Δύο βαθμίδες μένουν ακόμη προκειμένου ένας εκ των διεθνών οίκων αξιολόγησης να οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε επενδυτική διαβάθμιση. Κι όμως, αυτές οι δύο βαθμίδες (και μία η επενδυτική σύνολο τρεις) δεν βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής, όπως ενδεχομένως θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί. Κι αυτό διότι στις εκθέσεις των οίκων αξιολόγησης το σημαντικότερο θέμα που εντοπίζεται είναι η αναιμική ανάπτυξη και κυρίως το γεγονός ότι η ανάπτυξη αυτή δεν έχει «οδηγό».
Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Δύο βαθμίδες μένουν ακόμη προκειμένου ένας εκ των διεθνών οίκων αξιολόγησης να οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε επενδυτική διαβάθμιση. Κι όμως, αυτές οι δύο βαθμίδες (και μία η επενδυτική σύνολο τρεις) δεν βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής, όπως ενδεχομένως θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί. Κι αυτό διότι στις εκθέσεις των οίκων αξιολόγησης το σημαντικότερο θέμα που εντοπίζεται είναι η αναιμική ανάπτυξη και κυρίως το γεγονός ότι η ανάπτυξη αυτή δεν έχει «οδηγό».
Ο ρυθμός ενίσχυσης του ΑΕΠ υπολογίζεται στο 2% έπειτα από μια δεκαετία που το ΑΕΠ της χώρας έχασε περίπου 25%, αλλά κυρίως η ενισχυτική αυτή τάση πρέπει να επιβεβαιωθεί μέσα από μια σειρά κινήσεων στις οποίες θα απολείπει το πισωγύρισμα. Οι ξένοι επενδυτές, δε, το μοναδικό στοιχείο το οποίο βλέπουν να κινείται ζωηρά είναι η αγορά ακινήτων, αλλά δεν μπορούν να βασιστούν μόνο σε αυτήν. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Κύπρος, η οποία κατάφερε να αγγίξει επενδυτική βαθμίδα, επιβεβαιώνει έναν ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 4%, ενώ συγχρόνως έχει αυτό που λείπει από τη χώρα μας, δηλαδή το «drive» της ανάπτυξης, που είναι η βιομηχανία της ενέργειας και όχι μόνο. Συγχρόνως, «πονοκέφαλο» αποτελεί για τις τράπεζες το θέμα των κόκκινων δανείων, ενώ η βελτίωση των ισολογισμών από αυτήν την άποψη μετατίθεται ούτως ή άλλως για την επόμενη και τη μεθεπόμενη χρονιά μέσω των τιτλοποιήσεων και του σχεδίου «Ηρακλής».
Τον χορό των αξιολογήσεων της ελληνικής οικονομίας για το 2020 θα ανοίξει στις 24 Ιανουαρίου η Fitch, ενώ ακολουθούν οι S&P και DBRS τον Απρίλιο, καθώς και η Moody's τον Μάιο. Οι S&P, Fitch και DBRS έχουν τοποθετήσει τη χώρα μας στην ίδια βαθμίδα, ενώ σε ελαφρώς χαμηλότερη, δηλαδή μία βαθμίδα πιο κάτω, αξιολογεί την ελληνική οικονομία η Moody's. Oι προβλέψεις για το τι θα πράξει η Fitch τον επόμενο μήνα μάλλον διίστανται ή εν πάση περιπτώσει είναι συγκρατημένες και οι περισσότεροι εκτιμούν πως θα είναι πιο εύκολη η αναβάθμιση από την πλευρά της Moody's που διατηρεί τη χαμηλότερη βαθμίδα για τη χώρα μας. Σε κάθε περίπτωση, οι πιο αισιόδοξοι εκτιμούν πως η επενδυτική βαθμίδα θα γίνει πραγματικότητα για την Ελλάδα το 2021, ενώ οι λιγότερο αισιόδοξοι κάνουν λόγο ακόμη και για έναν χρόνο μετά.
Η ανάγκη απόκτησης επενδυτικής βαθμίδας εκτιμάται ως ουσιαστικής σημασίας, ιδιαίτερα για τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν πολύ χαμηλότερη αξιολόγηση από την οικονομία της χώρας και είναι αυτά που θα πρέπει να οργανώσουν νέες εκδόσεις προκειμένου να ικανοποιήσουν τις κεφαλαιακές ανάγκες, όπως αυτές προκρίνονται από τις απαιτήσεις της Βασιλείας ΙΙΙ. Αυτό, μάλιστα, θα πρέπει να συντελεστεί μέσα στην επόμενη και τη μεθεπόμενη χρονιά. Αντιστοίχως θα πρέπει να κινηθούν και σε ό,τι αφορά την κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών που τυχόν θα προκύψουν από τα stress tests ή από τον αναβαλλόμενο φόρο.