Οικονομία & Αγορές
Κυριακή, 29 Δεκεμβρίου 2019 11:30

«Δράκος» και Δύση: Μία δεκαετία σύγκλισης και σύγκρουσης

Ο εμπορικός πόλεμος που κήρυξε στο Πεκίνο ο Ντόναλντ Τραμπ (και τώρα βρίσκεται σε φάση ανακωχής) και οι ανησυχίες των Ευρωπαίων για την αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στη γηραιά ήπειρο, που οδήγησαν σε ένα πανευρωπαικό «τείχος» σε κινεζικές επενδύσεις σε ευαίσθητους τομείς, ήρθαν την τελευταία διετία. Ωστόσο η κινεζική οικονομία είχε κάνει αισθητή την παρουσία της και αντιμετωπιζόταν με ανάμεικτα αισθήματα δέους και φόβου πολύ νωρίτερα. Η πολυπληθέστερη χώρα του πλανήτη, δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του και κορυφαίος αγοραστής πρώτων υλών παραμένει ένα απολυταρχικό καθεστώς. Και ο συνδυασμός αυτός δικαίως τρομάζει. Η οικονομική επιτυχία του «δράκου» έρχεται να υπονομεύσει τον ισχυρισμό της Δύσης ότι υπάρχει ένας απολύτως απαραίτητος δεσμός ανάμεσα στον καπιταλισμό και τη φιλελεύθερη δημοκρατία. 

Της Νατάσας Στασινού 
[email protected] 

Ο εμπορικός πόλεμος που κήρυξε στο Πεκίνο ο Ντόναλντ Τραμπ (και τώρα βρίσκεται σε φάση ανακωχής) και οι ανησυχίες των Ευρωπαίων για την αυξανόμενη επιρροή του δράκου  στη γηραιά ήπειρο, που οδήγησαν σε ένα πανευρωπαικό «τείχος» σε κινεζικές επενδύσεις σε ευαίσθητους τομείς, ήρθαν την τελευταία διετία. Ωστόσο η κινεζική οικονομία είχε κάνει αισθητή την παρουσία της πολύ νωρίτερα, όχι μόνο με τους ιλιγγιώδεις ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά και αυξάνοντας τη συνεργασία της με τις οικονομίες της Δύσης,  ανοίγοντας σε έναν βαθμό την τεράστια αγορά της και πετυχαίνοντας την ενσωμάτωσή της στο παγκόσμιο εμπορικό σύστημα (που επισφραγίστηκε με την ένταξη και στον ΠΟΕ). 

Την ίδια ώρα οι πρακτικές ντάμπινγκ και το «φθηνό» γιουάν προκαλούσαν αντιδράσεις. Αυτές ήταν πολύ πιο έντονες όταν υπό την ηγεσία του Σι Τζινπίνγκ δεν έκρυβε τις υψηλές φιλοδοξίες της να καταστεί πρωταθλητής του ελεύθερου εμπορίου, να παρουσιάσει εαυτόν ως «θεματοφύλακα» της παγκοσμιοποίησης, αλλά και να εξασφαλίσει τον έλεγχο κρίσιμων υποδομών στο εξωτερικό, ξεκινώντας από την Αφρική και περνώντας μετά στα Βαλκάνια και δοκιμαζόμενες οικονομίες της Ευρωζώνης.  Η όλη παρουσία της στη διεθνή σκηνή αντιμετωπιζόταν και εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να αντιμετωπίζεται με ανάμεικτα συναισθήματα δέους και φόβου για την μεταμόρφωσή της, το «οικονομικό θαύμα», που έχει πετύχει και το οποίο όμως δεν συνοδεύεται από πολιτική μεταρρύθμιση. 

Η Κίνα, η πολυπληθέστερη χώρα του πλανήτη, δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του και κορυφαίος αγοραστής πρώτων υλών και ενέργειας, παραμένει ένα απολυταρχικό καθεστώς. Και ο συνδυασμός αυτός δικαίως μάλλον τρομάζει. 

Όπως επισημαίνει στο βιβλίο του "Capitalism, alone" ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς, η οικονομική επιτυχία της Κίνας έρχεται να υπονομεύσει τον ισχυρισμό της Δύσης ότι υπάρχει ένας απολύτως απαραίτητος δεσμός ανάμεσα στον καπιταλισμό και τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Μάλιστα αυτός ο ισχυρισμός έρχεται να αμφισβητηθεί και να υπονομευθεί ευθέως από οπαδούς της ανελεύθερης δημοκρατίας στην ίδια τη Δύση, που εκλέγονται έχοντας υιοθετήσει το "μάτσο" στυλ διακυβέρνησης ηγετών, όπως ο Σι ή ο Πούτιν. 

 

Οι βραχονησίδες και το όπλο του εμπορίου 

H Κίνα φρόντισε με την έλευση ακόμη της δεκαετίας να δείξει τα δόντια της. Ένα σύμπλεγμα μη κατοικημένων βραχονησίδων, γωνστών ως Σενκάκου στην Ιαπωνία και Ντιαογιού στην Κίνα,  αποτελούν μήλον της έριδος μεταξύ των δύο χωρών. Αν και το Πεκίνο τις διεκδικεί, το Τόκιο διατηρεί τον διοικητικό έλεγχό τους και με το λιμενικό του σε επιφυλακή αποκρούει, συνήθως χωρίς ιδιαίτερη ένταση, απόπειρες παραβίασης των χωρικών υδάτων. 

Στις 7 Σεπτέμβριο του 2010, ωστόσο,   τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά, όπως περιγράφει ο Πολ Μπλούστιν στο Schism: China, America and the Fracturing of the Global Trading System. Ένα κινεζικό αλιευτικό αγνοώντας τις προειδοποιήσεις σκάφους του ιαπωνικού λιμενικού να κλείσει τη μηχανή του, έπεσε επάνω στο τελευταίο. Αν και δεν υπήρξαν τραυματίες, ο καπετάνιος και το πλήρωμα συνελήφθησαν. 

Το Πεκίνο ζήτησε άμεσα την απελεύθερωσή τους και το Τόκιο τους άφησε πράγματι ελεύθερους στις 13 Σεπτεμβρίου. Αλλά η οργή της Κίνας δεν είχε αμβλυνθεί. Στις 22 Σεπτεμβρίου σταμάτησε τις εξαγωγές σπάνιων γαιών (στις οποίες έχει σχεδόν μονοπώλιο) προς την Ιαπωνία.  Στοιχεία όπως το νεοδύμιο, το σαμάριο και το πρασεοδύμιο έχουν καθοριστικό ρόλο  στην κατασκευή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, όπως υβριδικά αυτοκίνητα, κινητά τηλέφωνα, χαμηλής ενεργειακής κατανάλωσης λαμπτήρες, φακοί για κάμερες κτλ. Οι ιαπωνικές εταιρείες έχουν σχεδόν πλήρη εξάρτηση για την προμήθειά τους από την Κίνα. Αν και επισήμως το Πεκίνο αρνήθηκε πως η κίνησή του είχε να κάνει με το συμβάν της 7ης Σεπτεμβρίου, εμμέσως πλην σαφώς έστελνε σε όλους το μήνυμα πως δεν θα διστάσει να εκμεταλλευθεί την εμπορική του ισχύ στην επίλυση πολιτικών αντιπαραθέσεων. 

Ουσιαστικά πρώτη η Κίνα έδειξε το δρόμο που λίγα χρόνια ακολούθησε πιστά ο Ντόναλντ Τραμπ, απειλώντας με δασμούς και οικονομική καταστροφή όσες δυνάμεις στέκονται εμπόδιο στα σχέδιά του. 

Τα άλματα του δράκου 

Την τελευταία δεκαετία η Κίνα κατέκτησε διάφορα ορόσημα, γεγονός που έφερε νέες προοπτικές συνεργασίας με τη Δύση (οι επιχειρήσεις της οποίας την βλέπουν ως μία τεράστια, πολλά υποσχόμενη αγορά), αλλά και εντάσεις. 

Στα μέσα της δεκαετίας, το 2015 η αξία των κινεζικών εξαγωγών είχε ήδη σκαρφαλώσει στα 4,3 τρισ. δολάρια και ο «δράκος» κατακτούσε τον τίτλο της μεγαλύτερη εξαγωγικής δύναμης του πλανήτη.  Ακόμη και μετά τον εμπορικό πόλεμο δίνει μάχη για αυτή τη θέση με τη Γερμανία, ενώ είναι σαφές ότι επιδιώκει και επενδυτική «επέλαση» στη Δύση. Ελέγχει ήδη κρίσιμες υποδομές (λιμάνια, δρόμους) στα Βαλκάνια και αλλού, ενώ προσπαθεί να επεκταθεί ακόμη ταχύτερα με την πρωτοβουλία Μία Ζώνη- Ένας Δρόμος, γνωστή και ως νέος δρόμος του Μεταξιού. Τόσο η Ε.Ε. όσο και οι ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια, φοβούμενες ότι η κίνηση αυτή έχει ως στόχο την ενίσχυση και της πολιτικής επιρροής, προσπαθούν να ορθώσουν ένα τείχος απέναντι σε κινεζικές επενδύσεις σε ευαίσθητους για την οικονομία και εθνική ασφάλεια τομείς. 

Οι ειδικοί της Παγκόσμιας Τράπεζας υπολογίζουν ότι η χώρα μπορεί ακόμη και να εξαλείψει πλήρως την απόλυτη φτώχεια το 2020 (ημερήσιο εισόδημα 1,90 δολ. ή χαμηλότερο). Δύο χρόνια αργότερα η μεσαία τάξη της θα μετρά περί τους 550 εκατ. καταναλωτές. Ωστόσο οι εισοδηματικές ανισότητες οξύνονται, αντί να κλείνουν.  Και τούτο γιατί ενώ το μέσο ετήσιο εισόδημα δεν υπερβαίνει τα 10.000 δολάρια στα αστικά κέντρα (και είναι πολύ χαμηλότερο στις αγροτικές περιοχές) η χώρα φιλοξενεί σχεδόν 500 δισεκατομμυριούχους.