Η ανακοίνωση για το κλείσιμο του γραφείου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Αθήνα φαντάζει ως ορόσημο. Μπορεί το Ταμείο να αποχωρεί από την Ελλάδα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία διάσωσης, επισημαίνει το Bloomberg σε ανάλυσή του, τονίζοντας ότι δεν πρέπει η χώρα να πληρώνει επ' αόριστον για τα λάθη του παρελθόντος. Οι πιστωτές θα πρέπει να επωμισθούν περισσότερα από τα βάρη, χωρίς να αποκλείεται και μια ονομαστική μείωση του χρέους.
Η ανακοίνωση για τοκλείσιμο του γραφείου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Αθήνα φαντάζει ως ορόσημο. Μπορεί το Ταμείο να αποχωρεί από την Ελλάδα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία διάσωσης, επισημαίνει το Bloomberg σε ανάλυσή του, τονίζοντας ότι δεν πρέπει η χώρα να πληρώνει επ' αόριστον για τα λάθη του παρελθόντος.
Τεχνικά, η Ελλάδα δεν αποτελεί μια χώρα σε κρίση. Μπορεί το χρέος της να είναι το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. -στο 180,2% στα τέλη του δευτέρου τριμήνου του 2019, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 80,5%- όμως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κρίνει το χρέος βιώσιμο και προβλέπει ότι θα μειωθεί στο 100% του ΑΕΠ έως το 2041. Η συμφωνία του 2018 για σημαντική ελάφρυνση στις αποπληρωμές συνέβαλε σημαντικά σε αυτό, αναφέρει το BBG. Υπάρχουν και άλλες παράμετροι που είναι μεν δυσοίωνες, αλλά όχι καταστροφικές: Η ανεργία έχει υποχωρήσει στο 16,4% από το υψηλό 27,8% του 2014. Η οικονομία έχει επιτέλους επιστρέψει σε αναπτυξιακή τροχιά και προβλέπονται ρυθμοί ανάπτυξης 1,7% για το 2019 και 2% φέτος από οικονομολόγους του Bloomberg.
Eιδικά από την πλευρά του ΔΝΤ, δεν έχουν απομείνει και πολλά που μπορεί να κάνει το ΔΝΤ στην Ελλάδα. Πέρυσι, η χώρα προχώρησε σε πρόωρη αποπληρωμή οφειλών ύψους 2,7 δισ. ευρώ(3 δισ. δολάρια) προς το Ταμείο και πλέον οφείλει στο ΔΝΤ μόλις 6,3 δισ.σε συνολικό χρέος 340 δισ. δολαρίων.
Στην πράξη όμως, όπως επισημαίνεται στην ανάλυση, η κρίση και οι προσπάθειες διάσωσης έχουν οδηγήσει την οικονομία της Ελλάδας σε επίπεδα αντίστοιχα με τις οικονομίες των νεώτερων χωρών-μελών, όπως η Λετονιά ή η Ρουμανία. Οι υψηλοί φόροι που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα από τους πιστωτές δημιούργησαν μια παραοικονομία τόσο μεγάλη -σε σχέση με το ΑΕΠ- όσο οι παραοικονομίες σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι μετανάστευση ήταν θετική τα τελευταία χρόνια, η τάση όμως συνιστά περισσότερο πρόβλημα παρά θετική εξέλιξη, αναφέρει το BBG. Από την έναρξη της κρίσης, σχεδόν 11 εκατ. Έλληνες έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό με ρυθμούς περίπου 100.000 ετησίως. Οι εκροές αντισταθμίσθηκαν από την άφιξη μεταναστών από Μέση Ανατολή και Αφρική στη διάρκεια του πρόσφατου μεταναστευτικού κύματος -ένα βάρος που η Ελλάδα δυσκολεύεται να διαχειριστεί.
Eπιπλέον, η Ελλάδα έχει στενότερα περιθώρια ευελιξίας που θα επιτρέψουν ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη έναντι των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και αυτό διότι οι συμφωνίες με τους πιστωτές υποχρεώνουν τη χώρα να εμφανίζει πρωτογενή πλεονάσματα και, παρά τα χαμηλά επιτόκια, οι χρηματοδοτικές της ανάγκες είναι πολύ μεγαλύτερες σε σύγκριση με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, λόγω του υψηλού χρέους. Στη Ρουμανία, για παράδειγμα, το χρέος ανέρχεται μόλις στο 34% του ΑΕΠ.
Η ανάλυση συνεχίζει με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες, που λυγίζουν υπό το βάρος των μη-εξυπηρετούμενων δανείων, «τα οποία δεν υποχωρούν αρκετά γρήγορα, ώστε να επιτρέψουν επέκταση της πίστωσης», αναφέρεται.
Μπορεί ο κόσμος να μην είναι δίκαιος, όμως οι πιστωτές της Ελλάδας πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να επωμισθούν περισσότερα από τα βάρη της Ελλάδας, καταλήγει το BBG. «Εάν η κυβέρνηση Μητσοτάκη σημειώσουν ουσιαστική πρόοδο στην επανεκκίνηση της οικονομίας και στο brain gain, δεν θα πρέπει να αποκλεισθούν μειώσεις στο ονομαστικό χρέος... Είναι υπερβολικό να παραμείνουν επ' αόριστον τα δεσμά που κρατούν την ελληνική οικονομία».
naftemporiki.gr