Μετρά μόλις έξι μήνες λειτουργίας, ωστόσο η εταιρεία SAZA φιλοδοξεί να εκπαιδεύσει τους ουρανίσκους των καταναλωτών σε νέες γευστικές προτάσεις, αλλάζοντας τη νοοτροπία στο καθημερινό μαγείρεμα.
Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Μετρά μόλις έξι μήνες λειτουργίας, ωστόσο η εταιρεία SAZA φιλοδοξεί να εκπαιδεύσει τους ουρανίσκους των καταναλωτών σε νέες γευστικές προτάσεις, αλλάζοντας τη νοοτροπία στο καθημερινό μαγείρεμα.
Η νεοσύστατη εταιρεία δημιουργήθηκε από την Ελένη Κουτσάκη και τον Σωτήρη Σεμερτζιάν, οι οποίοι, μολονότι σπούδασαν και εργάστηκαν στο εξωτερικό για αρκετά χρόνια, αποφάσισαν να ξεκινήσουν τη δική τους επιχειρηματική σταδιοδρομία στην Ελλάδα. Αυτό συνέβη το 2018, όταν ξεκίνησε η προετοιμασία για την υλοποίηση του εγχειρήματος. Η ιδέα περιέλαβε τη διάθεση για ενασχόληση με ελληνικές πρώτες ύλες στην κατεύθυνση της δημιουργίας μιας χειροποίητης και ποιοτικής πρότασης, που να «παντρεύει» την παράδοση με πιο σύγχρονους και gourmet συνδυασμούς, να έχει ιδιαίτερο design, σε μια προϊοντική κατηγορία όπως αυτή στις σάλτσες, που ειδικά στην εγχώρια αγορά έχει μείνει λίγο πίσω.
«Θέλαμε οι σάλτσες μας, όταν φτάνουν στο πιάτο, να έχουν την ίδια γεύση με όσα έχουμε στο θυμικό μας από παραδοσιακές συνταγές, χωρίς όμως το γευστικό αποτέλεσμα να είναι παρωχημένο», αναφέρει η κ. Κουτσάκη μιλώντας στη «Ν», προσθέτοντας ότι «αναζητήσαμε τρόπο ώστε να εμπλουτίσουμε συνταγές από την ελληνική κουζίνα με ιδιαίτερες πινελιές εξωτικών υλικών».
Η προετοιμασία διήρκεσε σχεδόν έναν χρόνο και τον Αύγουστο του 2019 η SAZA λάνσαρε την πρώτη της σειρά που περιλαμβάνει συνολικά 13 κωδικούς με σάλτσες και chutneys (προέρχεται από την ινδική κουζίνα και αφορά την ανάμιξη φρούτων ή λαχανικών με μπαχαρικά, που μαγειρεύονται μαζί για να συνοδεύσουν κύρια γεύματα, ωστόσο στο πέρασμά τους στις διεθνείς κουζίνες ταυτίζονται με μια γλυκόξινη μαρμελάδα από φρούτα ή λαχανικά). «Αποφασίσαμε στο ξεκίνημά μας να έχουμε ένα επαρκές κατάλογο για τις ανάγκες της εστίασης, ο οποίος παράλληλα να έχει “κάτι να πει” και στο ράφι στη λιανική», σημειώνει η κ. Κουτσάκη.
Οι σχεδιασμοί της SAZA είναι στοχευμένοι και επικεντρώνονται στην ανάπτυξη ενός boutique χαρτοφυλακίου πελατών. «Στοχεύουμε σε μικρές παραγωγές και εστιάζουμε σε σημεία delicatessen στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Δεν επιδιώκουμε την είσοδο σε μεγάλες αλυσίδες. Ήδη μετρούμε παρουσία σε 30 σημεία στην εγχώρια αγορά και πριν λίγες μέρες στείλαμε τις πρώτες παραγγελίες στη Γερμανία», σημειώνει η ίδια, προσθέτοντας ότι οι αγορές στόχοι περιλαμβάνουν τη Φιλανδία και τη Σουηδία, καθώς και πιο «ώριμες» στην κατηγορία ευρωπαϊκές χώρες.
Εξίσου σημαντικό κομμάτι για τη SAZA αποτελεί το packaging.
«Η συσκευασία στις σάλτσες είναι υποτιμημένη. Εμείς εστιάζουμε πολύ στο packaging, καθώς θέλουμε το κάθε βαζάκι να αντικατοπτρίζει το χειροποίητο στοιχείο που περιέχουν οι σάλτσες και τα chutneys μας. Η χειροποίητη διαδικασία περιλαμβάνει όλη τη φροντίδα που παρέχουμε στην παραγωγική διαδικασία και αυτό επιθυμούμε να είναι το στοιχείο που θα ξεχωρίζει τα δικά μας προϊόντα έναντι άλλων προτάσεων» τονίζει η κ. Κουτσάκη.
Σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις, η επιδίωξη είναι σε βάθος τριετίας να έχει τριπλασιαστεί ο αριθμός των πελατών και με αντίστοιχο ρυθμό να έχουν ενισχυθεί και τα έσοδα. Σε ό,τι αφορά την πρώτη χρήση της SAZA που δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, φέρεται να έχει θετικό πρόσημο, καθώς από τους πρώτους μήνες επιτεύχθηκε η κάλυψη των παγίων και καταγράφηκε ένα μικρό ποσοστό κερδοφορίας.
Ερωτηθείσα για το πιο προκλητικό κομμάτι της υλοποίησης του εγχειρήματος, το οποίο μέχρι στιγμής έχει απορροφήσει ίδια κεφάλαια ύψους περί τις 85 χιλιάδες ευρώ (αφορά επενδύσεις σε εγκαταστάσεις, τυποποίηση, πρώτες ύλες, συνταγές κ.λπ.), η κ. Κουτσάκη σημειώνει ότι «πέρα από το κεφάλαιο ελληνική γραφειοκρατία, που δυσκολεύει πολύ το έργο της ίδρυσης και λειτουργίας μιας ατομικής επιχείρησης, για μένα το κομμάτι της επιλογής σωστών συνεργατών είναι καθοριστικό».