Η ελαφρά ενίσχυση του στόχου για εγκατεστημένη υδροηλεκτρική ισχύ έως το 2030, αλλά και η προσθήκη ενός αναλυτικού χρονοδιαγράμματος για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας, αποτελούν, σύμφωνα με πληροφορίες, δύο από τις βασικότερες αλλαγές της τελικής εκδοχής του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), σε σχέση με το κείμενο που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Στο τελικό κείμενο, το οποίο υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την προηγούμενη Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου, περιλαμβάνεται επίσης ο «οδικός χάρτης» απόσυρσης των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων έως το 2023, καθώς και μία νέα ενότητα σχετικά με την εξέλιξη της διασυνδεσιμότητας του ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Κώστα Δεληγιάννη
[email protected]
Η ελαφρά ενίσχυση του στόχου για εγκατεστημένη υδροηλεκτρική ισχύ έως το 2030, αλλά και η προσθήκη ενός αναλυτικού χρονοδιαγράμματος για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας, αποτελούν, σύμφωνα με πληροφορίες, δύο από τις βασικότερες αλλαγές της τελικής εκδοχής του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), σε σχέση με το κείμενο που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Στο τελικό κείμενο του ΕΣΕΚ, το οποίο υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την προηγούμενη Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου, περιλαμβάνεται επίσης ο «οδικός χάρτης» απόσυρσης των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων έως το 2023, καθώς και μία νέα ενότητα σχετικά με την εξέλιξη της διασυνδεσιμότητας του ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος. Ειδικότερα, τα υδροηλεκτρικά (μαζί με τα μικτά αντλητικά) είναι η μόνη μορφή ΑΠΕ στην οποία έχει αλλάξει ο στόχος για την εγκατεστημένη ισχύ έως το 2030, καθώς έχει αναθεωρηθεί ελαφρώς προς τα πάνω, διαμορφούμενος στα 3,9 GW στο τέλος της επόμενης δεκαετίας, έναντι 3,7 GW στο αρχικό κείμενο του ΕΣΕΚ. Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, προβλέπεται πως ήδη από το 2025 θα ανέρχεται στα 3,8 GW, αγγίζοντας τα 3,9 GW από το 2027. Όπως είναι φυσικό, η αύξηση του στόχου εγκατεστημένης ισχύος επιφέρει και αύξηση της προβλεπόμενης ηλεκτροπαραγωγής.
Έτσι, η καθαρή ηλεκτροπαραγωγή των υδροηλεκτρικών έχει αναπροσαρμοστεί στις 6.600 GWh για το 2030, έναντι 6.392 GWh του κειμένου της διαβούλευσης. Στον αντίποδα, όσον αφορά τις υπόλοιπες ΑΠΕ, οι στόχοι για την εγκατεστημένη ισχύ έχουν παραμείνει αμετάβλητοι σε σχέση με το αρχικό κείμενο, με συνέπεια π.χ. το portfolio αιολικών και φωτοβολταϊκών να διαμορφώνεται σε 7 και 7,7 GW, αντίστοιχα.
Την ίδια στιγμή, στην εκδοχή που υποβλήθηκε στην Κομισιόν, υπάρχει και ένας «οδικός χάρτης» για την επίτευξη του 38% στην ενεργειακή αποδοτικότητα, το οποίο μεταφράζεται σε σωρευτική εξοικονόμηση 7.299 ktoe (χιλιάδες τόνους ισοδύναμου πετρελαίου) μέχρι το τέλος της επόμενης 10ετίας. Σύμφωνα με αυτό τον «οδικό χάρτη», από το 2020 και σε ετήσια βάση θα ενισχύεται η εξοικονόμηση κατά 132,7 ktoe, ώστε έως το 2030 να διαμορφωθεί στο ανωτέρω νούμερο.
Αναλυτικό πρόγραμμα
Στο τελικό κείμενο περιλαμβάνεται επίσης το αναλυτικό πρόγραμμα για την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων, το οποίο ανακοίνωσε η ΔΕΗ, κατά την παρουσίαση του νέου business plan της. Έτσι, σύμφωνα με το εν λόγω πρόγραμμα, όλοι οι υφιστάμενοι σταθμοί θα κλείσουν το 2023, ξεκινώντας από φέτος με τον ΑΗΣ Αμυνταίου.
Επίσης, έχει προστεθεί μία νέα ενότητα σχετικά με την εξέλιξη της διασυνδεσιμότητας του ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος, με βάση την οποία το επίπεδο διασυνδεσιμότητας το 2020 εκτιμάται στο 13%, ενώ ήδη από το 2025 θα έχει ανέλθει στο 21%, όπου και θα παραμείνει έως το 2030. Επομένως, και στις δύο περιπτώσεις θα καλύπτει τους στόχους που θέτει η αντίστοιχη κοινοτική οδηγία, για 10% το 2020 και 15% το 2030. Ο υπολογισμός του εν λόγω δείκτη έγινε με βάση τις υφιστάμενες ηλεκτρικές διασυνδέσεις και τα έργα που προγραμματίζεται να υλοποιηθούν τα επόμενα χρόνια. Σε αυτό το πλαίσιο, η αύξηση κατά 7% του επιπέδου διασυνδεσιμότητας αποδίδεται κυρίως στο γεγονός ότι έως τότε θα έχει ολοκληρωθεί η δεύτερη διασύνδεση Ελλάδας-Βουλγαρίας (Μαρίτσα-Νέα Σάντα). [SID:132546