Την Παρασκευή ο Dow Jones έσπασε ενδοσυνεδριακά το φράγμα των 29.000 μονάδων, φθάνοντας στις 29.009,07 μονάδες, σηματοδοτώντας νέο ιστορικό ρεκόρ, μέχρι τη στιγμή που οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν την επιβολή άμεσων οικονομικών κυρώσεων στο Ιράν ως αντίποινα για την ιρανική επίθεση με πυραύλους σε αμερικανικές βάσεις.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιάννη Παγκαλιά
[email protected]
Την Παρασκευή ο Dow Jones έσπασε ενδοσυνεδριακά το φράγμα των 29.000 μονάδων, φθάνοντας στις 29.009,07 μονάδες, σηματοδοτώντας νέο ιστορικό ρεκόρ, μέχρι τη στιγμή που οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν την επιβολή άμεσων οικονομικών κυρώσεων στο Ιράν ως αντίποινα για την ιρανική επίθεση με πυραύλους σε αμερικανικές βάσεις.
Στη συνέχεια ο βιομηχανικός δείκτης της Wall Street άλλαξε πορεία, για να κλείσει τελικά με απώλειες 0,46%, στις 28.823,77 μονάδες.
Οι 3 βασικοί χρηματιστηριακοί δείκτες του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης (Dow Jones, S&P 500, Nasdaq) συνεχίζουν ακάθεκτοι το 2020 την πορεία που χάραξαν το 2019, καταγράφοντας νέα ιστορικά ρεκόρ με μόλις 7 συνεδριάσεις να έχουν πραγματοποιηθεί.
Η εμπορική συμφωνία
Επί του παρόντος η αίσθηση ότι το επενδυτικό πάρτι στη Wall Street θα συνεχιστεί και κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρονιάς είναι διάχυτη, κυρίως εξαιτίας της ολοκλήρωσης της «Πρώτης Φάσης» της εμπορικής συμφωνίας ΗΠΑ - Κίνας που υπογράφεται την Τετάρτη στην Ουάσιγκτον.
Οι αναλυτές ωστόσο έχουν διαφορετική άποψη και προειδοποιούν ότι οι υψηλές πτήσεις του 2019 δεν θα συνεχιστούν και φέτος.
Η καταγραφή, μάλιστα, νέων ιστορικών υψηλών και το 2020 προκάλεσε μέχρι και την αντίδραση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος την περασμένη Πέμπτη, με ανάρτηση στον προσωπικό του λογαριασμό στο Twitter, αναφέρθηκε στις υψηλές πτήσεις της Wall Street.
Δεν θα μπορούσε να αντιδράσει διαφορετικά, άλλωστε, καθώς οι επιδόσεις των αμερικανικών μετοχών μόνο δικαιωμένο τον κάνουν να αισθάνεται.
Επί των ημερών του το αμερικανικό χρηματιστήριο στην κυριολεξία ίπταται, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη σε διάρκεια bull market της ιστορίας του.
Οι αποδόσεις των δεικτών
Οι αποδόσεις των 3 βασικών χρηματιστηριακών δεικτών ζαλίζουν, καθώς από την πρώτη συνεδρίαση μετά την εκλογική νίκη του Ρεπουμπλικανού προέδρου έως σήμερα ο Dow Jones έχει ενισχυθεί 61,13%, ο S&P 500 56,60% και ο Nasdaq 81,89%!
Με όρους μονάδων ο Dow Jones ξεκίνησε από τις 18.259,60 μονάδες και την Παρασκευή έσπασε το φράγμα των 29.000 μονάδων, ο S&P 500 βρισκόταν στις 2.805,18 μονάδες και έχει φτάσει έως τις 3.282,99 μονάδες, ενώ ο Nasdaq από τις 5.166,17 μονάδες έχει αγγίξει σχεδόν τις 9.300 μονάδες.
Εντούτοις, αν η ιστορία εξελίσσεται επαναλαμβάνοντας κύκλους, ένα πολύ σημαντικό στοιχείο έρχεται να προσδώσει έναν προβληματισμό στην άκρατη αυτή αισιοδοξία που επικρατεί στους επενδυτές στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Αυτό έχει να κάνει με το επίπεδο της «επενδυτικής ευφορίας» στο αμερικανικό χρηματιστήριο - ένας συνδυασμός της αποτίμησης της αξίας της Wall Street, του επενδυτικού κλίματος, της οικονομικής ρευστότητας και της διάθεσης για επενδυτικό ρίσκο, παράγοντες που βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδό τους.
Σε παρόμοια κατάσταση η «επενδυτική ευφορία» είχε φτάσει τον Ιανουάριο του 2018, όταν η εφαρμογή του νέου φορολογικού εταιρικού κώδικα που είχε εξαγγείλει προεκλογικά ο υποψήφιος για την προεδρία Ντόναλντ Τραμπ τέθηκε σε εφαρμογή (μειώθηκε ο εταιρικός φόρος από 35% στο 21%), γεγονός που έδωσε ώθηση στις αμερικανικές μετοχές και στη Wall Street. Αυτή τη φορά είναι η σύναψη της εμπορικής σινο-αμερικανικής εμπορικής συμφωνίας που έχει κάνει το αμερικανικό χρηματιστήριο να ατενίζει το μέλλον από ψηλά.
Στο κλείσιμο του 2017, όπως και το 2019, ο δείκτης υψηλής κεφαλαιοποίησης S&P 500 -δείκτης βαρόμετρο για τις χρηματιστηριακές αγορές παγκοσμίως- είχε καταγράψει κέρδη άνω του 25% (περισσότερο από 30% το 2019) και περί του 15% από τη διόρθωση που συντελέστηκε τον Αύγουστο και κατά τις δύο χρονιές.
Προσγειωμένες εκτιμήσεις
Όπως επισημαίνει η Bespoke Investment, η αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά από τον περασμένο Οκτώβριο, όταν και κατέρριπτε το ένα ιστορικό υψηλό μετά το άλλο, στατιστικά είναι «overbought» σε ποσοστό 98% επί των συνεδριάσεων - το μεγαλύτερο ημερολογιακά διάστημα από τα τέλη 2017 αρχές του 2018.
Αν τα κοινά αυτά χαρακτηριστικά μπορούν να αποτελέσουν ικανό δείγμα για εκτιμήσεις αναφορικά με την πορεία της Wall Street, τότε ίσως το βραχυπρόθεσμο μέλλον να μη φαντάζει και τόσο ευοίωνο.
Στις 26 Ιανουαρίου 2018 το αμερικανικό χρηματιστήριο σημείωσε νέο ιστορικό υψηλό ρεκόρ και έκτοτε ακολούθησε ένα μαζικό sell-off και μία σκληρή διόρθωση στις αμερικανικές μετοχές, που με μία στάση την εβδομάδα 9 με 15 Φεβρουαρίου συνεχίστηκε σε όλο τον Φεβρουάριο.
Ο Nasdaq σήκωσε ξανά κεφάλι την 1η Ιουνίου, σημειώνοντας νέο ιστορικό ρεκόρ, ο S&P 500 στις 24 Αυγούστου και ο Dow Jones στις 20 Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, η Wall Street κράτησε αντιστάσεις και στην καθοδική της πορεία δεν εισήλθε ποτέ σε bear market, διατηρώντας το σερί της bull market που είχε ξεκινήσει με αφετηρία το μακρινό 2009.
Επιφυλακτικοί οι αναλυτές
Από την πλευρά των αναλυτών επίσης ξεπροβάλλει μία απαισιοδοξία σχετικά με την πορεία των αμερικανικών μετοχών το επόμενο διάστημα. Όπως αναφέρει ο Άντριου Σλίμον, επικεφαλής χαρτοφυλακίου στη Morgan Stanley Investment, αν παραδειγματιστούμε από τη δεκαετία που ολοκληρώθηκε, τις χρονιές που η Wall Street υπεραπόδωσε, όπως το 2017, το 2015 και το 2011, στη χρονιά που ακολούθησε σημειώθηκαν μεγάλες εκροές από τις αμερικανικές μετοχές.
Η Κέιτ Μουρ, επικεφαλής της παγκόσμιας επενδυτικής ομάδας στην BlackRock, υπογραμμίζει ότι παρά την επίλυση της εμπορικής διένεξης ΗΠΑ - Κίνας υπάρχει ακόμα μεγάλη αβεβαιότητα στις αγορές γεωπολιτικού χαρακτήρα, ενώ σε μία χρονιά κατά την οποία υπάρχουν οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ είναι δύσκολο οι αμερικανικές μετοχές να επαναλάβουν την πορεία του 2019.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η Νταϊάν Σουόνκ, επικεφαλής οικονομολόγος στην Grant Thornton, η οποία δίνει μία άλλη διάσταση για τις αμερικανικές μετοχές.
Τη δεκαετία του 1970 το 50% των κερδών αφορούσε τις μετοχές 100 μεγάλων εταιρειών, ενώ σήμερα ο αριθμός αυτός έχει υποχωρήσει στις 30 εταιρείες για το ίδιο ποσοστό κερδών. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως ο συγκεντρωτισμός αυτός των εταιρικών κερδών δεν επιδρά δραστικά στην αμερικανική οικονομία, απεναντίας δημιουργεί εξωπραγματικές αποτιμήσεις, με τον κίνδυνο πάντα να εξελιχθούν σε «φούσκες», όπως συνέβη το 1999, με τις τεχνολογικές μετοχές.