα Αρτοπαρασκευάσματα» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τη Διεύθυνση Μελετών Οικονομικού Περιβάλλοντος της ICAP ΑΕ:

Η εγχώρια αγορά τυποποιημένων αρτοπαρασκευασμάτων εμφανίζει υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, με την ύπαρξη μικρού αριθμού μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι περισσότερες των οποίων είναι τοπικού χαρακτήρα και λίγων μεγάλων βιομηχανιών. Οι μεγάλες αρτοβιομηχανίες διαθέτουν ανεπτυγμένα δίκτυα διανομής που καλύπτουν όλη τη χώρα, καθώς και σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό που τους δίνει τη δυνατότητα να παράγουν ποικιλία προϊόντων σε μεγάλες ποσότητες και με μικρότερο κόστος παραγωγής από το αντίστοιχο των μικρών μονάδων, με αποτέλεσμα να έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν προϊόντα σε ανταγωνιστικές τιμές. Παράλληλα, η διευρυνόμενη τάση για πραγματοποίηση μαζικών αγορών από τους καταναλωτές μέσω των σούπερ μάρκετ ευνοεί τη ζήτηση των εξεταζόμενων προϊόντων και συμβάλει στην αύξηση του μεριδίου αγοράς των μεγάλων αρτοποιητικών βιομηχανιών. Επίσης, οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ διαθέτουν από τα καταστήματά τους και προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (private label).

Η συνολική εγχώρια κατανάλωση βιομηχανοποιημένου ψωμιού παρουσίασε διαχρονική αύξηση την περίοδο 1995-2006, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανόδου 5,5%. Την κυριότερη κατηγορία αποτελεί το ψωμί για τοστ, το οποίο συμμετείχε με ποσοστό 59% το 2006. Ακολουθεί το ψωμί σε μορφή φρατζόλας ή καρβελιού το οποίο κάλυψε το 29% της συνολικής αγοράς, ενώ τα rolls για hamburgers και sandwiches και το ψωμί γερμανικού τύπου απέσπασαν μερίδιο 6% περίπου το καθένα, το ίδιο έτος. Το μέγεθος της εγχώριας κατανάλωσης των συσκευασμένων φρυγανιών παρουσίασε μικρές ετήσιες διακυμάνσεις τη χρονική περίοδο 1995-2006, ενώ η κατανάλωση παξιμαδιών σουηδικού τύπου ακολούθησε πτωτική πορεία, εμφανίζοντας μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης 5%. Αντιθέτως, σημαντική αύξηση παρουσιάζει η ζήτηση για παξιμάδια παραδοσιακού τύπου, τα τελευταία χρόνια. Τέλος, αυξητικές τάσεις εμφανίζει και η εγχώρια κατανάλωση τυποποιημένων κριτσινιών, την ίδια χρονική περίοδο.

Σύμφωνα με τις ισχύουσες συνθήκες και τάσεις της αγοράς, η εγχώρια κατανάλωση των τυποποιημένων αρτοπαρασκευασμάτων τόσο το τρέχον έτος (2007) όσο και τη διετία 2008-2009 προβλέπεται ότι θα κινηθεί με ρυθμούς σχεδόν ανάλογους των προηγούμενων ετών.

Πρόσφατη εξέλιξη στην εξεταζόμενη αγορά αποτελεί η ψήφιση νέου νόμου (τον Ιανουάριο του 2007), ο οποίος επιτρέπει στα καταστήματα τροφίμων (σούπερ μάρκετ) την παραγωγή και πώληση προϊόντων με τη μέθοδο «bake off» (προψημένο, κατεψυγμένο ψωμί το ψήσιμο του οποίου ολοκληρώνεται στο σημείο πώλησης). Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί μια νέα αγορά, ένα νέο επιχειρηματικό πεδίο δράσης για τις αρτοβιομηχανίες που αναμένεται να οδηγήσει σε περαιτέρω όξυνση του ανταγωνισμού.

Στο πλαίσιο της μελέτης πραγματοποιήθηκε χρηματοοικονομική ανάλυση εννέα παραγωγικών εταιρειών και συνετάχθη ομαδοποιημένος ισολογισμός για τη διετία 2005-2006. Από την επεξεργασία των στοιχείων προκύπτει ότι, το σύνολο του ενεργητικού των επιχειρήσεων του δείγματος εμφάνισε αύξηση κατά 12,4% το 2006/2005. Σημαντική αύξηση της τάξης του 44% εμφάνισαν οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, ενώ τα συνολικά ίδια κεφάλαια δεν μεταβλήθηκαν ιδιαίτερα την τελευταία διετία. Οι πωλήσεις των επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 4,5%, ενώ το λειτουργικό περιθώριο εμφάνισε ποσοστιαία μείωση 27%. Το συνολικό καθαρό αποτέλεσμα ήταν κερδοφόρο και τα δύο έτη, παρουσιάζοντας ωστόσο μείωση κατά 27% το 2006 έναντι του προηγουμένου έτους.