Καθώς οι ελληνικές τράπεζες δεν είναι τοποθετημένες επενδυτικά στα Βαλκάνια, έχουν χάσει ένα ισχυρό πλεονέκτημα ως προς το «story» που μπορούν να «πουλήσουν» στους ξένους επενδυτές. Και μολονότι οι τελευταίοι δείχνουν κάποιο ενδιαφέρον για τις μετοχές των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων, εντούτοις αυτό δεν είναι τόσο ισχυρό ώστε να μεταβάλει πλήρως την επενδυτική τάση που συνοδεύει κυρίως τις συστημικές τράπεζες.
Από την έντυπη έκδοση
Καθώς οι ελληνικές τράπεζες δεν είναι τοποθετημένες επενδυτικά στα Βαλκάνια, έχουν χάσει ένα ισχυρό πλεονέκτημα ως προς το «story» που μπορούν να «πουλήσουν» στους ξένους επενδυτές. Και μολονότι οι τελευταίοι δείχνουν κάποιο ενδιαφέρον για τις μετοχές των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων, εντούτοις αυτό δεν είναι τόσο ισχυρό ώστε να μεταβάλει πλήρως την επενδυτική τάση που συνοδεύει κυρίως τις συστημικές τράπεζες.
Για τις τρεις από αυτές, μάλιστα, παραμένει γρίφος και η συμμετοχή του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ). Το Ταμείο οφείλει να προχωρήσει σε αποεπένδυση έως τις αρχές του 2022. Κι όπως λένε καλά πληροφορημένες πηγές, για κάποιες περιπτώσεις θα μπορούσε να το έχει ήδη πράξει αφού οι τιμές των μετοχών πλησιάζουν την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση. Το Ταμείο, ωστόσο, δείχνει διατεθειμένο να παραμείνει στις ελληνικές τράπεζες και επεξεργάζεται ένα σχέδιο αναβάθμισης της αξίας των συμμετοχών του σε αυτές πριν από την αποεπένδυση, η οποία δεν αποκλείεται να λάβει χρονική παράταση.
Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες δεν δείχνουν να εστιάζουν σε αυτό το σχέδιο του Ταμείου, καθώς έχουν πολύ σημαντικά θέματα να επιλύσουν. Όπως εξηγούν στη «Ν» τραπεζικοί παράγοντες, τίποτα δεν πρόκειται να φέρει κερδοφορία στις τράπεζες μεσοπρόθεσμα εάν αυτές δεν καταφέρουν να απαλλαγούν πρώτα με ουσιαστικό τρόπο από το προβληματικό χαρτοφυλάκιό τους ώστε να αρχίσουν εκ νέου τις χορηγήσεις, που είναι και η μοναδική ουσιαστική πηγή κερδοφορίας για τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας. Στην προσπάθεια αυτή και με αρωγό το σχέδιο «Ηρακλής», οι τράπεζες επιχειρούν να έχουν στη διάθεσή τους καθαρό έδαφος το 2021, αφού ο «Ηρακλής» θα λειτουργήσει από το καλοκαίρι του 2020 και μετά.
Σε ό,τι αφορά τον μεγάλο «πονοκέφαλο», που δεν είναι άλλος από τον αναβαλλόμενο φόρο, πηγές του ΥΠΟΙΚ σημειώνουν πως το θέμα θα αντιμετωπιστεί μετά το σχέδιο «Ηρακλής» με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Έως τότε η αντιμετώπιση είναι συγκεκριμένη και διενεργείται μέσα από τις νέες εταιρείες που ιδρύουν οι τράπεζες και στις οποίες μεταβιβάζουν τα προβληματικά χαρτοφυλάκια.