Επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία που πλησιάζουν τα 3,4 τρισ. δολ. παγκοσμίως, έναντι 500 δισ. δολ. το 2000 διαχειρίζονται οι εταιρείες ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων (private equity – PE). Επιπλέον, τα νέα κεφάλαια από ιδιωτικές αγορές ξεπέρασαν - για πρώτη φορά - τα κεφάλαια που αντλήθηκαν μέσω των δημοσιών αγορών. Αυτή η αλλαγή και οι επιπτώσεις της στη δυναμική του χρηματοδοτικού περιβάλλοντος, αναλύεται στη νέα έκθεση της Εrnst & Υoung (ΕΥ) «A new equilibrium: PE’s growing role in capital formation and the critical implications for investors», η οποία συντάχθηκε σε συνεργασία με το Institute for Private Capital.
Επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία που πλησιάζουν τα 3,4 τρισ. δολ. παγκοσμίως, έναντι 500 δισ. δολ. το 2000 διαχειρίζονται οι εταιρείες ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων (private equity – PE). Επιπλέον, τα νέα κεφάλαια από ιδιωτικές αγορές ξεπέρασαν - για πρώτη φορά - τα κεφάλαια που αντλήθηκαν μέσω των δημοσιών αγορών. Αυτή η αλλαγή και οι επιπτώσεις της στη δυναμική του χρηματοδοτικού περιβάλλοντος, αναλύεται στη νέα έκθεση της Εrnst & Υoung (ΕΥ) «A new equilibrium: PE’s growing role in capital formation and the critical implications for investors», η οποία συντάχθηκε σε συνεργασία με το Institute for Private Capital.
Η έκθεση τονίζει τη μετεξέλιξη των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες από μικτά κεφάλαια εξαγορών και κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών, σε ένα μεγάλο εύρος καινοτόμων επενδυτικών οχημάτων, τα οποία επέτρεψαν την είσοδο σε νέους τύπους επιχειρήσεων, στο επενδυτικό πεδίο. Ως αποτέλεσμα αυτής της μεταβαλλόμενης δυναμικής, η έκθεση θέτει ορισμένα ερωτήματα και αναλύει μια σειρά από σημαντικούς παράγοντες που προκαλούν τις αλλαγές αυτές, μεταξύ των οποίων: το διευρυνόμενο πεδίο επενδύσιμων επιχειρήσεων για τα ιδιωτικά κεφάλαια, οι υπάρχουσες και νέες πηγές κεφαλαίων, οι νέοι τομείς με αναπτυξιακές προοπτικές και οι επιπτώσεις που συνδέονται με τις αλλαγές στις μεθόδους χρηματοδότησης, καθώς και οι παράγοντες που οδηγούν στη μείωση του αριθμού των εισηγμένων επιχειρήσεων.
Η έκθεση διαπιστώνει ότι υπάρχουν ακόμη περιθώρια ανάπτυξης στις παραδοσιακές αγορές των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Επιπλέον, οι αναδυόμενες αγορές αντιπροσωπεύουν μια σημαντική ευκαιρία δυνητικής ανάπτυξης, καθώς τα επίπεδα διείσδυσης των ιδιωτικών κεφαλαίων παραμένουν χαμηλά. Περαιτέρω ευκαιρίες ανάπτυξης υπάρχουν σε περιοχές που βρίσκονται παραδοσιακά εκτός των ορίων στόχευσης των ιδιωτικών κεφαλαίων, όπως το ιδιωτικό χρέος και τα πραγματικά περιουσιακά στοιχεία.
Αναφερόμενος στα ευρήματα της έρευνας, ο Τάσος Ιωσηφίδης, Εταίρος και Επικεφαλής του τμήματος Χρηματοοικονομικών Συμβούλων της ΕΥ Ελλάδος, σχολιάζει: «Ο ρόλος των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων αυξάνεται διαρκώς, καθώς παρατηρούμε μια στασιμότητα στις δημόσιες εγγραφές, όπου πρωταγωνιστούν κυρίως μεγάλες και ώριμες επιχειρήσεις. Νέα οχήματα ιδιωτικών κεφαλαίων, καθώς και νέα μοντέλα χρηματοδότησης, φαίνονται ικανά να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση σε ένα μεγάλο εύρος επιχειρήσεων, σε όλες τις φάσεις της ανάπτυξής τους. Οι επιπτώσεις των αλλαγών αυτών για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα στη χώρα μας στην κρίσιμη αυτή φάση, είναι σημαντικές».