Τέσσερα βασικά αιτήματα θα βάλει η ελληνική κυβέρνηση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς μέσα στο 2020, με στόχο να ενισχύσει τον ρυθμό ανάπτυξης, να βελτιώσει την καμπύλη του δημοσίου χρέους και -το κυριότερο- να απελευθερώσει δημοσιονομικό χώρο για να χρηματοδοτήσει τις μειώσεις φορολογικών συντελεστών. Τα σενάρια για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2021 και μετά.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Τέσσερα βασικά αιτήματα θα βάλει η ελληνική κυβέρνηση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς μέσα στο 2020, με στόχο να ενισχύσει τον ρυθμό ανάπτυξης, να βελτιώσει την καμπύλη του δημοσίου χρέους και -το κυριότερο- να απελευθερώσει δημοσιονομικό χώρο για να χρηματοδοτήσει τις μειώσεις φορολογικών συντελεστών.
Πρώτον, ζητεί τη νέα πρόωρη αποπληρωμή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, με το σχετικό αίτημα να κατατίθεται «υπό προϋποθέσεις», όπως δήλωσε και στη χθεσινή συνέντευξή του στη «Ν» ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας.
Δεύτερον, αιτείται την αλλαγή χρήσης των κερδών από τα ANFAs και τα SMPs, ώστε να ενισχύσει την επενδυτική δαπάνη της τετραετίας με περίπου 5 δισ. ευρώ.
Τρίτον, βάζει το μεγάλο αίτημα της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2021 και μετά.
Και τέταρτον, όπως αποκάλυψε χθες στη «Ν» ο υπουργός Οικονομικών, αρχίζει να ζητάει την παροχή της δυνατότητας μεταφοράς πλεονασμάτων από τη μια χρήση στην άλλη. Το 4ο και πιο «φρέσκο» αίτημα μπορεί να οδηγήσει σε έμμεση μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων, έστω και μια συγκεκριμένη χρήση.
Πώς ακριβώς επιδιώκεται να λειτουργήσει η δυνατότητα μεταφοράς πρωτογενών πλεονασμάτων από τη μια χρήση στην άλλη; Υπάρχουν διάφορα σενάρια στο τραπέζι:
1. Να δοθεί η δυνατότητα στην Ελλάδα, αν μια χρονιά εμφανίσει μια απόκλιση από τον επίσημο στόχο, να μπορεί να «καλύψει» το κενό με την εκτέλεση του επόμενου προϋπολογισμού. Αυτό ουσιαστικά δεν επιφέρει καμία επίπτωση όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους, αλλά δίνει τη δυνατότητα στο οικονομικό επιτελείο να κινηθεί πιο επιθετικά στην άσκηση των πολιτικών μείωσης των φόρων, προσβλέποντας ότι αυτό θα φέρει σε βάθος χρόνου μεγαλύτερη ανάπτυξη και κατά συνέπεια υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα.
Έτσι, αν για παράδειγμα ο προϋπολογισμός του 2020 κλείσει με πρωτογενές πλεόνασμα 3,2% (αντί για 3,5% που είναι ο επίσημος στόχος), η Ελλάδα δεν θα έχει συνέπειες, αλλά θα μπορεί την επόμενη χρονιά να καλύψει το κενό, εμφανίζοντας πρωτογενές πλεόνασμα 0,3% υψηλότερο από τον επίσημο στόχο.
2. Να επιτραπεί στο οικονομικό επιτελείο αν μέσα στο 2020 εμφανίζει υπεραπόδοση στον κρατικό προϋπολογισμό, να ξοδέψει αυτά τα χρήματα το 2021 και όχι υπό καθεστώς πίεσης χρόνου μέσα στο 2020. Μια τέτοια λύση θα απέτρεπε τη διανομή εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ υπό μορφή έκτακτων μερισμάτων στο τέλος κάθε χρονιάς -και μάλιστα υπό καθεστώς πίεσης η πληρωμή να γίνει μέχρι το τέλος του έτους- και θα άνοιγε τον δρόμο για πιο αποδοτικές πολιτικές, με μεγαλύτερα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα για την οικονομία.
Η ανάγκη να υιοθετηθεί μια τέτοια λύση θα γίνει ακόμη πιο επιτακτική από τη στιγμή που θα εγκριθεί το αίτημα για αλλαγή χρήσης στα κέρδη από τα ANFAs και τα SMPs. Διότι με τα σημερινά δεδομένα, ακόμη και αν συμφωνηθεί να δοθούν τα κέρδη των ομολόγων για επενδύσεις, θα πρέπει να βρεθούν έργα για τα οποία τα επενδυτικά κεφάλαια θα εκταμιευτούν μέχρι το τέλος του χρόνου. Δύσκολο εγχείρημα, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι το πράσινο φως -αν δοθεί- θα ανάψει στη συνεδρίαση του Eurogroup τον Μάρτιο.
Ασαφής ο συνδυασμός
Ασαφές παραμένει το αν τα ελληνικά αιτήματα και για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων αλλά και για τη δυνατότητα μεταφοράς υπεραποδόσεων από τη μια χρήση στην άλλη θα μπορούν να γίνουν συνδυαστικά. Εννοείται ότι σκληρότερες διαπραγματεύσεις προϋποθέτει η επίσημη μείωση του στόχου, καθώς απαιτεί καινούργια έκθεση βιωσιμότητας του χρέους και συγκεκριμένη επιχειρηματολογία ότι τα χρήματα που θα αφαιρεθούν από το πρωτογενές πλεόνασμα δεν θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην καμπύλη βιωσιμότητας του χρέους (σ.σ.: ήδη η ελληνική πλευρά προβάλλει το επιχείρημα ότι η ανάπτυξη θα είναι ταχύτερη από αυτή που προβλέπουν οι θεσμοί και ότι τα επιτόκια κινούνται ήδη σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με αυτά που είχαν προβλεφθεί το 2018 όταν λαμβάνονταν οι αποφάσεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα στη συνεδρίαση του Eurogroup του Ιουνίου).
Ο όρος για νέα πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ
Η προϋπόθεση κατάθεσης του αιτήματος για τη νέα πρόωρη αποπληρωμή του δανείου από το ΔΝΤ στην οποία αναφέρθηκε ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, δεν είναι άλλη από το επιτόκιο.
Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας θα εγκρίνει το αίτημα μόνο αν η Ελλάδα μπορέσει να δανειστεί με επιτόκιο σαφώς χαμηλότερο του 1,9% που είναι και το κόστος δανεισμού από το ΔΝΤ για το συγκεκριμένο κομμάτι του χρέους που θέλει η χώρα μας να αποπληρώσει πρόωρα.
Με τα τωρινά δεδομένα αυτό φαντάζει απολύτως εφικτό, καθώς ένα 3ετές ή ένα 5ετές ομόλογο θα μπορούσε να καλυφθεί με επιτόκιο σαφώς χαμηλότερο της μίας ποσοστιαίας μονάδας.