Οικονομία & Αγορές
Τρίτη, 04 Φεβρουαρίου 2020 17:55

Κινδυνεύει η Wall Street από μια νέα τεχνολογική «φούσκα»;

Μόλις πέντε εταιρείες αντιπροσωπεύουν σχεδόν το ένα-πέμπτο της συνολικής κεφαλαιοποίησης του S&P 500 -το υψηλότερο ποσοστό από την εποχή της τεχνολογικής φούσκας του 2000. Η θεαματική άνοδος των Facebook, Αpple, Amazon.com, Microsoft και Alphabet -μητρικού ομίλου της Google- θυμίζει την άνοδο και μετέπειτα κατακόρυφη πτώση των τεχνολογικών μετοχών μετά το σκάσιμο της φούσκας dot.com του 2000. Και όμως, αυτή τη φορά το τεχνολογικό ράλι διαφέρει.

Μόλις πέντε εταιρείες αντιπροσωπεύουν σχεδόν το ένα-πέμπτο της συνολικής κεφαλαιοποίησης του S&P 500 -το υψηλότερο ποσοστό από την εποχή της τεχνολογικής φούσκας του 2000. Το δίχως τέλος ράλι των μετοχών του τεχνολογικού κλάδου έχει εκτοξεύσει τη χρηματιστηριακή αξία ορισμένων τεχνολογικών κολοσσών -όπως η Amazon, Microsoft και Apple- στο ένα τρισ. δολάρια. Η θεαματική άνοδος των Facebook, Αpple, Amazon.com, Microsoft και Alphabet -μητρικού ομίλου της Google- θυμίζει την άνοδο και μετέπειτα κατακόρυφη πτώση των τεχνολογικών μετοχών μετά το σκάσιμο της φούσκας dot.com του 2000. 

'Εχει επιστρέψει ο κίνδυνος μιας νέας τεχνολογικής φούσκας; Όχι ακόμη, σύμφωνα με τη «WSJ», που επικαλείται αναλυτές της Goldman Sachs. Πρώτον, οι πέντε μεγαλύτερες εταιρείες της χρηματιστηριακής αγοράς δεν είναι τόσο ακριβές σε επίπεδο αποτιμήσεων όσο οι τεχνολογικές του 2000.

Τον Μάρτιο του 2000, οι Microsoft, Cisco Systems, General Electric, Intel και Exxon Mobil αντιπροσώπευαν το 18% της κεφαλαιοποίησης του S&P 500. Οι αποτιμήσεις τους ήταν 47 φορές πάνω από τα προσδοκώμενα κέρδη, σύμφωνα με την Goldman. Σήμερα, οι μετοχικές τιμές των πέντε μεγαλυτέρων εταιρειών είναι 30 φορές πάνω από τα προσδοκώμενα κέρδη, πράγμα που σημαίνει ότι είναι λιγότερο ακριβές από ό,τι οι μετοχές που είχαν βρεθεί στο επίκεντρο της τεχνολογικής φούσκας των αρχών της δεκαετίας του 2000. 

Υπάρχει μία ακόμη διαφορά το τότε με το τώρα: Οι τεχνολογικοί κολοσσοί που δίνουν σήμερα ώθηση στον S&P 500 ακολουθούν την πρακτική επανεπένδυσης πολύ μεγαλύτερου μέρους των κερδών τους στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες από ό,τι οι προκάτοχοί τους. Συγκεκριμένα, οι πέντε μεγάλες τεχνολογικές διοχετεύουν περίπου το 48% της ρευστότητάς τους σε κεφαλαιουχικές επενδύσεις και σε επενδύσεις για έρευνα και ανάπτυξη, όπως επισημαίνει η Goldman, ποσοστό κατά πολύ υψηλότερο σε σύγκριση με το 21% που είναι ο μέσος όρος για τις εταιρείες του S&P 500 και τον μέσο όρο 26% για τις πέντε μεγαλύτερες επιχειρήσεις τον Μάρτιο του 2000. 

Μία άλλη διαφορά έγκειται στην κερδοφορία. Οι Apple, Microsoft, Facebook και Amazon ανακοίνωσαν την προηγούμενη εβδομάδα οικονομικά αποτελέσματα που δείχνουν ότι οι βασικές τους δραστηριότητες διατηρούν τη δυναμική τους παρά την επιβράδυνση των οικονομικών συνθηκών. Η Apple, για παράδειγμα, ανακοίνωσε έσοδα-ρεκόρ το τελευταίο τρίμηνο, χάρη στις ισχυρές πωλήσεις του iPhone και ανάκαμψη των πωλήσεων σε προϊόντα όπως τα AirPods. Tην ίδια στιγμή, η ανάπτυξη του cloud computing ώθησε σε επίπεδα ρεκόρ τις πωλήσεις της Microsoft. Με διψήφια ποσοστά «έτρεξαν» και τα έσοδα των Facebook και Amazon

Eίναι σε θέση οι τεχνολογικές να διατηρήσουν τους αναπτυξιακούς ρυθμούς-ρεκόρ; Δεν μπορεί κανείς να δώσει απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα. Ορισμένοι money managers προειδοποιούν για κινδύνους όπως το αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο και οι μεταβολές στη συμπεριφορά των χρηστών, παράμετροι που θα μπορούσαν να επιφέρουν πλήγμα στον τεχνολογικό κλάδο. Παράλληλα, σε περιόδους μαζικών ρευστοποιήσεων οι μετοχές τους υφίστανται το ισχυρότερο πλήγμα.

Προς το παρόν όμως, η Godlman υποστηρίζει ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύει κανείς ότι οι σημερινοί τεχνολογικοί «κολοσσοί» του S&P 500 είναι διαφορετικοί. «Χαμηλότερες προσδοκίες ανάπτυξης, χαμηλότερες αποτιμήσεις και μεγαλύτερες επανεπενδύσεις δείχνουν ότι η συγκέντρωση, αυτή τη φορά, είναι πιο βιώσιμη από ό,τι το 2000», επισημαίνει σε υπόμνημά της.

naftemporiki.gr