Η τεχνολογία έχει καταστήσει την εξ αποστάσεως εργασίας εύκολη υπόθεση για αρκετά επαγγέλματα. Ωστόσο το ποσοστό των εργαζομένων που επιλέγουν ή έχουν τη δυνατότητα να εργάζονται από το σπίτι τους παραμένει αρκετά χαμηλό στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την Ελλάδα να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις.
Η τεχνολογία έχει καταστήσει την εξ αποστάσεως εργασίας εύκολη υπόθεση για αρκετά επαγγέλματα. Ωστόσο το ποσοστό των εργαζομένων που επιλέγουν ή έχουν τη δυνατότητα να εργάζονται από το σπίτι τους παραμένει αρκετά χαμηλό στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την Ελλάδα να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις.
Το 2018 σύμφωνα με τη Eurostat το 5,2% των απασχολούμενων ηλικίας 15 έως 64 ετών εργάζονταν συνήθως από το σπίτι τους στην Ε.Ε.. με το ποσοστό να έχει μείνει σταθερά κοντά στο 5% καθόλη τη διάρκεια της δεκαετίας από το 2008. Το μερίδιο εκείνων, που ορισμένες φορές εργάζονται από το σπίτι, ωστόσο, αυξήθηκε από 5,8% το 2008 σε 8,3% το 2018.
Η τηλεργασία είναι πιο διαδεδομένη στη βόρεια και δυτική Ευρώπη και λιγότερο στην κεντρική, νότια και ανατολική Ευρώπη. Η Ελλάδα, καταλαμβάνει τη 18η θέση στην Ε.Ε. με το ποσοστό των τακτικά τηλεργαζομένων στο σύνολο των μισθωτών να ανέρχεται σε 5% (1,7% για κατ’ οίκον τηλεργασία και 3,3% για κινητή τηλεργασία), παρουσιάζοντας σημαντική απόκλιση από τους αντίστοιχους Ευρωπαϊκούς μέσους όρους (3,3% και 5%).
Πού οφείλεται όμως η χαμηλή διεισδυτικότητα της τηλεργασίας στην Ελλάδα; Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΣΕΒ, τα βασικά προβλήματα με το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο της τηλεργασίας δεν προέρχονται τόσο από τις διατάξεις για την τηλεργασία, αλλά από πολυνομία, την πολυπλοκότητα και την συνολική ακαμψία της ελληνικής εργατικής νομοθεσίας η οποία αδυνατεί να ενσωματώσει τις επεκτεινόμενες αρχές της ευελιξίας στην αγορά εργασίας.
Όπως επισημαίνει ο ΣΕΒ, μολονότι η μερική τηλεργασία δεν απαγορεύεται από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, είναι δύσκολο να συνδυαστεί στην πράξη με κανονική εργασία σε ημερήσιο πρόγραμμα/βάση, ενώ υπάρχουν αντικρουόμενες ερμηνευτικές απόψεις κατά πόσο η επιχείρηση καλύπτεται σε περίπτωση ελέγχου από τις αρμόδιες αρχές. Προκειμένου να είναι απολύτως σύννομη μια επιχείρησή θα πρέπει είτε οι μέρες τηλεργασίας να είναι αυστηρώς προκαθορισμένες (π.χ. κάθε Τετάρτη), είτε να αναθεωρείται η σύμβαση εργασίας κάθε φορά που αλλάζει το πρόγραμμα του τηλεργαζομένου. Είναι προφανές ότι καμία από τις παραπάνω δύο λύσεις δεν είναι πρακτικά εφαρμόσιμη με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να αξιοποιούν μεν την τηλεργασία προς όφελος των εργαζομένων, αλλά με τον κίνδυνο διαφορετικής ερμηνείας του νόμου από τους εκάστοτε ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Επιπρόσθετα, οι περιορισμοί που υπάρχουν ως προς την εφαρμογή αυξημένου και μεταβλητού χρόνου διαλείμματος πρακτικά ακυρώνουν ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της τηλεργασίας, δηλαδή την ευχέρεια του τηλεργαζόμενου να ρυθμίσει το χρόνο του κατά βούλησή προκειμένου να διεκπεραιώνει προσωπικέςοικογενειακές και επαγγελματικές υποθέσεις με το βέλτιστο χρονικά τρόπο.
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, σημαντικά προβλήματα δημιουργούνται και λόγω της έλλειψης σύνδεσης ορισμένων ρυθμίσεων της τηλεργασίας και της υφιστάμενης φορολογικής νομοθεσίας.
Αξίζει να αναφερθεί πως η τηλεργασία είναι πιο διαδεδομένη σε επαγγέλματα υψηλού επιπέδου προσόντων (ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη, επαγγελματίες, τεχνικούς και ασκούντες συναφή επαγγέλματα), ενώ, όπως σημειώνει ο ΣΕΒ, σειρά ερευνών δείχνει ότι οι τηλεργαζόμενοι έχουν αυξημένη παραγωγικότητα, αφενός λόγω της διεύρυνσης του ωφέλιμου εργάσιμου χρόνου, αφετέρου λόγω της υψηλότερης συγκέντρωσης που επιτυγχάνουν την ώρα που εργάζονται.